Σύγχρονες προκλήσεις του ελληνικού πρωτογενούς τομέα σε επιχειρησιακό, περιβαλλοντικό και κοινωνικό επίπεδο
Η κοινή αγροτική πολιτική μετά την εφαρμογή της «Ατζέντα 2000», δηλαδή τα τελευταία 20 χρόνια, ακολουθεί μια ολιστική προσέγγιση, όσον αφορά την ανάπτυξη του υπαίθριου χώρου σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ανάπτυξη αυτή εδράζεται σε τρεις πυλώνες. Ο πρώτος αφορά την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, ο δεύτερος την προστασία του περιβάλλοντος στον υπαίθριο χώρο και ο τρίτος την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Με βάση στατιστικά στοιχεία που περιοδικά δημοσιεύονται από τη Eurostat, επιβεβαιώνεται η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και ενισχύεται η σταδιακή διασύνδεσή τους με παράγοντες της αγοράς.
Η μετάβαση αυτή δεν γίνεται, όμως, με απόλυτα ομαλό τρόπο, καθώς αρκετοί παραγωγοί πρέπει να προχωρήσουν σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, όσον αφορά το καθεστώς λειτουργίας των εκμεταλλεύσεών τους, καθώς και σε σημαντικές επενδύσεις, προκειμένου με έμπρακτο τρόπο να βελτιώσουν το περιβαλλοντικό παραδοτέο τους. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία παραγωγοί θυμούνται και ανακαλούν τον τρόπο με τον οποίο υποστηρίζονταν από κρατικές δομές, αρκετές δεκαετίες πριν, προκειμένου να ολοκληρώσουν τέτοιου είδους στρατηγικού χαρακτήρα μεταβάσεις και αλλαγές. Διαμαρτύρονται, επίσης, για το γεγονός ότι, στη σημερινή εποχή, αυτή η υποστηρικτική διαδικασία λείπει, ενώ παράλληλα είναι προφανές ότι για να δημιουργηθεί απαιτούνται αυξημένοι πόροι, τόσο χρηματικοί, όσο και σε επίπεδο ανθρώπινου κεφαλαίου.
Τα μακροοικονομικά στοιχεία που απεικονίζουν την υφιστάμενη κατάσταση, αλλά και τη δυναμική του ελληνικού πρωτογενούς τομέα, δεν είναι ενθαρρυντικά
Το μοναδικό, ίσως, μέτρο που επιχειρεί να καλύψει αυτό το κενό, της επιστημονικής υποστήριξης, είναι το μέτρο των γεωργικών συμβούλων. Σε κράτη όπου η συμβουλευτική αποτελεί σημαντικό και παραδοσιακό θεσμό στη διαδικασία αγροτικής ανάπτυξης, χαρακτηρίζεται από παροχή υπηρεσιών υψηλότατης εξειδίκευσης, προσαρμοσμένης στα τοπικά χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής. Η πεποίθηση που υπάρχει αυτήν τη στιγμή, σε επίπεδο τόσο παραγωγών, όσο και γεωτεχνικών, είναι ότι μόνο το μέτρο των γεωργικών συμβούλων δεν είναι ικανό να καλύψει αυτό το πολύ μεγάλο κενό.
Τα μακροοικονομικά στοιχεία που απεικονίζουν την υφιστάμενη κατάσταση, αλλά και τη δυναμική του ελληνικού πρωτογενούς τομέα, δεν είναι ενθαρρυντικά. Ένα πολύ μεγάλο μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας συμβάλλει με ένα πολύ μικρό ποσοστό στη διαμόρφωση του ΑΕΠ. Ένα πολύ σημαντικό, επίσης, σημείο προβληματισμού είναι ο τρόπος με τον οποίον αξιοποιείται σειρά φυσικών πόρων, με σημαντικότερους αυτούς του εδάφους και του νερού. Η πολιτεία, τα τελευταία χρόνια, έχει προχωρήσει στην προκήρυξη και στη σταδιακή υλοποίηση σημαντικών έργων που στοχεύουν στην εξοικονόμηση υδάτινων πόρων και στην καλύτερη εκμετάλλευση αυτών, σε μια περιοχή όπου το αποτύπωμα της κλιματικής αλλαγής είναι ιδιαίτερα έντονο. Αποτελεί, όμως, εξίσου σημαντική πραγματικότητα ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων παραγωγών, σε καθαρά επιχειρησιακό επίπεδο, δεν είναι σε θέση να ακολουθήσει τις τεχνολογικές εξελίξεις και να υιοθετήσει νέες τεχνολογίες που ήδη είναι διαθέσιμες στην αγορά. Ένα σημαντικό ποσοστό αυτών δεν είναι σε θέση να εκμεταλλευθεί τις υπηρεσίες που προσφέρονται από ολιστικά συστήματα γεωργίας ακριβείας.
Ένα, επίσης, σημαντικό ποσοστό αυτών δεν έχει την απαιτούμενη διαπραγματευτική δύναμη, προκειμένου να ενσωματώσει στα προϊόντα που παράγει αξιόλογο ποσοστό προστιθέμενης αξίας. Ο κατακερματισμένος κλήρος δεν τους δίνει τη δυνατότητα να αναπτύξουν οικονομίες κλίμακος, αναγκαίες πλέον, προκειμένου να είναι βιώσιμοι με όρους λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς.
Οι νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο πρωτογενής τομέας δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν με εργαλεία που εφαρμόζονταν αρκετές δεκαετίες πριν και που είχαν σημείο αναφοράς το κράτος και τις δομές που αυτό είχε δημιουργήσει. Ο έντονος επιχειρηματικός χαρακτήρας που οφείλουν να έχουν οι σημερινές γεωργικές εκμεταλλεύσεις απαιτεί νέου τύπου υποστήριξη, σε επίπεδο συμβουλευτικής, χρηματοοικονομικής και κοινωνικής συνοχής. Ο ρόλος του κράτους στη σημερινή εποχή είναι να διαφυλάσσει ισοδύναμο επίπεδο ανταγωνιστικότητας για όλους τους συμμετέχοντες στις αγορές και να δημιουργεί εκείνες τις υποδομές που αποτελούν κίνητρα, ειδικά για νέους ανθρώπους, να μείνουν στον χώρο, να επενδύσουν σε αυτόν και να έχουν ένα κοινωνικό status με έντονα αστικά χαρακτηριστικά.
Οι εργαζόμενοι στον πρωτογενή τομέα δεν είναι πλέον αποκομμένοι από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, μετέχουν ενεργά σε αυτό, έχουν ένα σημαντικό περιβαλλοντικό παραδοτέο και ζητούν και δικαιούνται αντίστοιχη μεταχείριση. Μόνο όταν αυτό το ευρωπαϊκό προφίλ παραγωγού κυριαρχήσει στη χώρα μπορούμε να ελπίζουμε σε διατήρηση της παραγωγικής διαδικασίας και μακροημέρευση αυτών των επιχειρήσεων.
γράφει ο: Γιώργος Βλόντζοσ, καθηγητήσ Παν/μιου Θεσσαλίας, διευθυντής Εργαστηρίου Αγροτικής Οικονομίας & Καταναλωτικής Συμπεριφοράς