Στις στοχευμένες αγορές επιλογής οι ευκαιρίες για τα θεσσαλικά τρόφιμα

Ποιότητα και μοναδικότητα τα αντίβαρα στο ανταγωνιστικό μειονέκτημα της τιμής

Τη μοναδικότητα των αγροτικών προϊόντων της Θεσσαλίας, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να αναδειχθεί και να αξιοποιηθεί, ώστε αυτά να διευρύνουν τα μερίδιά τους στις διεθνείς αγορές εξετάζει έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ (Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας).

Όπως τονίζεται, μεταξύ άλλων, η βασική ευκαιρία σε ό,τι αφορά την εξωστρέφεια του θεσσαλικού αγροδιατροφικού τομέα και η οποία σχετίζεται με τα βασικά συγκριτικά του πλεονεκτήματα είναι η συνολική αύξηση της διεθνούς ζήτησης για ποιοτικά, πιστοποιημένα και λειτουργικά τρόφιμα, καθώς και για υγιεινά «σνακς» και φαγητά.

Επιπλέον, σημαντικό αβαντάζ είναι η κεντροβαρής θέση της Θεσσαλίας στην ηπειρωτική χώρα, με πολύ καλές υποδομές προσπελασιμότητας, αλλά και η στρατηγική επιλογή που έκαναν πολλές επιχειρήσεις της περιφέρειας τα προηγούμενα χρόνια για σταδιακή ενίσχυση της εξωστρέφειάς τους, ώστε να αντιμετωπίσουν την περίπου δεκάχρονη οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις της πανδημίας.

Εξάλλου, ευνοϊκά μπορούν να λειτουργήσουν οι τάσεις περιορισμού της γραφειοκρατίας και του κανονιστικού περιβάλλοντος κυρίως σε εθνικό επίπεδο, αλλά και διεθνώς.

Χρόνιο πρόβλημα το μικρό μέγεθος

Οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις της Θεσσαλίας είναι στην πλειονότητα τους μικρές σε μέγεθος, ενώ και η ανταγωνιστικότητά τους παραμένει χαμηλή, κυρίως λόγω του ανταγωνισμού από χώρες ή περιοχές με μεγαλύτερη παραγωγικότητα εδάφους και εργασίας, οι οποίες έχουν και τη δυνατότητα να πετύχουν υψηλότερες οικονομίες κλίμακας. Αυτό, βέβαια, ως γνωστόν, είναι ένα πρόβλημα που αφορά συνολικά την ελληνική γεωργική παραγωγή.

Την ίδια στιγμή, στις θεσσαλικές επιχειρήσεις του αγροδιατροφικού τομέα περιλαμβάνονται αρκετοί και σημαντικοί για τα ελληνικά δεδομένα «μεγάλοι παίκτες» – παρά το γεγονός ότι υπάρχουν λίγες ενδείξεις κάθετης ολοκλήρωσης μεταξύ πρωτογενούς τομέα και πρώτης μεταποίησης σε περιφερειακό επίπεδο.

Συνεπώς, το αγροδιατροφικό σύμπλεγμα της Θεσσαλίας, όπως σημειώνεται στη μελέτη, μπορεί να καταστεί περισσότερο ανταγωνιστικό απευθυνόμενο σε στοχευμένες αγορές επιλογής (niche), όπου το συγκριτικό του πλεονέκτημα δεν είναι η χαμηλή τιμή, αλλά η αξιοποίηση της μοναδικότητας και η παραγωγή προϊόντων ποιότητας.

Τα εμπόδια που ύψωσαν πόλεμος και πανδημία

Η μελέτη, ωστόσο, υπογραμμίζει και τους κινδύνους που προκύπτουν από την αύξηση του κόστους της ενέργειας και άλλων εισροών, λόγω του πολέμου, αλλά και των συνθηκών που δημιούργησε νωρίτερα η πανδημία σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό το κόστος, όπως σημειώνει, δεν φαίνεται ότι μπορεί να ισοσταθμιστεί, προς το παρόν, με τις αυξημένες τιμές που θα λάβουν οι Θεσσαλοί παραγωγοί για σειρά προϊόντων.

Η πανδημία, επίσης, δημιούργησε ή ενέτεινε προβλήματα, όπως η εύρεση εποχικών εργατών συγκομιδής, η μείωση της ζήτησης, η αύξηση των αποθεμάτων, οι δυσκολίες στις μεταφορές κ.ά.

Η Περιφέρεια Θεσσαλίας ήταν το 2020 η τέταρτη περιφέρεια ως προς το ύψος των εξαγωγών με συνολική αξία 1,4 δισ. ευρώ, μετά από την Αττική, την Κεντρική Μακεδονία και την Πελοπόννησο. Μάλιστα, αν εξαιρέσουμε τα πετρελαιοειδή, η Περιφέρεια Θεσσαλίας περνά στην τρίτη θέση, προσπερνώντας την Πελοπόννησο και οι εξαγωγές της αντιπροσωπεύουν το 6,2% των ελληνικών εξαγωγών. Η αύξηση των εξαγωγών της το διάστημα 2015-2019 ήταν 6,6%, υψηλότερη δηλαδή της αντίστοιχης συνολικής αύξησης για τη χώρα (6,3%).

