«Ιστορίες Καλοσύνης»: Επιστροφή στις ρίζες για τον Γιώργο Λάνθιμο
Σε μια κινηματογραφικά «νεκρή» περίοδο, χωρίς καν να έχει κατακαθίσει η σκόνη από τον χαμό που προκάλεσε πριν από μερικούς μήνες το τετράκις βραβευμένο με Όσκαρ «Poor Things», ο Γιώργος Λάνθιμος όχι απλά ξαναχτυπά με μία καινούργια ταινία, αλλά επιστρέφει και στις Greek Weird Wave ρίζες του. O Έλληνας πρωτοπόρος του είδους αξιοποιεί μεγάλη μερίδα του καστ της άκρως επιτυχημένης προηγούμενης δουλειάς του (σ.σ. Έμα Στόουν, Γουίλεμ Νταφόε και Μάργκαρετ Κουάλεϊ συνεχίζουν με κεκτημένη ταχύτητα από το «Poor Things»), αλλά προβαίνει και σε εκλεκτικές προσθήκες που κάνουν τη διαφορά (βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας στο 77ο Φεστιβάλ Καννών για τον MVP του έργου, Τζέσι Πλέμονς).
Οι «Ιστορίες Καλοσύνης» («Kinds of Kindness») είναι ένα έργο τρίπτυχης δομής, το οποίο αρχικά ακολουθεί έναν άνδρα χωρίς επιλογές (Πλέμονς), ο οποίος μάταια προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο της ζωής του και να πάψει να είναι φερέφωνο του εργοδότη του (Νταφόε). Στη δεύτερη ιστορία, τη σκυτάλη παίρνει ένας αστυνομικός (Πλέμονς) που βρίσκεται σε σύγχυση, βλέποντας ότι η μέχρι πρότινος αγνοούμενη γυναίκα του (Στόουν) φέρεται σαν άλλος άνθρωπος μετά την επιστροφή της στην κοινή τους εστία. Τέλος, στο τρίτο σκέλος, το μέλος μιας σέχτας (Στόουν) εμφανίζεται αποφασισμένο να εξεύρει έναν «εκλεκτό» με κάποιο ιδιαίτερο μεταφυσικό χάρισμα, ο οποίος –εφόσον βρεθεί– προορίζεται για χαρισματικός πνευματικός ηγέτης.
Ο ίδιος ο Λάνθιμος είχε περιγράψει το «Kinds of Kindness» ως μια ταινία που διαδραματίζεται στις ΗΠΑ τη σύγχρονη εποχή, στην οποία λαμβάνουν χώρα τρεις διαφορετικές ιστορίες, με έναν μικρό αριθμό ηθοποιών να παίζει διαφορετικό ρόλο σε καθεμιά από αυτές. Φυσικά, τα κυρίαρχα θέματα του εγκλωβισμού στην εμμονική «αγάπη» και τον φόβο της απόρριψης, με όλες τις αυτοκαταστροφικές νευρώσεις που συνεπάγονται και τα πατριαρχικά κατάλοιπα που κουβαλούν, μόνο ανθρώπινες ιστορίες καλοσύνης δεν συνιστούν, παρουσιαζόμενα μέσα από τη σαρκαστικά επικριτική και κρυπτικά αλληγορική σκοπιά του Λάνθιμου.
Θα μπορούσενα πει κανείς ότι οι «Ιστορίες Καλοσύνης» είναι η αντανακλαστική αντίδραση ενός avant-garde καλλιτέχνη, ο οποίος μόλις έχει διαπιστώσει ότι δημιούργησε ένα προϊόν ποπ κουλτούρας («Poor Things») και αμέσως προσπαθεί να εξιλεωθεί με μια «ολντσκουλιά»
Συνδετικοί κρίκοι ανάμεσα στις τρεις εξιστορήσεις της ταινίας είναι η ψυχοπαθολογία της ηγεσίας και της υποταγής: Χειραγώγηση, ασφυκτικός έλεγχος, ανικανότητα αποδοχής του άλλου, εξάρτηση και απληστία συνοψίζουν την αέναη πάλη που στήνεται στην αρένα των ανθρώπινων σχέσεων, οι οποίες απεικονίζονται ως παιχνίδια εξουσίας. Τα αφεντικά και οι πάσης φύσεως ηγέτες –ή κεφαλές– κινούν σχολαστικά τα νήματα στις ζωές των πειθήνιων οργάνων τους, οι αναλαμπές αυτοκαθορισμού και χειραφέτησης των υποταγμένων βιώνουν εμφατική διάψευση και δίνουν γρήγορα τη θέση τους σε σύνδρομα Στοκχόλμης, η ενσυναίσθηση μετατρέπεται σε «αχίλλειο πτέρνα» και η αδίστακτη χειραγώγηση σε όχημα για την επίτευξη υπόγειων στόχων. Ο Λάνθιμος παρουσιάζει, μέσα από τη μοναδική του οπτική (μια καυστική μοντέρνα ιλαροτραγωδία με αμήχανο… poker face), τα είδη «καλοσύνης» που θεμελιώνουν τον παράλογο κόσμο μας. Έναν κόσμο, ο οποίος βαίνει ολοταχώς από το κακό στο χειρότερο.
