Ο σένσορας που γλυτώνει χρόνο και χρήμα στις επιχειρήσεις πουλερικών

Έξυπνο ψηφιακό εργαλείο που αναπτύσσουν Γεωπονικό και Αριστοτέλειο θα αξιολογεί σε πραγματικό χρόνο την ποιότητα και την ασφάλεια των προϊόντων

Πολλαπλά οφέλη για την υγεία των καταναλωτών, το περιβάλλον, αλλά και τα κόστη των επιχειρήσεων φιλοδοξεί να φέρει το Πρότυπο Έξυπνο Σύστημα Παρακολούθησης και Αξιολόγησης της Ποιότητας και της Ασφάλειας Φρέσκων Προϊόντων Πουλερικών, ή συντομότερα QAPP, που αναπτύσσει το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο, το Ινστιτούτο Τεχνολογίας Αγροτικών Προϊόντων και επιχειρήσεις του κλάδου.

Ένας σένσορας, ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οποιαδήποτε φάση της παραγωγής από τη φάρμα μέχρι το σούπερ μάρκετ, θα στέλνει τις πληροφορίες του προϊόντος σε μια ιστοσελίδα. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια αλγορίθμων που έχουν αναπτυχθεί με βάση τη συλλογή και επεξεργασία χιλιάδων πραγματικών δεδομένων (π.χ. για την αλλοίωση που επιφέρουν οι κακές συνθήκες συντήρησης ή οι υψηλές θερμοκρασίες), θα προκύπτει η διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου προϊόντος και η ποιοτική του κατάσταση.

«Λαμβάνοντας ένα άγνωστο αποτύπωμα προϊόντος, θα το συγκρίνουμε με τα στοιχεία της βάσης δεδομένων που έχουμε συλλέξει (σ.σ. οι επιστήμονες έχουν πραγματοποιήσει μαζική και συστηματική συλλογή πληροφοριών για την κατάσταση των τροφίμων σε διαφορετικούς χρόνους αποθήκευσης και θερμοκρασίες), έτσι ώστε να μετατραπεί σε πληροφορία και να μπορούμε να ξέρουμε για πόσο καιρό ακόμα είναι ασφαλές να το καταναλώσουμε», λέει στην «ΥΧ» ο Γεώργιος-Ιωάννης Ε. Νυχάς, καθηγητής Μικροβιολογίας Τροφίμων του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και επικεφαλής του προγράμματος.

Τα οφέλη σε σχέση με τις δειγματοληψίες

Ο FAO (Διεθνής Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας) αναφέρει ότι το 1/3 της τροφής που παράγεται σήμερα δεν καταναλώνεται, αλλά καταλήγει στα σκουπίδια. Συγκεκριμένα στην ΕΕ, η σπατάλη ξεπερνά τους 100 εκατ. τόνους ετησίως. Παράλληλα, η αλλοίωση εξαιτίας της μικροβιακής δραστηριότητας και άλλων βιολογικών και χημικών παραγόντων είναι μία από τις σημαντικότερες απειλές όσον αφορά την επάρκεια των τροφίμων. Την ίδια στιγμή, η παρακολούθηση της ποιότητας και της κατάστασής τους, ιδιαίτερα των ευαλλοίωτων, όπως είναι τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, εξακολουθεί να βασίζεται σε δειγματοληπτικούς ελέγχους και σε αναλύσεις που γίνονται με συμβατικές μεθόδους.

Επομένως, απαιτείται χρόνος και χρήμα για να εξετάσει κανείς αν ένα τρόφιμο είναι σε κατάσταση που μπορεί να καταναλωθεί, ενώ είναι δύσκολο να υπολογίσει τη διάρκεια ζωής του όταν βρίσκεται ήδη κάποιες ημέρες στο κατάστημα πώλησης. Τα δεδομένα των αναλύσεων έρχονται με καθυστέρηση ωρών ή και ημερών και ουσιαστικά περιγράφουν την κατάσταση των τροφίμων την ώρα της δειγματοληψίας. «Η διαδικασία αυτή είναι δαπανηρή και χρονοβόρα και δεν δίνει άμεσα τις πληροφορίες που χρειάζονται οι καταναλωτές, ούτε οι έμποροι», τονίζει ο κ. Νυχάς.