Ρύζι: Αναγκαία η δηµιουργία µηχανισµού προστασίας στην ΕΕ µετά τη δικαίωση της Καµπότζης

Αναγκαία η δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού προστασίας των Ευρωπαίων παραγωγών μετά τη δικαίωση της Καμπότζης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

Ψυχρολουσία για τους Ευρωπαίους ορυζοκαλλιεργητές και τις μεταποιητικές βιομηχανίες, ιδίως αυτές που επενδύουν στην τοπική παραγωγή, συνιστά η πρόσφατη ετυμηγορία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, με την οποία ουσιαστικά δικαιώνονται η Καμπότζη και η Μιανμάρ για την υπόθεση των δασμών στις εισαγωγές ρυζιού τύπου Ιndica την τριετία 2019-2021.

Η απόφαση έρχεται την ώρα που, υπό την πίεση των ευρωπαϊκών αγροτικών οργανώσεων COPA-COGECA, αλλά και του Συνδέσμου Ορυζομύλων (FERM), είχε ανοίξει η κουβέντα για την επαναφορά των δασμών σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη για το προϊόν συγκυρία. Η ισχύς του μέτρου έληξε, ως γνωστόν, τον Φεβρουάριο του 2022, όμως η εκτίναξη των ναύλων λειτούργησε έως έναν βαθμό ως ανάχωμα για τις αθρόες εισαγωγές από την Ασία την περσινή σεζόν.

Με τα ναύλα όμως να έχουν πλέον αποκλιμακωθεί, έστω κι αν απέχουν πολύ από το να μπορούν να χαρακτηριστούν «φθηνά», η συνθήκη είναι φέτος πολύ διαφορετική και το λεγόμενο «τριτοχωρικό» ρύζι φαντάζει (ακόμα) πιο ελκυστικό στα μάτια πολλών εμπόρων, αλλά και ορισμένων βιομηχανιών. Πόσω μάλλον που, λόγω της λειψής παραγωγής, οι τιμές στην Ευρώπη έχουν ήδη πάρει την ανιούσα.

Πρόσφατα, η βρετανική Eurostar Commodities προέβλεπε ότι η τιμή του μακρύσπερμου ρυζιού θα σημειώσει άνοδο 29% τον Δεκέμβριο και ότι θα συνεχίσει την ανοδική του πορεία στο μεγαλύτερο μέρος του 2023, κυρίως λόγω της ξηρασίας που έπληξε την παραγωγή των χωρών του Βόρειου Ημισφαιρίου. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, οι εκτάσεις με μακρύσπερμο ρύζι εκτιμάται ότι μειώθηκαν φέτος κατά 70%, καθώς οι αγρότες στράφηκαν σε άλλες, λιγότερο υδροβόρες καλλιέργειες. Στην Ιταλία εκτιμάται ότι χάθηκε έως και το 60% της παραγωγής στην Κοιλάδα του Πάδου, αφού η πολύ χαμηλή στάθμη του ποταμού «επέτρεψε» στο θαλασσινό νερό να εισβάλει και να προκαλέσει μεγάλες ζημιές στους ξηρούς ορυζώνες της περιοχής.

Πάνω από την Ιταλία η τιμή στην Ελλάδα

Η ξηρασία δεν έπληξε με τον ίδιο τρόπο την Ελλάδα, ωστόσο οι συνολικές εκτάσεις με ρύζι στη χώρα μας ήταν φέτος σημαντικά μειωμένες και εκτιμάται ότι κινήθηκαν γύρω από τα 200.000 στρέμματα έναντι 250.000 στρεμμάτων την προηγούμενη χρονιά.

Σε επίπεδο τιμών, όπως έγραψε στο προηγούμενο φύλλο η «ΥΧ», το Indica (που φέτος «κατέλαβε» λιγότερο από το 30% των εκτάσεων) έχει ήδη πιάσει τα 47 λεπτά/κιλό, ξεπερνώντας για πρώτη φορά την τιμή του αντίστοιχου ιταλικού. Στο ίδιο μοτίβο, τα μεσόσπερμα Ronaldo έχουν ανέλθει στα 50 λεπτά, ενώ για τις λιγοστές Καρολίνες η τιμή εκκίνησης στις Σέρρες είναι τα 55 λεπτά, τη στιγμή που στους συνεταιρισμούς της Θεσσαλονίκης προσφέρονται ακόμα και 60 λεπτά/κιλό, εφόσον διαθέτουν ποσότητες.

«Είναι προφανές ότι, με τέτοια επίπεδα τιμών στη χώρα μας, αλλά και στην Ευρώπη, αρκετές εταιρείες θα μπουν στον “πειρασμό” ή, αν θέλετε, θα βρουν την αφορμή που ψάχνουν για να προτιμήσουν το φθηνότερο ρύζι της Καμπότζης και της Μιανμάρ που, σημειωτέον, ήδη εισέρχεται στην Ευρώπη, μέσω της Ελλάδας, αλλά και άλλων χωρών», παραδέχεται στην «ΥΧ» επιχειρηματίας του κλάδου. Αυτός ακριβώς ήταν και ο φόβος του προέδρου του Αγροτικού Συνεταιρισμού Χαλάστρας Α’, Χρήστου Γκατζάρα, ο οποίος προέβλεπε την περασμένη εβδομάδα στην «ΥΧ» ότι «αν δεν μπει ένα φρένο στις εισαγωγές, θα υπάρξουν στην πορεία της σεζόν πιέσεις στις τιμές του μακρύσπερμου».

