Θα αντιμετωπιστεί η έλλειψη αγρεργατών;

Ο πρωτογενής τομέας στην Ελλάδα έχει ένα χαρακτηριστικό που, κάτω από προϋποθέσεις, αποτελεί «πλεονέκτημα» ανθεκτικότητας. Το 55% περίπου της συνολικής του αξίας διαμορφώνεται από τα οπωροκηπευτικά, το λάδι και τον καπνό, τρεις κλάδους που είναι από «τη φύση τους» εντάσεως εργασίας, ειδικά για τα μεγέθη των αγροτικών εκμεταλλεύσεων που κυριαρχούν. Εάν προστεθεί και η κτηνοτροφία, η οποία, επίσης, παρά την εκμηχάνισή της, συχνά απαιτεί αυξημένη ανθρώπινη απασχόληση, περίπου τα ¾ του πρωτογενούς τομέα στηρίζονται στην ύπαρξη –εκτός, βέβαια, της εργασίας της οικογένειας– μεγάλου αριθμού διαθέσιμων αγρεργατών. Και όταν αυτοί είναι σε επάρκεια, ο πρωτογενής τομέας μίας χώρας που υστερεί σε επενδύσεις κεφαλαίου ή ενσωμάτωση τεχνολογιών και ειδικεύεται σε τομείς εντάσεως εργασίας είναι πιο ανθεκτικός και πιο ανταγωνιστικός. Όταν, όμως, παρατηρηθεί έλλειψη εργατών, ο τομέας απειλείται.

Αυτό συμβαίνει την τελευταία περίοδο στην Ελλάδα. Η αποτυχία των διάφορων μέτρων πολιτικής, με στόχο την εξασφάλιση ικανού αριθμού αγρεργατών από το εξωτερικό, εκτός των άλλων περιόρισε καλλιέργειες, όπως τα οπωροκηπευτικά, άφησε ελαιώνες ασυγκόμιστους και μείωσε κοπάδια.

Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν τελευταία απέτυχαν για δύο λόγους:

Πρώτον, γιατί πολλοί αγρεργάτες μετανάστευσαν από την αγροδιατροφή στις υπηρεσίες, την οικοδομική δραστηριότητα κ.λπ.

Δεύτερον, γιατί πολλοί από όσους νομιμοποιήθηκαν έφυγαν από την Ελλάδα και μετανάστευσαν σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Και είναι αυτό το φαινόμενο που οδήγησε στην έξοδο πολλών αγρεργατών από τον πρωτογενή τομέα.

Όλα δείχνουν ότι η κυοφορούμενη νομοθετική πρωτοβουλία θα επιχειρήσει να επιλύσει τις δύο αυτές τάσεις. Όπως και στη Γαλλία, όποιος λαμβάνει ειδική άδεια παραμονής, θα εργάζεται νόμιμα και θα υποχρεούται να παραμείνει στη χώρα και στον τομέα που δήλωσε για ένα ελάχιστο διάστημα, όπως για μία τριετία.

Ίσως, λοιπόν, βρισκόμαστε μπροστά στην αντιμετώπιση ενός εκ των σημαντικών προβλημάτων που ταλανίζουν την αγροτική ανάπτυξη.