Συμβουλές για την ορθολογική λίπανση του ελαιώνα

του Δρος Σπύρου Λιονάκη, γεωπόνου – ερευνητή, ομότιμου καθηγητή Δενδροκομίας στο Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο

1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ

1.1. Άζωτο

Το άζωτο αποτελεί για την ελιά το σπουδαιότερο στοιχείο και επηρεάζει άμεσα τόσο τη βλάστηση (χρώμα φύλλων, μήκος ετήσιας βλάστησης), όσο και την καρποφορία της. Έμμεσα, μπορεί να επηρεάσει και τον βαθμό παρενιαυτοφορίας των δέντρων.
Η αντίδραση των ελαιοδέντρων στη χορήγηση αζώτου είναι ιδιαίτερα εμφανής σε εδάφη χαμηλής γονιμότητας και όταν η εδαφική υγρασία δεν αποτελεί έντονο περιοριστικό παράγοντα.

Έτσι, ανάλογα με τη γονιμότητα του εδάφους και την εδαφική υγρασία, συνιστάται ετήσια χορήγηση αζώτου (Ν) 100-200 γρ./δέντρο (1 κιλό Ν = 5 κιλά περίπου θειικής αμμωνίας, 3 κιλά νιτρικής αμμωνίας, 4 κιλά ασβεστούχου αμμωνίας ή 2 κιλά ουρίας) για μέση ετήσια παραγωγή ελαιοκάρπου ανά δέντρο 40-60 κιλά. Το κλάδεμα και η ετήσια βροχόπτωση παίζουν βασικό ρόλο στον καθορισμό του ύψους της αζωτούχου λίπανσης:

α) Σε περιοχές με μέση ετήσια βροχόπτωση κάτω από 400 mm, η χορήγηση αζώτου πρέπει να γίνεται με προσοχή. Για τις περιοχές αυτές είναι αρκετή η χορήγηση 75-100 γρ. Ν/δέντρο, ανάλογα βέβαια με την αυστηρότητα του κλαδέματος.

β) Σε περιοχές με μέση ετήσια βροχόπτωση 400-1.000 mm, η χορηγούμενη ποσότητα αζώτου μπορεί να αυξάνεται αναλογικά μέχρι 200 γρ. N/δέντρο, λαμβάνοντας υπόψη και το κλάδεμα που εφαρμόζεται.

Ο ελαιοκαλλιεργητής θα πρέπει να κάνει τις απαραίτητες διορθώσεις της αζωτούχου λίπανσης:

Α) Από το μήκος της ετήσιας βλάστησης. Αν αυτό είναι μικρότερο από 5 εκατοστά, θα πρέπει να αυξήσει την ποσότητα του αζώτου. Αν το μήκος της ετήσιας βλάστησης είναι μεγαλύτερο από 15 εκατοστά, θα πρέπει να μειώσει την ποσότητα του αζώτου.

Β) Με αναλύσεις φύλλων. Η περιεκτικότητα των φύλλων σε άζωτο να είναι τον χειμώνα στα όρια 1,6%-1,8%. Κρίσιμη περίοδος κατά την οποία τα ελαιόδεντρα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους το απαιτούμενο άζωτο είναι από τις αρχές Μαρτίου έως τον Ιούνιο, όπου γίνεται η διαφοροποίηση των ανθοφόρων οφθαλμών και η εξέλιξή τους σε καρπούς, ενώ συγχρόνως αναπτύσσεται η νέα βλάστηση. Η χορήγηση αζώτου μπορεί να γίνει με διαφυλλική λίπανση, που είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική σε ξηρικούς ελαιώνες, όπου η απορρόφηση αζώτου μέσω των ριζών είναι πολύ περιορισμένη.

