Συμφωνίες Ελεύθερων Συναλλαγών: Τα υπέρ και τα κατά του «ανοίγματος» στις χώρες της Mercosur

Την ευκαιρία να εξάγει περισσότερα τυριά, κομπόστες και κρασί, αλλά και περισσότερα αγροτικά προϊόντα θα έχει η Ελλάδα, εφόσον ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση και εφαρμοστεί η επικείμενη εμπορική συμφωνία της ΕΕ με τις χώρες της Mercosur. Αυτή είναι η θετική όψη, καθότι στη δημόσια σφαίρα συνήθως προβάλλεται η αρνητική πλευρά της συμφωνίας, εφόσον οι χώρες μέλη της Mercosur έχουν χαμηλότερο κόστος παραγωγής και ενδεχομένως οι αγρότες τους να ανταγωνίζονται άνισα τους συναδέλφους τους στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Η Νότια Κοινή Αγορά, κοινώς γνωστή ως Mercosur, είναι τελωνειακή ένωση της Νοτίου Αμερικής. Τα πλήρη μέλη της είναι η Αργεντινή, η Βολιβία (σ.σ. προστέθηκε το 2024), η Βραζιλία, η Παραγουάη και η Ουρουγουάη. Το παραγωγικό προφίλ αυτών των χωρών είναι πολύ δυνατό και ποικιλόμορφο, ενώ ανταγωνίζεται ευθέως τα προϊόντα πολλών από τις χώρες μέλη της ΕΕ.
Το θέμα είναι ότι με μια Συμφωνία Ελεύθερων Συναλλαγών (FTA) ισχυροποιείται ο τριτογενής τομέας (υπηρεσίες και εμπόριο), ενώ ο πρωτογενής τομέας στο τέλος της ημέρας μένει στα ίδια. Βέβαια, ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να κερδίσει ένας παραγωγός ή να χάσει. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τον τομέα του τυριού. Είναι δεδομένο ότι για διάσημα παγκοσμίως τυριά, όπως η παρμεζάνα, η ζήτηση στις χώρες της Λατινικής Αμερικής είναι υψηλή. Αυτήν τη στιγμή, παράγεται απομίμηση παρμεζάνας στην αγορά της Βραζιλίας, αλλά υπάρχει μεγάλο ποσοστό του καταναλωτικού κοινού που θέλει την αυθεντική παρμεζάνα και αυτήν τη στιγμή την πληρώνει πολύ ακριβά.
Η επιβάρυνση από τους δασμούς είναι 28% για τους πρώτους 30.000 τόνους. Όταν ισχύσει η συμφωνία ΕΕ-Mercosur, οι δασμοί θα μηδενιστούν για τους πρώτους 30.000 τόνους τυριού, σταδιακά σε ένα διάστημα δέκα ετών. Για τη φέτα ΠΟΠ δεν υπάρχει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά υπάρχει έτοιμη αγορά, καθώς κυκλοφορούν τυριά τύπου φέτα σε αυτές τις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Το πρόβλημα είναι, όπως αναφέρει και σε ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ), ότι θα υπάρχει ειδικό μεταβατικό καθεστώς επτά ετών για τις τοπικές επιχειρήσεις, που θα μπορούν να διαθέτουν ελεύθερα το προϊόν τους. Μετά τα επτά χρόνια θα απαγορεύεται να χρησιμοποιούν την ονομασία «Φέτα» στις συσκευασίες τους. Αντίστοιχο μεταβατικό καθεστώς επτά ετών έχει προβλεφθεί και για άλλες γνωστές ονομασίες ΠΟΠ/ΠΓΕ προϊόντων, όπως τα τυριά γκοργκοντζόλα και ροκφόρ, αλλά και το κρασί Μπορντώ.
Ο ΣΕΚ έχει εκφράσει από νωρίς την έντονη ανησυχία και αγανάκτησή του «για τις πρόσφατες πολιτικές κινήσεις της κυβέρνησης που απειλούν την επιβίωση της ελληνικής κτηνοτροφίας και υπονομεύουν τη διεθνή θέση των παραδοσιακών προϊόντων μας, όπως η φέτα. Η συμφωνία Mercosur, που επιτρέπει στις χώρες της Λατινικής Αμερικής να παράγουν και να διακινούν φέτα για επτά χρόνια χωρίς να υπόκεινται στις προστατευόμενες προδιαγραφές του ΠΟΠ, αποτελεί οικονομική και πολιτιστική καταστροφή.
Με αυτήν τη ρύθμιση, ανοίγεται ο δρόμος για την εμπορευματοποίηση ενός προϊόντος-σύμβολο της Ελλάδας, υπονομεύοντας τη φήμη του, αλλά και χτυπώντας καίρια τη βιωσιμότητα των παραγωγών μας». Παρόμοιες και ίσως ακόμα πιο δυνατές ήταν οι αντιδράσεις στη Γαλλία, όπου σημειώθηκε το μεγαλύτερο αντι-Mercosur αγροτικό κίνημα.
