Αυτό το άρθρο είναι 12 μηνών

Ρύζι: Έντονο ενδιαφέρον για τα μακρύσπερμα λόγω της απαγόρευσης εξαγωγών από Ινδία

03/10/2023
7' διάβασμα
ryzi-entono-endiaferon-gia-ta-makrysperma-logo-tis-apagorefsis-exagogon-apo-india-302773

Ευοίωνα είναι τα μηνύματα που λαμβάνουν οι συντελεστές της εγχώριας αγοράς ρυζιού, ενόψει της νέας εμπορικής σεζόν, λίγο πριν ξεκινήσει η συγκομιδή στα παραγωγικά κέντρα της Βόρειας Ελλάδας.

Αυτό το διάστημα πραγματοποιούνται οι πρώτες δοκιμαστικές κοπές, η «επίσημη» έναρξη του αλωνισμού ωστόσο τοποθετείται στις πρώτες μέρες του Οκτωβρίου, δεδομένου ότι η χρονιά είναι όψιμη κατά τουλάχιστον δύο εβδομάδες, όσο δηλαδή καθυστέρησαν και οι σπορές εξαιτίας των χαμηλών θερμοκρασιών και των έντονων βροχοπτώσεων του Μαΐου. Όπως αναφέρει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Ρυζιού, Χρήστος Γκατζάρας, όσο περισσότερο «μπαίνουμε» στο φθινόπωρο, τόσο εντείνονται οι ανησυχίες για ενδεχόμενη επιδείνωση των καιρικών συνθηκών που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προσκόμματα στη συγκομιδή.

Για την ώρα, πάντως, η εικόνα των χωραφιών είναι πολύ καλή, καθώς η καλλιεργητική περίοδος κύλησε ομαλά, νερό υπήρχε αρκετό και το φυτό φαίνεται ότι αναπτύχθηκε κανονικά. Εξίσου αισιόδοξα είναι και τα πρώτα σημάδια από το εμπόριο, καθώς από ξένους αγοραστές, αλλά και εγχώριους μεταποιητές, έχει ήδη εκδηλωθεί ενδιαφέρον ακόμα και για τα μακρύσπερμα ρύζια, η… περπατησιά των οποίων στην αγορά παραδοσιακά δυσκολεύεται από τις τριτοχωρικές εισαγωγές.

Ωστόσο, το απαγορευτικό εξαγωγών μακρύσπερμων ρυζιών που έχει εκδώσει από τον Ιούλιο η Ινδία, μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο, έχει δημιουργήσει φέτος μια νέα συνθήκη, η οποία αποτυπώθηκε και στις… καθυστερήσεις της προηγούμενης εμπορικής περιόδου. Όπως μεταφέρει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος της ΕΑΣ Θεσσαλονίκης, Χρήστος Τσιχήτας, «αν και υπήρχε μια ανησυχία ότι θα μείνουν πίσω κάποια μακρύσπερμα ρύζια, εν τέλει οι ποσότητες εξαντλήθηκαν και οι αποθήκες άδειασαν».

Με 72 λεπτά έφυγαν οι τελευταίες Καρολίνες

Σύμφωνα με τον κ. Γκατζάρα, οι τελευταίες πράξεις για τη σοδειά του 2022 έγιναν στα 56 λεπτά για τα μεσόσπερμα ρύζια και στα 35 λεπτά για τα μακρύσπερμα, ενώ οι ελάχιστες ποσότητες Καρολίνας που είχαν απομείνει «έφυγαν» στα 72 λεπτά το κιλό. Για το σύνολο της σεζόν, η μέση τιμή των μεσόσπερμων διαμορφώθηκε στα 50 λεπτά και των μακρύσπερμων γύρω από τα 40, ενώ η Καρολίνα κινήθηκε μεσοσταθμικά στα 60-62 λεπτά.

Πρόκειται αναμφίβολα για άκρως ικανοποιητικά επίπεδα τιμών, τα οποία υπάρχει προσδοκία ότι μπορεί να δώσει και φέτος η αγορά, δίχως η διαφαινόμενη ανάκαμψη της ιταλικής παραγωγής (σ.σ επιστρέφει, όπως όλα δείχνουν, στα επίπεδα του 2021) να λειτουργεί ανασταλτικά. «Δεν πιστεύουμε ότι η αύξηση των εκτάσεων στην Ιταλία θα μας επηρεάσει αρνητικά γιατί στην πράξη δεν είμαστε ανταγωνιστές. Οι Ιταλοί έχουν πληθώρα ποικιλιών, καθώς και συγκεκριμένες και μεγάλες αγορές που απευθύνονται. Σκεφτείτε μόνο ότι το μεσόσπερμο Ρονάλντο που εμείς καλλιεργούμε σε ένα ποσοστό από 60% έως 80% των στρεμμάτων ετησίως, στην Ιταλία αντιστοιχεί μόλις στο 2%-3%», επισημαίνει ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής. Πέραν αυτού, όπως συμπληρώνει ο κ. Τσιχήτας, «έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση με τα κόστη παραγωγής, δεν υπάρχουν περιθώρια να υποχωρήσουν οι τιμές παραγωγού. Τα όποια υπερκέρδη θα πρέπει να αναζητηθούν σε άλλους κρίκους της εφοδιαστικής αλυσίδας», σημειώνει με νόημα.

