Τέλος στους δασμούς, φθηνότερες πλέον οι εισαγωγές ρυζιού από Ασία

Χωρίς περιορισμούς πλέον οι εισαγωγές Ιndica από Καμπότζη και Μιανμάρ

Με έναν ακόμα πονοκέφαλο, ο οποίος έρχεται να προστεθεί στα ουκ ολίγα βάρη που «κληρονομεί» στην ορυζοκαλλιέργεια η αλματώδης αύξηση του κόστους παραγωγής, ισοδυναμεί η κατάργηση των δασμών στις ευρωπαϊκές εισαγωγές ρυζιού τύπου Indica από την Καμπότζη και τη Μιανμάρ.

Η εξέλιξη αυτή δεν αποτελεί ακριβώς κεραυνό εν αιθρία για τους συντελεστές του κλάδου, δεδομένου ότι το μέτρο που είχε τεθεί σε εφαρμογή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις αρχές του 2019 είχε τριετή ισχύ. Το τελευταίο τρίμηνο ωστόσο υπήρξε έντονη κινητικότητα και πιέσεις από οργανώσεις παραγωγών, βιομηχανίες, αλλά και κυβερνήσεις κρατών με ενδιαφέρον για την καλλιέργεια, όπως η Ιταλία, προκειμένου να παραταθεί. Μάλιστα, υπήρξαν και φωνές που ζητούσαν να διευρυνθεί, ώστε να συμπεριλάβει και τις εισαγωγές μεσόσπερμου ρυζιού τύπου Japonica από τη Μιανμάρ.

Εντέλει, όλες οι σχετικές προσπάθειες έπεσαν στο κενό και από τις 18 Ιανουαρίου 2022 οι δασμοί στις εισαγωγές μακρύσπερμου ρυζιού από τα δύο ασιατικά κράτη (σ.σ. είχαν οριστεί σε 175 ευρώ/τόνο για το 2019, 150 ευρώ/τόνο για το 2020 και 125 ευρώ/τόνο για το 2021) επανήλθαν στο μηδέν, δίνοντάς τους εκ νέου τη δυνατότητα να επωφεληθούν από το ειδικό, όσο και αμφιλεγόμενο καθεστώς EBA (Εverything But Arms) που έχουν προβλέψει για αυτά οι Βρυξέλλες.

Ήδη, η πρώτη αντίδραση από την Καμπότζη ήταν επιδοκιμαστική, με την Ομοσπονδία Ρυζιού (CRF) να εκφράζει την εκτίμηση ότι το μερίδιο της ΕΕ στις συνολικές εξαγωγές αποφλοιωμένου ρυζιού της χώρας θα επανέλθει σύντομα στα επίπεδα της τριετίας 2017-2019, δηλαδή στο 40% από 30% που είχε υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια.

Με προδιαγραφές… Euro 1

Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι η αποτελεσματικότητα των «μέτρων διασφάλισης», όπως ονομάστηκαν οι εισαγωγικοί δασμοί, απέχει πολύ από τα αναμενόμενο. Όπως σημειώνει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος της ΕΑΣ Θεσσαλονίκης και επικεφαλής της Διεπαγγελματικής Ρυζιού, Χρήστος Τσιχήτας, αν και σίγουρα συνέβαλαν ώστε να μπει ένα φρένο στις αθρόες εισαγωγές, δεν έλυσαν το κυριότερο πρόβλημα που είναι η αδυναμία του Ευρωπαίου παραγωγού να ανταγωνιστεί τους συναδέλφους του από τις εν λόγω τρίτες χώρες: «Αφενός έριξαν κι άλλο τις τιμές τους, προκειμένου να αντιπαρέλθουν το εμπόδιο των δασμών, αφετέρου εξακολουθούν να “πλεονεκτούν” απέναντί μας σε ό,τι αφορά τα κόστη.

Κι αυτό δεν αφορά μόνο τα φθηνά εφόδια ή τη φθηνή (αν όχι και παιδική) εργασία, αλλά και στις γενικότερες καλλιεργητικές πρακτικές που ακολουθούν. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι σε αυτές τις χώρες κυκλοφορούν ουσίες και φυτοπροστατευτικά που στην Ευρώπη έχουν καταργηθεί εδώ και τρεις δεκαετίες», εξηγεί και προσθέτει: «Είναι σαν να επιτρέπει η ΕΕ να εισάγονται και να κυκλοφορούν στις πόλεις της αυτοκίνητα με προδιαγραφές ρύπων ούτε καν Euro 1, τη στιγμή που προωθεί την ηλεκτροκίνηση.