Το θέμα των εξαγωγών τυριού θα φανεί στην πορεία εάν θα έχει θετική ή αρνητική επίπτωση στους Ευρωπαίους κτηνοτρόφους. Αυτό που θα έχει σίγουρα θετική επίπτωση είναι η κατάργηση των δασμών ύψους 55% στα κονσερβοποιημένα τρόφιμα.
Μεγάλος κερδισμένος από μία τέτοια εξέλιξη –μόλις μπει σε ισχύ η συμφωνία– θα είναι η Ελλάδα, που είναι αμιγώς εξαγωγική χώρα κομπόστας. Να σημειωθεί ότι ο ασυνήθιστα υψηλός δασμός για αυτό το μεταποιημένο αγροτικό προϊόν –το οποίο παράγεται και στη Βραζιλία– επεβλήθη τον Δεκέμβριο του 2024, προφανώς για να προστατέψει τη νοτιοαμερικανική παραγωγή κομπόστας.
Τότε, η Μελίνα Γρηγοριάδου, διευθύντρια Εξαγωγών της κονσερβοποιίας Π. Παυλίδης ΑΕ, είχε δηλώσει στον ιστότοπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: «Εξάγουμε το 60% της παραγωγής μας εκτός Ευρώπης, κυρίως σε Ασία και Λατινική Αμερική (Κολομβία, Περού και Βραζιλία). Έχουμε παρουσία στη Βραζιλία για πολλά χρόνια. Όταν αποφασίστηκε η αύξηση των δασμών στο 55%, δεν μπορούσαμε πλέον να εξάγουμε και αναγκαστήκαμε να προσφύγουμε στο αρμόδιο γραφείο της ΕΕ. Τελικά, καταφέραμε να μειωθεί ο δασμός στο 35% για την κομπόστα ροδάκινο, αλλά και πάλι είναι πολύ υψηλή η επιβάρυνση. Ελπίζουμε ότι στο μέλλον η ΕΕ θα μπορέσει να καταργήσει ή να μειώσει αυτόν τον δασμό μέσω μιας εμπορικής συμφωνίας».
Άλλες κατηγορίες αγροτικών προϊόντων, που υπόκεινται αυτήν τη στιγμή σε υψηλή επιβάρυνση από δασμούς στις χώρες της Mercosur, είναι οι εξής:
- Κρασί: 27%.
- Αφρώδεις οίνοι: 20%-35%.
- Σοκολάτα: 20%.
- Ουίσκι και άλλα ποτά: 20%-35%.
- Γλυκά, βάφλες και μπισκότα: 18%
- Αναψυκτικά: 20%-35%
Η συμφωνία θα καταργήσει αυτούς τους υψηλούς δασμούς και άλλα εμπορικά εμπόδια, όπως ασαφείς κανόνες και κανονισμούς ή επαχθείς διαδικασίες, ώστε να διευκολυνθεί η εξαγωγή προϊόντων από τους Ευρωπαίους αγρότες και βιομηχάνους προς τις χώρες της Mercosur.
Η σημασία των εμπορικών συμφωνιών για την ΕΕ
Οι χώρες της ΕΕ αποτελούν ένα ενιαίο μπλοκ απέναντι στις Τρίτες Χώρες, όσον αφορά την εμπορική πολιτική της από το 1958. Κι αυτό γιατί για δεκαετίες η ΕΕ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το εξωτερικό εμπόριο. Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές της αντιστοιχούν στο 95% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Μόνο μικρές χώρες, όπως η Σιγκαπούρη, την ξεπερνούν, με πάνω από 100% εξάρτηση από το εξωτερικό εμπόριο. Το ΑΕΠ των ΗΠΑ, που είναι ο πιο μεγάλος εμπορικός ανταγωνιστής της ΕΕ, προέρχεται μόνο κατά 15% από τις εξαγωγές.
Η εμπορική πολιτική της ΕΕ βασίζεται στην πεποίθηση ότι τόσο οι εξαγωγές όσο και οι εισαγωγές προϊόντων στην ενιαία αγορά είναι «καλές». Δεν ισχύει το στερεότυπο ότι οι εξαγωγές είναι «καλές» και οι εισαγωγές «κακές», σύμφωνα με τις Βρυξέλλες.