Αυτό που μένει ως πρώτο συμπέρασμα από τη θέαση του έργου είναι ότι ο Λάνθιμος επέλεξε να γυρίσει δύο συνεχόμενες ταινίες, έχοντας ως γνώμονα τον θεατή μόνο στη μία από αυτές. Το μαξιμαλιστικό «Poor Things» είναι το μεγαλεπήβολο όραμα ενός δημιουργού που θέλει να συνδιαλεχθεί με το κοινό, να του προκαλέσει δέος, να το πλημμυρίσει με ερεθίσματα και να το σοκάρει δημιουργικά με μια εγγενώς προκλητική, αλλά και ακαταμάχητα ονειρική τέχνη.
Αντίθετα, το προσγειωμένο στη γη «Kinds of Kindness» αποπνέει εσωστρέφεια, κυνισμό, σκληρότητα και αυστηρότητα εφάμιλλη της εποχής του «Κυνόδοντα». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι «Ιστορίες Καλοσύνης» είναι η αντανακλαστική αντίδραση ενός avant-garde καλλιτέχνη, ο οποίος μόλις έχει διαπιστώσει ότι δημιούργησε ένα προϊόν ποπ κουλτούρας («Poor Things») και αμέσως προσπαθεί να «εξιλεωθεί» με μια «ολντσκουλιά», οχυρώνοντας τον εαυτό του σε λημέρια του παρελθόντος, όσον αφορά την αισθητική, το ύφος και γενικότερα την κινηματογραφική «γλώσσα». Εκεί, δηλαδή, όπου είναι ελεύθερος να εκτονώσει αφιλτράριστα τις ενδόμυχες τάσεις του.
Ο πρωτοπόρος του Greek Weird Wave που κατέκτησε τον κόσμοΤο φαινόμενο «Λάνθιμος» χρήζει ενδελεχούς ανάλυσης Το 2009, ο ερχομός της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης στην Ελλάδα πυροδοτούσε το τσουνάμι του Greek Weird Wave. Πρωτοστάτης του ρεύματος ήταν ο Γιώργος Λάνθιμος, ο οποίος προσέδωσε μέσω αυτού οικουμενικά στοιχεία και θέματα στο ελληνικό σινεμά, ενώ με τον δικό του «Κυνόδοντα» κατάφερε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να τροφοδοτήσει ένα παγκόσμιο κινηματογραφικό ρεύμα, αναρριχώμενος στην αφρόκρεμα της νεότερης γενιάς σκηνοθετών που τολμούν και πειραματίζονται με το μέσο. Αποτάσσοντας τα φολκλόρ στοιχεία, το σινεμά του μας ξενάγησε σε ψυχρά, αποστειρωμένα, αυστηρά γεωμετρημένα περιβάλλοντα όπου παρελαύνουν μινιμαλιστικά ρομποτοποιημένες, άνευρες ερμηνείες με όχημα το deadpan χιούμορ. Σε αυτό το συμπαγές λανθιμικό σύμπαν, όλα τα παραπάνω δομικά υλικά μεταμορφώνονται σε ενδεικτικά στοιχεία κάποιας κοινωνικής αρρώστιας, με «μαγικό ραβδί» την αλληγορική και καυστικά ειρωνική γλώσσα του Έλληνα δημιουργού. Μια «γλώσσα» που δεν γνωρίζει σύνορα και σαρώνει βραβεία Αποκορύφωμα της διεθνούς αναγνώρισης για τον Γιώργο Λάνθιμο ήταν η βράβευσή του με Χρυσό Λέοντα