Ποιος Ευρωπαίος πολίτης θα δεχόταν σήμερα κάτι τέτοιο; Δεν μπορούν επομένως οι Βρυξέλλες από τη μία να θέτουν χίλιους δύο αυστηρούς κανόνες, τους οποίους πρέπει να ακολουθεί ο Ευρωπαίος αγρότης, και από την άλλη να επιτρέπουν την εισαγωγή προϊόντων που παράγονται δίχως πιστοποίηση και με τουλάχιστον αμφίβολες προδιαγραφές. Μιλάμε για δύο διαφορετικά πράγματα, την απόσταση μεταξύ των οποίων κανένα πρόγραμμα προώθησης δεν μπορεί να καλύψει».

Βρήκαν… παραθυράκια οι εισαγωγείς

Από την πλευρά του, ο διευθύνων σύμβουλος της Agrino και αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ορυζόμυλων Ελλάδας, Τάσος Πιστιόλας, υπογραμμίζει ότι αρκετοί εισαγωγείς, «παίζοντας» με το μέγεθος του κόκκου, αξιοποίησαν αρκετά «παραθυράκια» των μέτρων, προκειμένου να εισάγουν ρύζια τα οποία θεωρητικά κατατάσσονταν μεν στα μεσόσπερμα, επί της ουσίας όμως ανήκαν οριακά στην κατηγορία των μακρύσπερμων. «Στην πράξη, επομένως, δεν υπήρξε σοβαρή μείωση σε αυτές τις εισαγωγές και γι’ αυτό ακριβώς τόσο ως Σύνδεσμος, όσο και μέσω της Διεπαγγελματικής, προτείναμε οι δασμοί να επεκταθούν και σε άλλες δασμολογικές κλάσεις, δίχως δυστυχώς να εισακουσθούμε», σημειώνει.

Ο ίδιος συμπληρώνει ότι ούτε ο στόχος της «αναγέννησης» της καλλιέργειας του μακρύσπερμου ρυζιού στην Ευρώπη επιτεύχθηκε τελικά: «Μόνο την περσινή σεζόν είχαμε μια αύξηση στρεμμάτων της τάξης του 10%-15% σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία ωστόσο δεν σημαίνει και πολλά, αν αναλογιστούμε ότι από τα προηγούμενα χρόνια είχαν υποχωρήσει περίπου στο 20%. Σκεφτείτε ότι, ειδικά στη χώρα μας, πριν από δεκαετίες το μακρύσπερμο ρύζι καταλάμβανε το 70%-80% των στρεμμάτων. Βέβαια, σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιζε και το γεγονός ότι το Japonica απολάμβανε καλύτερες τιμές, κυρίως λόγω της ζήτησης από την Τουρκία».

Το οξύμωρο είναι ότι στη φετινή εμπορική σεζόν, λόγω των δασμών που βρίσκονταν μέχρι πρόσφατα σε ισχύ, της μικρής προσφοράς από την Ευρώπη, αλλά και των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα, τα σχετικά λιγοστά Indica πληρώνονται με αρκετά ικανοποιητικές τιμές οι οποίες, σύμφωνα με τον κ. Τσιχήτα, φτάνουν στη χώρα μας τα 36 λεπτά/κιλό τη στιγμή που στα Japonica οι περισσότερες πράξεις γίνονται στα 34 λεπτά.

«Είναι γεγονός ότι τα πολύ ακριβά ναύλα, αλλά και τα προβλήματα στις φορτώσεις και στη ροή των εμπορευμάτων στα ασιατικά λιμάνια, έχουν στρέψει πολλές εταιρείες στα ευρωπαϊκά και δη στα ελληνικά μακρύσπερμα ρύζια», προσθέτει
ο κ. Πιστιόλας, ωστόσο αυτό δεν αποκλείεται να αποδειχθεί παροδικό. «Αν κι εφόσον τα προβλήματα στις μεταφορές αποκατασταθούν, είναι πιθανό να αλλάξει το σκηνικό. Μπορεί εμείς ως Agrino να έχουμε στον πυρήνα της φιλοσοφίας μας το ελληνικό ρύζι, όμως αυτό δεν ισχύει για όλες τις εγχώριες βιομηχανίες», συμπληρώνει με νόημα.

