Με σκαλοπάτια η διόρθωση στις τιμές των αγροτικών προϊόντων

Επιστροφή στην κανονικότητα μέσα στην επόμενη δεκαετία διαβλέπουν FAO και ΟΟΣΑ

Αποκλιμάκωση των πραγματικών (δηλαδή, προσαρμοσμένων στον πληθωρισμό) τιμών των περισσότερων αγροτικών εμπορευμάτων και σταδιακή επιστροφή τους στους ιστορικούς μέσους όρους αναμένουν για την επόμενη δεκαετία FAO και ΟΟΣΑ, δίχως ωστόσο αυτή η πτωτική κίνηση να μοιάζει με ευθεία γραμμή ή να είναι ομοιόμορφη για όλες τις κατηγορίες προϊόντων.

Σύμφωνα με την έκθεση για τις προοπτικές της ερχόμενης δεκαετίας (2023-2032) που δημοσίευσαν πριν από λίγες μέρες οι δύο οργανισμοί, η διόρθωση των τιμών θα είναι ταχύτερη τα αμέσως επόμενα χρόνια, καθώς οι έκτακτοι παράγοντες που τροφοδότησαν τις εκρηκτικές αυξήσεις της τελευταίας διετίας αρχίζουν σιγά σιγά να εκλείπουν. Μετά από αυτό το στάδιο, οι αγορές θα βρουν νέα σημεία ισορροπίας και θα αρχίσουν να κινούνται ξανά με πυξίδα τα θεμελιώδη της προσφοράς και της ζήτησης.

Στα σιτηρά, ειδικότερα, οι αναλυτές του FAO και του ΟΟΣΑ αναφέρουν ότι τα ράλι της τελευταίας διετίας ήταν το συνδυαστικό αποτέλεσμα των αναταράξεων στην εφοδιαστική αλυσίδα λόγω της πανδημίας και των αυξήσεων στα κόστη των εφοδίων, της ενέργειας και των μεταφορών. Οι τιμές τόσο του σιταριού όσο και του καλαμποκιού έκαναν νέα ρεκόρ το 2022 και φέτος, αν και απέχουν πια αρκετά από αυτές τις κορυφές, αναμένεται να παραμείνουν υψηλές σε σύγκριση με τα προ κορωνοϊού επίπεδα. Στη συνέχεια, ωστόσο, υπό την προϋπόθεση ότι θα επανέλθει η γεωπολιτική σταθερότητα και οι αποδόσεις δεν θα αποκλίνουν ιδιαίτερα από τους διαχρονικούς μέσους όρους, οι τιμές αναμένεται να αναπροσαρμοστούν αντίστοιχα.

Σε υψηλό 20ετίας πέρυσι το σιτάρι

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, το 2022 η μέση τιμή του σιταριού ανήλθε σε 319 δολ./τόνο (σ.σ. σημείο αναφοράς για την έκθεση η τιμή FOB στον Κόλπο του Μεξικού για αμερικάνικο No2 Hard Red Winter Wheat), νούμερο που συνιστά υψηλό 20ετίας.

Οι τιμές αυξήθηκαν απότομα με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και παρέμειναν γύρω από αυτά τα επίπεδα για αρκετούς μήνες. Καθώς, ωστόσο, οι νέες σοδειές του βόρειου ημισφαιρίου άρχισαν να διοχετεύονται στην αγορά και Ρωσία – Ουκρανία ήρθαν σε συμφωνία για τις εξαγωγές μέσω της Μαύρης Θάλασσας, άρχισαν να διορθώνουν.

Στους πρώτους μήνες του 2023, οι τιμές του σιταριού είχαν πλέον φτάσει κοντά στα προπολεμικά επίπεδα, αλλά παρέμεναν υψηλές σε σύγκριση με το όχι πολύ μακρινό παρελθόν. FAO και ΟΟΣΑ αναμένουν ότι θα υποχωρήσουν με αρκετά υψηλούς ρυθμούς και εν συνεχεία θα ανακάμψουν για να φτάσουν στα 293 δολ./τόνο το 2032.