πέρσι, στο 80ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας, για λογαριασμό της ταινίας «Poor Things». Για να γίνει αντιληπτή η σημασία της διάκρισης που απέσπασε ο Έλληνας δημιουργός στη Mostra Internazionale d’ Arte Cinematografica di Venezia, αρκεί να γράψουμε ότι ο θεσμός είναι γνωστός ως το αρχαιότερο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στον κόσμο και ο Χρυσός Λέων το ανώτερο βραβείο που απονέμεται εκεί. Ωστόσο, ο Λάνθιμος δεν είναι χθεσινός, όσον αφορά τα βραβεία. Μετά το breakthrough του εγχώριας εσοδείας «Κυνόδοντα», που προτάθηκε από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας το 2011, ακολούθησαν οι «Άλπεις», ένα ληθαργικό δράμα για την ψυχοπαθολογία της απώλειας, το οποίο κέρδισε το βραβείο Σεναρίου στη Βενετία το 2011. Τις διαδέχθηκε «Ο Αστακός», μια συμπαραγωγή Ελλάδας, Μ. Βρετανίας, Ιρλανδίας, Γαλλίας και Ολλανδίας, η οποία επικύρωσε το άλμα του Έλληνα σκηνοθέτη στο εξωτερικό. Μεταξύ άλλων, η ταινία κέρδισε το βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών του 2015. Στη συνέχεια, είχαμε το ψυχολογικό θρίλερ «Ο Θάνατος του Ιερού Ελαφιού», το οποίο έλαβε το βραβείο σεναρίου στις Κάννες του 2017. Ο Λάνθιμος και ο «Αστακός» του είχαν προταθεί για Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου το 2017, επίδοση που ξεπέρασε κατά πολύ η «Η Ευνοούμενη» το 2019, με δέκα οσκαρικές υποψηφιότητες και πέντε για «Χρυσή Σφαίρα», κερδίζοντας τελικά τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας σε Κωμωδία ή Μιούζικαλ για την πρωταγωνίστρια Ολίβια Κόλμαν, καθώς και το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου για την ίδια ερμηνεία. Επιπλέον, «Η Ευνοούμενη» χάρισε στον Λάνθιμο τον Αργυρό Λέοντα στη Βενετία το 2018. Στις αρχές της φετινής χρονιάς, το «Poor Things» έλαβε έντεκα υποψηφιότητες (οι πιο πολλές για ταινία του… Yorgos) για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και Καλύτερης Ταινίας. Τελικά, κέρδισε τέσσερα βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του Α’ Γυναικείου Ρόλου (νικήτρια η Έμα Στόουν). Στα τέλη Μαΐου, οι «Ιστορίες Καλοσύνης» συνέχισαν την παράδοση που θέλει τις ταινίες του Λάνθιμου να μη φεύγουν με άδεια χέρια από τα μεγάλα φεστιβάλ κινηματογράφου, αποσπώντας το βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας στις Κάννες, για λογαριασμό του Τζέσι Πλέμονς.