 

Ρίχνει την ελάχιστη εξαγωγική τιμή στο Μπασμάτι η Ινδία

H απόφαση της Ινδίας να αναστείλει τις εξαγωγές λευκού ρυζιού -εκτός του Μπασμάτι- από τις 20 Ιουλίου 2023, προκάλεσε αναταραχή στις διεθνείς αγορές και έδωσε νέα ώθηση στις τιμές, οι οποίες, σύμφωνα με τον FAO, έχουν πλέον αναρριχηθεί σε υψηλά 15ετίας.

Το μερίδιο της ασιατικής χώρας στο παγκόσμιο εμπόριο αγγίζει το 40% και τη σεζόν 2022-2023 υπολογίζεται ότι εξήγαγε περί τους 50,4 εκατ. τόνους ρυζιού, περισσότερους δηλαδή από το άθροισμα των υπόλοιπων τριών μεγάλων εξαγωγικών δυνάμεων (Ταϊλάνδη, Βιετνάμ, Πακιστάν).

Πάντως, σύμφωνα με δημοσιεύματα του ξένου Τύπου, οι ινδικές αρχές προχώρησαν πριν από λίγες μέρες στη μείωση της τιμής βάσης για τις εξαγωγές του Μπασμάτι, η οποία τώρα διαμορφώνεται στα 850 δολ./τόνο, έναντι 1.200 δολαρίων που είχε «φιξαριστεί» τον Αύγουστο.

Η κίνηση αυτή αναμένεται να φέρει κινητικότητα στις εξαγωγές του εν λόγω ρυζιού, που κινούνταν με χαμηλούς ρυθμούς το τελευταίο διάστημα, ενώ θα συμβάλει και στη μείωση των αποθεμάτων που θα μπορούσαν να συμπιέσουν τις τιμές της νέας σοδειάς.

ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΗ
Έως 20% η αύξηση στο κόστος αν γίνει υποχρεωτικός ο πιστοποιημένος σπόρος

Στον «πάγο» φαίνεται ότι έχει μπει, τουλάχιστον για την ώρα, το θέμα της υποχρεωτικής χρήσης πιστοποιημένου σπόρου για τη Συνδεδεμένη στο ρύζι.

Όπως αναφέρει ο κ. Γκατζάρας, η Διεπαγγελματική έχει επανειλημμένα εκφράσει τις επιφυλάξεις της στον σχεδιασμό που αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά τον περασμένο Μάρτιο κατά τη ΓΣ του ΣΕΠΥ (Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Πολλαπλασιαστικού Υλικού) και σκοπεύει να τις παρουσιάσει το αμέσως επόμενο διάστημα στον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης.

Η βασικότερη εξ αυτών έχει να κάνει με το κόστος, το οποίο, σύμφωνα με τον κ. Τσιχήτα, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί σε ένα ποσοστό από 10% έως 20%. «Σήμερα, το κόστος ενός παραγωγού για τη σπορά με ιδιοπαραγόμενο σπόρο ανέρχεται από 12 έως 15 ευρώ/στρέμμα. Την ίδια στιγμή, ο καινούργιος πιστοποιημένος σπόρος τιμάται σήμερα από 1,80 έως 2,70 ευρώ, δηλαδή σε μια μέση τιμή της τάξης των 2,20 ευρώ/κιλό.

Αν λάβουμε υπόψη ότι απαιτούνται 22-23 κιλά ανά στρέμμα, το κόστος φτάνει στα 45-50 ευρώ/στρέμμα. Αμέσως αμέσως, λοιπόν, έχουμε μια αύξηση τουλάχιστον 30 ευρώ/στρέμμα και αυτή η εκτίμηση είναι συντηρητική δεδομένου ότι, από τη στιγμή που θα καταστεί υποχρεωτικός, η τιμή του πιστοποιημένου θα ενισχυθεί», εξηγεί ο κ. Τσιχήτας.

Ο ίδιος ξεκαθαρίζει ότι οι παραγωγοί δεν είναι αντίθετοι στη χρήση του πιστοποιημένου γενετικού υλικού. «Απλά κάνουμε και ιδιοπαραγωγή, προκειμένου να κρατάμε το κόστος χαμηλά. Να λάβουμε επίσης υπόψη ότι ενδεχόμενη καθολική χρήση πιστοποιημένου θα φέρει και αντίστοιχη αύξηση στην τελική τιμή των προϊόντων στο ράφι», υπογραμμίζει.

«Πέραν όλων των άλλων, οι υποχρεωτικότητες δεν συνάδουν με μια ελεύθερη οικονομία. Στο τέλος της ημέρας, ας βγάλουν οι εταιρείες στην αγορά σπόρους οι οποίοι, λόγω της απόδοσης και της παραγωγικότητάς τους, θα είναι πραγματικά ελκυστικοί για τον παραγωγό», καταλήγει.