Αντίστοιχα, οι τιμές του καλαμποκιού και του κτηνοτροφικού κριθαριού μέχρι το 2025 θα επιστρέψουν σε προπολεμικά επίπεδα και στο τέλος της δεκαετίας αναμένεται να διαμορφωθούν στα 226 και 255 δολάρια/τόνο αντίστοιχα (σ.σ. για καλαμπόκι η έκθεση παίρνει ως σημείο αναφοράς την τιμή FOB στον Κόλπο του Μεξικού για το αμερικανικό No2 Yellow Maize και για το κριθάρι την τιμή FOB γαλλικού κριθαριού στο λιμάνι της Ρουέν στη Γαλλία).

Ψηλότερα το ρύζι

Στον αντίποδα, η τάση για τις τιμές του ρυζιού είναι ανοδική, ιδίως για το τρέχον ημερολογιακό έτος, όπου καταγράφεται μείωση στις σοδειές αρκετών εξαγωγικών χωρών. Μεσοπρόθεσμα, η ζήτηση από την Άπω Ανατολή, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή εκτιμάται ότι θα ενταθεί, ωστόσο θα ανακάμψει και η παραγωγή των περισσότερων μεγάλων εξαγωγέων.

Μεταξύ του 2018 και του 2022, η ονομαστική τιμή του επεξεργασμένου ρυζιού (σ.σ. σημείο αναφοράς εδώ ο δείκτης All Rice Price Index του FAO) κυμάνθηκε σε ένα στενό εύρος από 387 έως 420 δολ./τόνο, ενώ το 2032 τοποθετείται στα 459 δολ./τόνο. Σε πραγματικούς όρους, πάντως (δηλαδή μετά την προσαρμογή στον πληθωρισμό), οι τιμές για όλα τα δημητριακά αναμένεται να μειωθούν στην εξεταζόμενη δεκαετία.

Στο πεδίο της παραγωγής, οι συνολικοί όγκοι σιταριού αναμένεται να αυξηθούν κατά 76 εκατ. τόνους, φτάνοντας τους 855 τόνους το 2032, με το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης να προέρχεται από την Ασία και κυρίως από την Ινδία τόσο λόγω των βελτιωμένων αποδόσεων όσο και της αύξησης των εκτάσεων στο πλαίσιο της πολιτικής ενίσχυσης της αυτάρκειας που ακολουθεί η χώρα.

Αυξημένες σοδειές αναμένονται επίσης σε Ρωσία, Καναδά, Αργεντινή και Πακιστάν, ενώ στο τέλος της δεκαετίας η έκθεση εκτιμά ότι η ΕΕ θα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός σιταριού παγκοσμίως, έχοντας ξεπεράσει την Κίνα.

Αυξημένη κατά 165 εκατ. τόνους αναμένεται και η παγκόσμια παραγωγή καλαμποκιού που τοποθετείται στους 1,36 δισ. τόνους το 2032, με τις ΗΠΑ και την Κίνα να πρωτοστατούν, ακολουθούμενες από τη Βραζιλία, την Αργεντινή και την Ινδία, ενώ στις ΗΠΑ ο ρυθμός αύξησης προβλέπεται ότι θα υπολείπεται σημαντικά έναντι του μέσου όρου (0,6% ετησίως έναντι 1,2%).

Αναφορικά με τα υπόλοιπα σιτηρά, η παγκόσμια παραγωγή αναμένεται να αυξηθεί κατά 23 εκατ. τόνους στους 330 εκατ. τόνους στο τέλος της δεκαετίας, με την Αιθιοπία, την Ινδία, τη Νιγηρία και την Αργεντινή να εμφανίζουν τη μεγαλύτερη άνοδο σε αντίθεση με την ΕΕ, όπου οι όγκοι θα είναι μειωμένοι, δεδομένων και των χαμηλότερων (σε σχέση με τις άλλες χώρες) ρυθμών αύξησης της ζήτησης για ζωοτροφή.

Στο ρύζι, η Κίνα που ήδη είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός παγκοσμίως, αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνει την παραγωγή της με τους ρυθμούς της προηγούμενης δεκαετίας, επενδύοντας ωστόσο περισσότερο στην αύξηση των αποδόσεων αντί για τη διεύρυνση των εκτάσεων.

Την ίδια στιγμή, η πτωτική τάση στην Κορέα και στην Ιαπωνία θα διατηρηθεί, ενώ για την ΕΕ οι αναλυτές του FAO και του ΟΟΣΑ δεν προβλέπουν αξιοσημείωτες μεταβολές. Από την άλλη, οι ΗΠΑ και η Αυστραλία αναμένεται να αυξήσουν τις παραγωγές τους με ρυθμό 0,7% και 1,7% αντίστοιχα ετησίως.