Σπάει και… ταμεία Σαν να μην έφθαναν τα βραβεία, οι ταινίες του Λάνθιμου σημειώνουν και τεράστια εμπορική επιτυχία! Τόσο ο indie «Αστακός» όσο και η διανομής Fox Searchlight Pictures «Ευνοούμενη» σημείωσαν μεγάλα κέρδη, με τον πρώτο να καταγράφει παγκόσμιες εισπράξεις 18 εκατ. δολαρίων, έχοντας προϋπολογισμό μόλις 4 εκατ. δολάρια, και τη δεύτερη να τινάζει την μπάνκα στον αέρα, με box-office 95,9 εκατ. δολάρια από ένα άκρως συγκρατημένο μπάτζετ μόλις 15 εκατομμυρίων. Όσο για το «Poor Things», αυτό αποδείχθηκε το μεγαλύτερο εισπρακτικό μέγεθος στη φιλμογραφία του Έλληνα σκηνοθέτη, με box-office 117,5 εκατ. δολαρίων και αρχικό μπάτζετ 35 εκατομμυρίων. Σημειωτέον, αυτοί οι προϋπολογισμοί δεν αφορούν τα έξοδα μάρκετινγκ ή τη διανομή, εξού και υπάρχει ένας «μπακαλίστικος» κανόνας που τοποθετεί το σημείο καμπής, μετά από το οποίο μια χολιγουντιανή ταινία είναι κερδοφόρα, σε ένα ύψος περίπου 2,5 φορές μεγαλύτερο από τον προϋπολογισμό. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, οι προαναφερθείσες ταινίες του Λάνθιμου περνούν κατά πολύ τον πήχη. |
Ξανά δίδυμο οι Λάνθιμος-Φιλίππου
Το «Kinds of Kindness» σηματοδοτεί την επιστροφή του σεναριογράφου Ευθύμη Φιλίππου στο πλευρό του Λάνθιμου, με τον οποίο στο παρελθόν έχουν συνυπογράψει τα σενάρια σε «Κυνόδοντα», «Αστακό» και «Ιερό Ελάφι». Ο ανανήψας μακροχρόνιος συνεργάτης του δημοφιλούς Έλληνα σκηνοθέτη τον βοηθά να γυρίσει στη ζώνη άνεσής του χωρίς να αναλωθεί σε αναμασήματα παλαιότερων επιτυχημένων δουλειών.
Από την καινούργια κινηματογραφική πρόταση του διδύμου δεν λείπουν οι μπόλικες μικρές στιγμές επιτυχημένου πειραματισμού και φρεσκάδας, τόσο εικαστικής (εδώ χωρίς την παρουσία υπερ-ευρυγώνιων φακών) όσο και αφηγηματικής (το εκκεντρικό πάντρεμα δράματος και deadpan κωμωδίας, στο οποίο ειδικεύονται οι Λάνθιμος-Φιλίππου εξωθεί εντέχνως το προσγειωμένα ρεαλιστικό ύφος της ταινίας στο μεταίχμιο μεταξύ λογικής και παραλόγου).
Ωστόσο, οι δυο τους δεν βρίσκουν –ή απλά δεν ψάχνουν– τον «φιλικό» τρόπο διαβίβασης του μηνύματος, ώστε να φτάσει στο σημείο να νοηματοδοτηθεί στο μυαλό του μέσου θεατή. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό, σε μεγάλο βαθμό, είναι επειδή απουσιάζει το πολύχρωμο και περίτεχνο περιτύλιγμα του «Poor Things», αφήνοντας γυμνό και αφιλτράριστο το σκοτεινό, διαστροφικό περιεχόμενο (βλ. ανθρωποφαγία, κακοποίηση ζώων κ.λπ.), που σύμφωνα με τη γνώριμη λανθιμική συνταγή αντανακλά τη δική μας σκοτεινιά και διαστροφή.
Μόνο για σκληροπυρηνικούς
Συνεπώς, πρόκειται για ένα έργο που, από τη μία, θα αποξενώσει άμεσα τον Λάνθιμο από το κοινό που κέρδισε χάρη στο «Poor Things», αλλά, από την άλλη, δεν αναμένεται να διεγείρει με έναν πρωτόγνωρο τρόπο το ενδιαφέρον των υπολοίπων, σε σημείο να το δουν ως κάτι παραπάνω από ένα διασκεδαστικό ποτ πουρί αντιπροσωπευτικών ιδεών του σκηνοθέτη. Το σωστά δομημένο περιεχόμενο, πάντως, είναι σίγουρα υπεραρκετό για να χορτάσει τους σκληροπυρηνικούς του σκηνοθέτη, που ίσως και να είχαν απογοητευθεί κάπως από τη χολιγουντιανή περίοδό του, αλλά και να βγάλει από τα ρούχα τους –για άλλη μια φορά– τους ορκισμένους πολεμίους του.
Συνοψίζοντας για τις παραγωγές του Λάνθιμου που κυκλοφόρησαν μέσα στο 2024, φαίνεται ότι το τελευταίο διάστημα ο Έλληνας σκηνοθέτης γύρισε μία ταινία για το ευρύ κοινό και μία για τον εαυτό του. Ισχύει, όμως, το εξής παράδοξο: Η ταινία που έκανε έχοντας στο μυαλό του τους άλλους («Poor Things») διευρύνει πολύ περισσότερο τους καλλιτεχνικούς του ορίζοντες από ό,τι το μινιμαλιστικό, indie υφής δράμα («Kinds of Kindness») που τον φέρνει πιο κοντά στις ρίζες του. Σε κάθε περίπτωση, ο θεατής όχι μόνο δεν βγαίνει χαμένος, αλλά θα έχει και περισσότερη τροφή για… θέαση, βαδίζοντας προς την «καρδιά» της σεζόν των θερινών σινεμά.