Οι δασμοί στις εισαγωγές ρυζιού Indica από την Καμπότζη και τη Μιανμάρ αφορούσαν, όπως προαναφέρθηκε, την τριετία 2019-2021 και ήταν κλιμακωτοί, ξεκινώντας από τα 175 ευρώ/τόνο το 2019, για να διαμορφωθούν σε 150 ευρώ/τόνο το 2020 και σε 125 ευρώ το 2021. Τη σχετική πρωτοβουλία είχε αναλάβει η Ιταλία, απ’ όπου προέρχεται σχεδόν το 50% της ευρωπαϊκής παραγωγής ρυζιού, βρίσκοντας στη συνέχεια στήριξη από όλες τις ρυζοπαραγωγικές χώρες της ΕΕ, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.

Στην έρευνα που είχε πραγματοποιήσει η Κομισιόν διαπιστώθηκε ότι την πενταετία που προηγήθηκε της επιβολής του μέτρου οι εισαγωγές από τις δύο ασιατικές χώρες αυξήθηκαν κατά 89%. Είναι χαρακτηριστικό ότι, το 2016, οι εξαγωγές της Καμπότζης έφτασαν τους 345.000 τόνους, έναντι μόλις 8.000 τόνων το 2009. Επιπλέον, οι πολύ χαμηλές τιμές, με τις οποίες πουλούσαν οι δύο ασιατικές χώρες είχαν, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της Επιτροπής, ως αποτέλεσμα να συρρικνωθεί το μερίδιο των Ευρωπαίων παραγωγών στην πενταετία από το 61% στο 29%.

Ωστόσο, στην προσφυγή της κατά της Κομισιόν, της Ιταλίας και του ιταλικού κρατικού ιδρύματος Ente Risi, η Καμπότζη έκανε λόγο, μεταξύ άλλων, για παραλείψεις και λάθη στις εκτιμήσεις της Επιτροπής κατά την προσαρμογή των ευρωπαϊκών τιμών και των τιμών εισαγωγής. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποδέχτηκε αυτούς τους ισχυρισμούς, όπως επίσης και τα επιχειρήματά της για παραβίαση των άρθρων 22 (παράγραφοι 1 και 2) και 23 κατά την εφαρμογή του συστήματος των Γενικευμένων Δασμολογικών Προτιμήσεων.

Μάλιστα, παράγοντες της αγοράς σχολιάζουν ότι, υπό προϋποθέσεις, η απόφαση δίνει στα δύο ασιατικά κράτη τη δυνατότητα να διεκδικήσουν, εφόσον το επιθυμούν, ακόμα και αποζημιώσεις, για τη ζημία που υπέστησαν στη διάρκεια της τριετίας που ίσχυσαν οι δασμοί.

Σε σχετική ανακοίνωσή τους οι COPA-COGECA υπενθυμίζουν ότι η Καμπότζη και η Μιανμάρ έχουν επωφεληθεί τα προηγούμενα χρόνια από τη γνωστή, όσο και αμφιλεγόμενη συμφωνία EBA (Everything but Arms), η οποία τους επέτρεψε να εξάγουν στην ΕΕ σημαντικές ποσότητες αδασμολόγητου ρυζιού, θέτοντας σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των Ευρωπαίων παραγωγών. Υπογραμμίζουν, επίσης, ότι η απόφαση έρχεται σε μια στιγμή που έχει τεθεί επί τάπητος η αναθεώρηση του συστήματος των Γενικευμένων Δασμολογικών Προτιμήσεων και ότι θα πρέπει να λειτουργήσει ως οδηγός για την περαιτέρω ενίσχυσή του.

Καλούν, δε, τα κράτη-μέλη να συνεχίσουν τη διαπραγμάτευση, προκειμένου να συγκροτηθεί ένας ξεκάθαρος και αποτελεσματικός μηχανισμός, ο οποίος θα ενεργοποιείται όταν διαπιστώνονται απώλειες των Ευρωπαίων ορυζοπαραγωγών. Αυτός ο μηχανισμός θα πρέπει να ενεργοποιείται άμεσα, ειδάλλως οι συνέπειες για την ευρωπαϊκή αλυσίδα παραγωγής ρυζιού, η οποία ήδη έχει επηρεαστεί από τις τελευταίες κρίσεις, ενδεχομένως να είναι αβάσταχτες.

Λιγότερη από πέρυσι η παγκόσμια παραγωγή

Σύμφωνα με την τελευταία εκτίμηση του FAO (Οκτώβριος 2022), οι διεθνείς τιμές του ρυζιού εξακολουθούν να βρίσκονται σε ανοδικό κανάλι, αν και ο ρυθμός αύξησης της ζήτησης εμφανίζεται μειωμένος σε σχέση με έναν μήνα πριν (1% έναντι 2% τον Σεπτέμβριο).

Ο Οργανισμός εκτιμά ότι η παγκόσμια παραγωγή θα διαμορφωθεί το 2022/2023 σε 512,6 εκατ. τόνους επεξεργασμένου ρυζιού, δηλαδή 2,4% κάτω από το ιστορικό χαμηλό του 2021, ενώ τα αποθέματα στο τέλος της σεζόν σε 193,4 εκατ. τόνους, που αντιστοιχούν στην τρίτη μεγαλύτερη ποσότητα που έχει καταγραφεί.