Με κεκτημένη ταχύτητα τα φυτικά έλαια

Oι τιμές των ελαιούχων σπόρων από το 2021 και μετά ακολούθησαν ανοδική πορεία λόγω της ισχυρής ζήτησης, ιδίως για σόγια εκ μέρους της Κίνας, που προσπαθούσε να αποκαταστήσει το «πληγωμένο» από τη γρίπη των χοίρων χοιροτροφικό της κεφάλαιο. Επιπλέον, ώθηση στις τιμές έδωσαν οι χαμηλές παραγωγές σόγιας στη Νότια Αμερική και ελαιοκράμβης στον Καναδά, ενώ το παζλ ήρθαν να συμπληρώσουν οι περιορισμοί στις εξαγωγές φοινικέλαιου που επέβαλε η Ινδονησία και η μείωση των διαθέσιμων προς εξαγωγή ποσοτήτων ηλιέλαιου μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία.

Οι τιμές εκτοξεύτηκαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα στις αρχές του 2022, έκτοτε ωστόσο ακολούθησαν πτωτική πορεία αφενός λόγω των προσδοκιών για μια σοδειά-ρεκόρ στη σόγια στη Βραζιλία, αφετέρου λόγω της χαλάρωσης των εξαγωγικών περιορισμών στο φοινικέλαιο από την Ινδονησία. Μακροπρόθεσμα, σύμφωνα με την έκθεση, οι τιμές των ελαιούχων σπόρων αναμένεται να υποχωρήσουν σε πραγματικούς όρους.

Ωστόσο, εκείνες των φυτικών ελαίων θα ακολουθήσουν αντίθετη πορεία, καθώς η ζήτηση γι’ αυτά «τρέχει» με υψηλότερους ρυθμούς σε σχέση με την προσφορά, τη στιγμή που η διαθέσιμη γη για την καλλιέργεια ελαιούχων σπόρων στην ΕΕ και στην Κίνα είναι περιορισμένη.

 

Αποκλιμάκωση ενόψει για κρέας και γαλακτοκομικά

 

Οι τιμές των κρεάτων σε πραγματικούς όρους ανέκαμψαν τη διετία 2021-2022 με φόντο τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών μετά την πανδημία, ενώ τον ρόλο τους έπαιξαν και τα αυξημένα μεταφορικά κόστη. Ωστόσο, σύμφωνα με τον FAO και τον ΟΟΣΑ, το 2023 η πτωτική τάση θα… πάρει το πάνω χέρι και παρόμοια θα είναι η εικόνα στη διάρκεια της δεκαετίας, καθώς η ζήτηση ατονεί, οι αλυσίδες εφοδιασμού σταθεροποιούνται, η παραγωγικότητα συνεχίζει να βελτιώνεται και το κόστος των ζωοτροφών υποχωρεί. Η μεγαλύτερη μείωση αναμένεται στο χοιρινό και έχει να κάνει με την αύξηση της παραγωγής σε χώρες που στο πρόσφατο παρελθόν «χτυπήθηκαν» από τη γρίπη των χοίρων, ιδίως σε Κίνα, Βιετνάμ και Φιλιππίνες.

Στα γαλακτοκομικά, οι τιμές ενισχύθηκαν τη διετία 2021-2022 λόγω της υψηλής ζήτησης, του αυξημένου κόστους παραγωγής και των σχετικά περιορισμένων διαθέσιμων ποσοτήτων από τους κύριους εξαγωγείς. Βραχυπρόθεσμα, οι τιμές αναμένεται να υποχωρήσουν και σταδιακά να επιστρέψουν στα προ κορωνοϊού επίπεδα, καθώς τα ρήγματα στην εφοδιαστική αλυσίδα αποκαθίστανται και τα κόστη παραγωγής αποκλιμακώνονται.

Οι τιμές τόσο του σιταριού όσο και του καλαμποκιού έκαναν νέα ρεκόρ το 2022 και φέτος, αν και απέχουν πια αρκετά από αυτές τις κορυφές, αναμένεται να παραμείνουν υψηλές σε σύγκριση με τα προ κορωνοϊού επίπεδα