Τελικά, γιατί κάποιοι αγαπούν να τον μισούν;Πολλοί –για να μην πούμε οι περισσότεροι– συμπατριώτες μας είχαν μάλλον κάκιστη γνώμη για το σινεμά του Λάνθιμου πριν αυτός βραβευθεί κατ’ επανάληψη σε περίβλεπτα φεστιβάλ του εξωτερικού. Οι προβολές των ταινιών του προκαλούσαν και συνεχίζουν να προκαλούν αμηχανία στο μη «εκπαιδευμένο» κοινό που αρέσκεται να διαλέγει μεταξύ χολιγουντιανού μπλοκμπάστερ και σινεμά «ελληνικότητας» για τις περιστασιακές του επισκέψεις στις αίθουσες. Πολλοί ορκισμένοι εχθροί εξακολουθούν να μην μπορούν να τον χωνέψουν μέχρι σήμερα. Γιατί, όμως, ξινίζει τόσους πολλούς Έλληνες η επιτυχία του Λάνθιμου; Σίγουρα, το σινεμά του διεθνώς καταξιωμένου δημιουργού δεν συνιστάται για εκείνους που αρέσκονται να ζουν πάνω σε ροζ συννεφάκια, ή για όσους προσδοκούν μια παραδοσιακή ιδέα ελληνικότητας –ή «ενέσεις» εθνικής ανάτασης– από το ντόπιο κινηματογραφικό προϊόν. Ο Λάνθιμος, όπως και παλαιότερα ο Ιταλός «αιρετικός» Πιερ Πάολο Παζολίνι, είναι ένας σκηνοθέτης που έχει επιλέξει συνειδητά να καταπιάνεται και να εστιάζει σε σκοτεινά, σάπια ή –όπως προαναφέραμε– «αρρωστημένα» απόκρυφα της ανθρώπινης ύπαρξης και των βιωμάτων της. Το πιστοποιούν το γραφικό γυμνό και η βία, το έντονα σεξουαλικό περιεχόμενο και ενίοτε οι σκηνές αιμομιξίας, τα οποία συναντώνται διάχυτα στη φιλμογραφία του. Πολλοί σοκαρισμένοι θεατές μένουν στην επιφάνεια των όσων βλέπουν, υποστηρίζοντας ότι μέσω της υπερέκθεσης σε αυτά τα ερεθίσματα επιχειρείται μια υπόγεια απόπειρα κανονικοποίησης της αρρώστιας, της διαστροφής. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι «έθνικ συνωμοσιολόγοι» απλά επιλέγουν να παραβλέπουν κάτι που είναι ήδη εξαιρετικά διαδεδομένο γύρω μας, και συνεχίζει να εξαπλώνεται σαν μεταδοτική ασθένεια ακριβώς επειδή παραμένει κεκαλυμμένο, προστατευμένο πίσω από κλειστές πόρτες και (συν)ένοχη σιωπή. Η αλήθεια της γραφής του Λάνθιμου και του μακροχρόνιου συνεργάτη του, Ευθύμη Φιλίππου, είναι ωμή και πολλές φορές φρικιαστική ή εκτρωματική, όπως ακριβώς συναντάται ακατέργαστη στον κόσμο μας. Δεν μένει όμως ποτέ κρυμμένη, αλλά σερβίρεται σε δύσπεπτες ποσότητες στο κοινό. Ο κινηματογράφος του, στη φιλοσοφική κατεύθυνση του μηδενισμού, μιλά με ατόφια, αιχμηρή, γραφική ειλικρίνεια, και όχι με τα εξευγενισμένα στρογγυλέματα των χολιγουντιανής κοπής «παραμυθιών». Και το ελληνικό κοινό, όντας στην πλειοψηφία του συντηρητικό, δυσκολεύεται να χωνέψει αυτό το σινεμά. Δεν πειράζει όμως. Ουδείς προφήτης στον τόπο του. |