1.2. Φώσφορος

Σπάνια παρατηρείται έλλειψη του θρεπτικού αυτού στοιχείου στα ελαιόδεντρα και συνήθως δεν είναι αναγκαία η τακτική φωσφορική λίπανσή τους, ιδιαίτερα όταν επί σειρά ετών χορηγούνται σύνθετα λιπάσματα. Οι περιπτώσεις που χρειάζεται προσθήκη φωσφόρου εντοπίζονται με φυλλοδιαγνωστική. Περιεκτικότητα των φύλλων τον χειμώνα σε φώσφορο γύρω στο 0,09%-0,10% και σχέση Ν/P γύρω στο 20, δείχνουν ότι η φωσφορική λίπανση είναι σκόπιμη. Με υψηλότερες τιμές φωσφόρου στα φύλλα ή με κατώτερη αναλογία Ν/Ρ δεν πρέπει να αναμένεται αντίδραση των δέντρων στη φωσφορική λίπανση.

1.3. Κάλιο

Η ελιά είναι ιδιαίτερα απαιτητική στο στοιχείο αυτό. Για μέγιστη παραγωγή και άριστη ποιότητα, η ελιά χρειάζεται τακτική καλιούχο λίπανση, ιδιαίτερα σε ελαιώνες στους οποίους για πολλά χρόνια δεν έχει χορηγηθεί κάλιο. Για μέση ετήσια παραγωγή ελαιοκάρπου 40-60 κιλά ανά δέντρο απαιτούνται 100-250 γρ. Κ2Ο ανά έτος (1 κιλό Κ2Ο = 2 κιλά περίπου θειικού καλίου). Η φυλλοδιαγνωστική θα μας κατευθύνει για τη σωστή καλιούχο λίπανση.

2. ΟΙ ΣΥΝΗΘΕΣΤΕΡΕΣ ΤΡΟΦΟΠΕΝΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ

2.1. Τροφοπενία βορίου

Είναι μία από τις πιο συνηθισμένες και σοβαρές τροφοπενίες της ελιάς στην Ελλάδα. Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της τροφοπενίας βορίου είναι ότι τα κορυφαία φύλλα στους νέους βλαστούς έχουν το ακραίο 1/3-2/3 τμήμα τους χλωρωτικό (αρχικά πρασινοκίτρινο στη συνέχεια κίτρινο/πορτοκαλί). Φύλλα από δέντρα που πάσχουν περιέχουν βόριο λιγότερο από 20 ppm, ενώ φύλλα από φυσιολογικά δέντρα περιέχουν βόριο πάνω από 20 ppm (επί ξηρού βάρους).

Εάν η περιεκτικότητα του βορίου στα φύλλα είναι μεταξύ 7-14 ppm, τα δέντρα ελιάς ανθίζουν και δένουν, αλλά ο καρπός πέφτει άγουρος τον Ιούλιο- Αύγουστο, ενώ αν η περιεκτικότητα του βορίου στα φύλλα είναι μικρότερη από 7 ppm, δεν σχηματίζονται ανθοφόροι οφθαλμοί. Σε περίπτωση τροφοπενίας βορίου προστίθενται στο έδαφος 300-500 γρ. βόρακα ανά δέντρο πλήρους ανάπτυξης, ενώ σε νεότερα δέντρα χορηγούνται μικρότερες ποσότητες (10 γρ./έτος ηλικίας από τη στιγμή φύτευσης στο χωράφι). Για γρηγορότερη αντίδραση των δέντρων μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η υδατοδιαλυτή μορφή του βορίου με διαφυλλική εφαρμογή ή μέσω του δικτύου άρδευσης, αν υπάρχει.

2.2. Τροφοπενία καλίου

Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της τροφοπενίας αυτής είναι ένας μεταχρωματισμός των φύλλων (απόχρωση ορείχαλκου) που αρχίζει από την κορυφή του ελάσματος και σταδιακά καταλαμβάνει ολόκληρο το φύλλο ή το μεγαλύτερο μέρος του. Σε προχωρημένο στάδιο της τροφοπενίας, η παραγωγή του δέντρου μειώνεται πολύ. Η διάγνωση με τα παραπάνω συμπτώματα μόνο δεν είναι ασφαλής. Χρειάζεται επιβεβαίωση με ανάλυση φύλλων.