Αυτήν τη στιγμή, η ΕΕ έχει συνάψει 44 Συμφωνίες Ελεύθερων Συναλλαγών με 76 χώρες σε όλο τον κόσμο. Πριν από έναν μήνα, «έκλεισε» η συμφωνία με την Ινδονησία, τη μεγαλύτερη μουσουλμανική αγορά του κόσμου. Σε διαπραγματεύσεις βρίσκεται η ΕΕ με τις χώρες της Mercosur (συμφωνία 1.000 σελίδων στην τελική φάση ολοκλήρωσης), την Ουκρανία, την Ινδία, την Ταϊλάνδη, τη Μαλαισία και τις Φιλιππίνες. Σε εξέλιξη βρίσκεται και η διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ, αλλά με αμφίβολο αποτέλεσμα. Τέλος, προς ολοκλήρωση βαίνουν οι συζητήσεις για αναβάθμιση και ανανέωση της εμπορικής συμφωνίας με το Μεξικό.
«Ευαίσθητα» προϊόντα
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και συγκεκριμένα η Γενική Διεύθυνση Εμπορίου (DG TRADE) έχει αναπτύξει μία λογική διαπραγμάτευσης, κατά την οποία επιδιώκει να προστατεύσει κάποια «ευαίσθητα» αγροτικά προϊόντα, όπως τα ονομάζει, να πριμοδοτήσει τις εισαγωγές προϊόντων στις οποίες η Ευρώπη δεν είναι αυτάρκης και να προστατέψει τα προϊόντα με κατοχυρωμένες ονομασίες προέλευσης και γεωγραφικές ενδείξεις.
Στα «ευαίσθητα» αγροτικά προϊόντα συγκαταλέγονται το κρέας, τα γαλακτοκομικά, η ζάχαρη και το ρύζι. Δυστυχώς, το αρνητικό είναι ότι μεσογειακά προϊόντα, όπως οι ελιές, το λάδι και τα φρούτα, δεν είναι σε αυτήν τη λίστα. Στα προϊόντα που δεν έχουμε αυτάρκεια, πρώτο και κύριο είναι οι πρωτεϊνούχες ζωοτροφές (σόγια) και ακολουθούν τα λιπάσματα και έπειτα τροπικά φρούτα και καρποί (κακάο, καφές).
Στα ΠΟΠ και στα ΠΓΕ είναι ενδεικτικό ότι στη συμφωνία με τη Mercosur περιλαμβάνεται λίστα με 344 προστατευόμενες ονομασίες και γεωγραφικές ενδείξεις. Βέβαια, όπως προαναφέραμε, για κάποιες από αυτές θα υπάρξει ένα μεταβατικό στάδιο προσαρμογής. Αντίστοιχα και οι χώρες με τις οποίες διαπραγματεύεται η ΕΕ θέτουν περιορισμούς σε δικούς τους ευαίσθητους τομείς.
Τι άλλαξε από την COVID-19 και μετά
Μέχρι και το 2020, η εμπορική πολιτική της ΕΕ βασιζόταν στις αρχές του ελεύθερου εμπορίου, με βάση και τη διακήρυξη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) του 1947. Το 2020, όμως, η πανδημία του κορωνοϊού, έδειξε ότι κάποια προϊόντα μπορεί να εξαντληθούν και να δημιουργηθεί πρόβλημα δημόσιας ασφάλειας. Τέτοια ήταν, για παράδειγμα, οι μάσκες, που εισάγονταν στην πλειονότητά τους από τη Μαλαισία. Το αποτέλεσμα τότε ήταν να μείνει η Ευρώπη χωρίς μάσκες.
Επίσης, προβληματισμό στην Ευρώπη προκαλεί η αλλαγή της στάσης της Κίνας. Η χώρα, αφού προσχώρησε το 2001 στον ΠΟΕ, πριν από λίγες εβδομάδες άρχισε να παραβιάζει τους κανόνες και να δημιουργεί αναστάτωση στο παγκόσμιο εμπόριο ατσαλιού. Βέβαια, αυτό ήρθε ως απάντηση στις απειλές των ΗΠΑ, οι οποίες από στενός εμπορικός εταίρος της ΕΕ, έγιναν δεινός ανταγωνιστής και επέβαλαν στα ευρωπαϊκά προϊόντα δασμούς 15%, τους υψηλότερους τον τελευταίο αιώνα.
Αυτές οι αλλαγές στο παγκόσμιο εμπόριο οδήγησαν τις Βρυξέλλες στο να αναπτύξουν την έννοια της οικονομικής ασφάλειας (economic security). Γι’ αυτό και τον Δεκέμβριο του 2025 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα παρουσιάσει τη νομοθετική της πρόταση, που θα βασίζεται στην έννοια της οικονομικής ασφάλειας της ενιαίας εσωτερικής αγοράς, με δικλείδες που θα εξασφαλίζουν την επάρκεια σε συγκεκριμένα κρίσιμα αγαθά για την επιβίωση των Ευρωπαίων.