Η μερίδα του λέοντος σε φέτα και φρουτολαχανικά

Ο κύριος κλάδος συνεισφοράς στις θεσσαλικές εξαγωγές είναι ο αγροδιατροφικός τομέας, με μερίδιο που το 2019 έφτανε το 48,5%, δηλαδή περίπου 700 εκατ. ευρώ και κύριο προορισμό τη Γερμανία, που απορροφούσε το 18,6%. Ακολούθησαν η Τουρκία και η Ιταλία, με μερίδια 8,5% και 7,2% αντίστοιχα. Το 41% των εξαγωγών τροφίμων και αγροτικών προϊόντων της περιφέρειας προέρχεται από τα γαλακτοκομικά και το 37% από τα μεταποιημένα φρούτα και λαχανικά.

Το 2020 οι εξαγωγές φέτας έφτασαν τους 80.843 τόνους από 73.459 τόνους το 2019, σημειώνοντας αύξηση 10% σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, που έχουν επεξεργαστεί ο ΣΕΒΓΑΠ και η Ένωση Ελληνικών Τυροκομείων. Σημειώνεται ότι στη Θεσσαλία παράγεται το 40% των μαλακών τυριών της χώρας, με τη φέτα να αποτελεί το 75% αυτών, όπως και το 25% των σκληρών τυριών, δίνοντάς της στην κατηγορία αυτή την εθνική πρωτιά.

Σημαντικές εξαγωγικές επιδόσεις έχει και ο κλάδος των ποτών (οίνοι, αποστάγματα). Οι επιχειρήσεις του κλάδου, μάλιστα, οινοποιούν μεγαλύτερη ποσότητα σταφυλιών από αυτήν που παράγεται στην περιφέρεια, καθώς, ενώ διαθέτει το 6% των αμπελιών, οινοποιεί το 10,3% της εγχώριας παραγωγής.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Θεσσαλία υπάρχουν έντεκα τρόφιμα/αγροτικά προϊόντα ΠΟΠ, τρεις οίνοι ΠΟΠ, οκτώ οίνοι ΠΓΕ και δύο αποστάγματα ΓΕ. Ωστόσο, εκτός από αυτά, υπάρχουν κι άλλα παραδοσιακά προϊόντα για τα οποία είτε έχει κατατεθεί φάκελος για αναγνώριση, είτε βρίσκονται σε διαδικασία κατάθεσης φακέλου (περί τα 22 σήμερα), η οποία έως σήμερα δεν έχει όμως ακόμα ολοκληρωθεί για διάφορους λόγους.

Παραγωγή μαλακών τυριών 2017-2019 ανά περιφέρεια

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Επεξεργασία: Χρήστος Τσολερίδης

Προτάσεις για αύξηση προστιθέμενης αξίας

Η μοναδικότητα και η ιστορικότητα των αγροδιατροφικών προϊόντων της Θεσσαλίας, σε συνδυασμό με τη σημαντική αγροτική και κτηνοτροφική παράδοση, την εμπεδωμένη άυλη γνώση, την τεχνογνωσία των παραγωγών και τις κλιματικές ιδιαιτερότητες διαμορφώνουν, σύμφωνα με τη μελέτη, τις προϋποθέσεις για στροφή στην παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Προκειμένου αυτό να επιτευχθεί απαιτείται, μεταξύ άλλων:

✱ Υποστήριξη μιας οργανωμένης στροφής στην παραγωγή και στην εμπορία πιστοποιημένων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας μέσα από μια ολιστική προσέγγιση που αφορά όλους τους συμμέτοχους από τον πρωτογενή τομέα και τη μεταποίηση, το branding, την εφοδιαστική αλυσίδα μέχρι τους καταναλωτές.

✱ Διασύνδεση με άλλους κλάδους και κυρίως με τον τουρισμό και δημιουργικό τουρισμό στη Θεσσαλία.

✱ Υιοθέτηση των αρχών της κυκλικής οικονομίας στις συνολικές αλυσίδες αξίας σε ό,τι αφορά την παραγωγή και την εξοικονόμηση ενέργειας και τη διαχείριση του περιβάλλοντος.

✱ Στήριξη-χρηματοδότηση της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και των λοιπών επιχειρήσεων του αγροδιατροφικού συμπλέγματος, καθώς και των δράσεών τους, συμπεριλαμβανομένων των δράσεων εξωστρέφειας. Για τον σκοπό αυτόν, απαιτείται η αξιοποίηση των πόρων της νέας προγραμματικής περιόδου και του Ταμείου Σταθερότητας και Ανάκαμψης, αλλά και η διερεύνηση νέων χρηματοδοτικών εργαλείων.