Εάν η περιεκτικότητα των φύλλων σε κάλι είναι 0,1%-0,3% (επί ξηρού βάρους), τότε τα συμπτώματα μπορούν να αποδοθούν με βεβαιότητα στην τροφοπενία καλίου. Δέντρα που δεν παρουσιάζουν συμπτώματα έχουν περιεκτικότητα καλίου στα φύλλα, που κυμαίνεται από 0,4% μέχρι 1,7%. Το νιτρικό κάλι μπορεί να χορηγείται με την υδρολίπανση σε δόση 100-250 γρ. ανά δέντρο το έτος.

2.3. Τροφοπενίες ασβεστίου και μαγνησίου

Τα κυριότερα συμπτώματα της έλλειψης ασβεστίου είναι η χλώρωση του ακραίου τμήματος των φύλλων, όπως και στην τροφοπενία βορίου, που όμως συνοδεύεται με λεύκανση των νεύρων στην περιοχή του χλωρωτικού τμήματος των παλαιών φύλλων. Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της έλλειψης μαγνησίου είναι η χλώρωση των φύλλων, που αρχίζει από την κορυφή ή τα πλάγια του ελάσματος και προοδευτικά καταλαμβάνει ολόκληρη την επιφάνειά του η έντονη φυλλόπτωση και η φτωχή βλάστηση.

Η διόρθωση της τροφοπενίας ασβεστίου γίνεται μάλλον εύκολα με προσθήκη 5-10 κιλών οξειδίου του ασβεστίου ή μαρμαρόσκονης ανά ελαιόδεντρο. Η τροφοπενία μαγνησίου διορθώνεται με την προσθήκη 300-500 γρ. οξειδίου του μαγνησίου (π.χ. 1,2-2 κιλά/δέντρο κιζερίτη ή 3-5 κιλά θειικό καλιομαγνήσιο, που περιέχει και κάλιο για ταυτόχρονη λίπανση με το στοιχείο αυτό) ή με ψεκασμό των δέντρων με 2%-4% διάλυμα υδατοδιαλυτού θειικού μαγνησίου.

3. ΣΩΣΤΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΛΙΠΑΣΜΑΤΟΣ

Ο ελαιοκαλλιεργητής πρέπει να εφαρμόζει το λίπασμα με τέτοιον τρόπο ώστε να επιτυγχάνει τη μεγαλύτερη δυνατή ομοιογένεια διασποράς, διασφαλίζοντας έτσι τη μέγιστη δυνατή απορρόφηση θρεπτικών στοιχείων από τα ελαιόδεντρα. Παράλληλα, ο ελαιοκαλλιεργητής πρέπει να μεριμνά ώστε να ελαχιστοποιούνται οι απώλειες από την εφαρμογή του λιπάσματος, όπως αυτές προκύπτουν από την έκπλυση νιτρικών προς το υπέδαφος και τον υδροφόρο ορίζοντα, και από την εξαέρωση αμμωνίας. Ανάλογα με την μορφή του λιπάσματος, οι μέθοδοι που δύναται να επιλεγούν για την εφαρμογή του είναι:

Α) Μη υδατοδιαλυτά κοκκώδους μορφής ή μορφής σκόνης λιπάσματα: Εντοπισμένη εφαρμογή σε όλη την εδαφική επιφάνεια κάτω από την κόμη των ελαιοδέντρων με το χέρι ή μηχανική διασπορά με λιπασματοδιανομείς.

Β) Υδατοδιαλυτά κοκκώδη ή κρυσταλλικής μορφής και υγρής μορφής λιπάσματα: Εφαρμογή με το δίκτυο άρδευσης (υδρολίπανση) ή με διαφυλλικούς ψεκασμούς.