Προς μείωση τα στρέμματα

Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Τσιχήτας προβλέπει ότι οι ανατιμήσεις στα εφόδια και στην ενέργεια θα έχουν ως συνέπεια να μειωθούν τα καλλιεργούμενα στρέμματα την επόμενη χρονιά. «Πολύ φοβάμαι ότι δύσκολα θα πιάσουμε τα 250.000 στρέμματα του χρόνου, καθώς ήδη αρκετοί παραγωγοί σκέφτονται να στραφούν στο βαμβάκι ή στο καλαμπόκι, στον βαθμό που τα εδάφη τους το επιτρέπουν. Οι τιμές του ρυζιού έχουν μεν βελτιωθεί σε σχέση με πέρυσι, όμως δεν ακολουθούν τα κόστη, τα οποία έχουν ξεφύγει δύο και τρεις φορές πάνω», καταλήγει.

Η μεγάλη χαμένη ευκαιρία της πανδημίας

Κατά την πρώτη φάση της πανδημίας, τα έκτακτα περιοριστικά μέτρα και ο εγκλεισμός στο σπίτι έφεραν μια εντυπωσιακή αύξηση στην κατανάλωση ρυζιού και δη Indica σε επίπεδο λιανεμπορίου, από την οποία, ωστόσο, λόγω της χαμηλής διαθεσιμότητας του συγκεκριμένου τύπου στην ΕΕ, δεν επωφελήθηκαν παρά ελάχιστα οι Ευρωπαίοι παραγωγοί.

Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο 4ο Πανευρωπαϊκό Φόρουμ Ρυζιού που διοργανώθηκε το περασμένο καλοκαίρι από τον ιταλικό Ente Nationale Risi, με τη συμμετοχή και ελληνικών συνεταιρισμών, η αύξηση της ζήτησης για ρύζι τύπου Indica τη σεζόν 2019-2020 καλύφθηκε σε μεγάλο βαθμό από εισαγωγές, οι οποίες σημείωσαν νέο ρεκόρ, φτάνοντας τους 1,68 εκατ. τόνους, δηλαδή 220.000 τόνους πάνω από το προηγούμενο ρεκόρ που είχε σημειωθεί μόλις έναν χρόνο πριν (σεζόν 2018-2019).

Το ίδιο διάστημα, οι συνολικές εισαγωγές μη συσκευασμένου αποφλοιωμένου ρυζιού σημείωσαν άνοδο 30%, ενώ στις συσκευασίες έως 5 κιλά, όπου κύριος προμηθευτής της ΕΕ είναι η Ταϊλάνδη, η αντίστοιχη αύξηση ήταν 47%, στους 108.423 τόνους.

Στην αμέσως επόμενη κατηγορία συσκευασιών από 5 έως 20 κιλά, με βασικό προμηθευτή την Καμπότζη, οι εισαγωγές της ΕΕ παρουσίασαν άνοδο 24% στους 311.703 τόνους. Αθροίζοντας και τις δύο κατηγορίες, οι συνολικές ευρωπαϊκές εισαγωγές συσκευασμένου ρυζιού αυξήθηκαν μέσα σε έναν χρόνο κατά 95.742 τόνους, φτάνοντας τους 420.126 τόνους, με το μερίδιο της Ταϊλάνδης να ανέρχεται στο 29% και της Καμπότζης στο 27%.

Γκρίζες προβλέψεις για το μέλλον

Όπως επισημάνθηκε στο συνέδριο, τα στοιχεία αυτά τα οποία κοινοποιήθηκαν επίσης στις COPA-COGECA, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καταδεικνύουν ότι «ο κλάδος έχασε μια μεγάλη εμπορική ευκαιρία», όπως επίσης και την ανάγκη να στηριχθεί η ευρωπαϊκή παραγωγή, ούτως ώστε στο άμεσο μέλλον η ΕΕ να εξαρτάται όσο το δυνατόν λιγότερο από τις εισαγωγές. «Αν οι περιορισμοί στις εξαγωγές που είχαν επιβάλει κατά την περίοδο αυτή οι ίδιες οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, προκειμένου να διασφαλίσουν την κάλυψη των εσωτερικών τους αγορών, κρατούσαν περισσότερο, πιθανότατα δεν θα ήταν δυνατό να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των Ευρωπαίων καταναλωτών», αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στο συνέδριο.

Η ανάγκη στήριξης των Ευρωπαίων καλλιεργητών καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική δεδομένου ότι, σύμφωνα με ανάλυση που δημοσιοποίησε στις 27 Ιανουαρίου 2021 το Κοινό Κέντρο Ερευνών (JRC) της Κομισιόν, την επόμενη δεκαετία οι εισαγωγές ρυζιού αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται, οδηγώντας σε μείωση τόσο του όγκου (-1,5%) όσο και της μέσης τιμής (-7%) της ευρωπαϊκής παραγωγής, η αξία της οποίας εκτιμάται ότι δεν θα ξεπερνάει το 2030 τα 95 εκατ. ευρώ.