Τις τελευταίες εβδομάδες, ο αγρότης βιώνει το αποκορύφωμα της διατάραξης της λειτουργίας της παραγωγικής και εφοδιαστικής αλυσίδας. Μια εισοδηματική αναδιανομή βρίσκεται σε εξέλιξη, με τους εμπλεκόμενους κρίκους να ακολουθούν διαφορετικές πορείες.

Οι διαφορές στη διαμόρφωση των τιμών θεμελιωδών αγροτικών προϊόντων, πριν και μετά την έναρξη της πολεμικής κρίσης στην Ουκρανία, είναι χαώδεις. Ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα είναι αυτό της εξέλιξης της τιμής διάθεσης του μαλακού σίτου. Το ίδιο σιτάρι που πουλήθηκε πέρσι το καλοκαίρι στο εμπόριο στα 21 λεπτά, φτάνει σήμερα να πωλείται, από τους ίδιους εμπόρους, σε τιμές πάνω από 45 λεπτά.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή:

Πέρσι το καλοκαίρι, η συντριπτική πλειονότητα των παραγωγών πούλησε μαλακό σιτάρι στο εμπόριο με μέση τιμή παραγωγού 21 λεπτά κιλό (Eurostat). Μετά τη συγκομιδή, οι έμποροι διέθεταν το προϊόν στους μύλους σε τιμές από 250 έως 280 ευρώ/τόνο (25 έως 28 λεπτά/κιλό). Μετά την εισβολή της Ρωσίας, το ίδιο προϊόν έχει φτάσει να πωλείται 40-45 λεπτά κιλό από τις επιχειρήσεις εμπορίας σιτηρών στους μύλους.

Πρόκειται για αύξηση τιμής 87% από το χωράφι μέχρι τον μύλο από πέρσι πριν τον πόλεμο, μέχρι τις ημέρες που διανύουμε μετά την έναρξη του πολέμου. Σε ό,τι αφορά την αλευροποιία, ο βασικός τύπου αλευριού που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ψωμιού (τύπου 70%) πέρσι πωλείτο στα αρτοποιεία μεσοσταθμικά στα 37 λεπτά/κιλό. Στα τέλη του 2021, όταν η ενεργειακή κρίση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, η τιμή αυξήθηκε στα 45 λεπτά για να λάβει χώρα τις τελευταίες ημέρες μια νέα μεγάλη αύξηση στα 75 λεπτά/κιλό, ως επακόλουθο του πολέμου.

Συνεπώς, από πέρσι μετά τη συγκομιδή μέχρι φέτος μετά τον πόλεμο, σημειώθηκε αύξηση 102% στην τιμή του αλευριού. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι οι μεγάλοι κερδισμένοι της κατάστασης ήταν οι επιχειρήσεις εμπορίας σιτηρών, που καρπώθηκαν το «καπέλο» στην τιμή των προϊόντων, τόσο στην ελληνική, όσο και στη διεθνή αγορά.

Μόνο οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι δεν κερδίζουν

Το συμπέρασμα ότι ο μεγάλος χαμένος από την κατάσταση είναι ο αγρότης σχολίασε με δηλώσεις του στην «ΥΧ» ο παραγωγός σιτηρών από τα Γρεβενά, Μπάμπης Ορφανίδης: «Ως γνωστόν, η πλειονότητα των παραγωγών δεν έχουν αποθηκευτικούς χώρους. Κατά συνέπεια, πούλησαν μαλακό σιτάρι πέρσι το καλοκαίρι, αμέσως μετά τη συγκομιδή, σε τιμές από 19 έως 21 λεπτά.

Το 90% των αγροτών δεν έχει κανένα όφελος από την κατάσταση, γιατί τα προϊόντα έχουν αλλάξει χέρια και μεταπωλήθηκαν ή θα μεταπωληθούν από τους μεσάζοντες σε τιμές έως και διπλάσιες από αυτές που αγόρασαν από τον παραγωγό. Αυτοί που κερδίζουν είναι οι κυλινδρόμυλοι και οι μεγάλοι έμποροι.

Εκτός αυτού, καλούμαστε το αμέσως επόμενο διάστημα να καλλιεργήσουμε με αυξημένο κόστος λιπασμάτων έως και 100% και με μεγάλες αυξήσεις σε καύσιμα και ενέργεια. Αυτό που ξέρω είναι ότι φέτος πήρα το λίπασμα 35 ευρώ το τσουβάλι και πέρσι το είχα αγοράσει 19 ευρώ. Αυτό που γίνεται με την αύξηση τιμών στα προϊόντα όχι μόνο δεν ωφελεί κανέναν παραγωγό, αλλά δημιουργεί και πρόβλημα, γιατί ως γεωργοί βλέπουμε πόσο πιέζονται και οι κτηνοτρόφοι. Κάποιοι από εμάς τους προμηθεύουμε με σιτηρά. Αν αυτοί δεν θα έχουν να αγοράσουν, τότε εμείς δεν θα έχουμε πού να πουλήσουμε».

Κάντε κλικ για μεγαλύτερη εικόνα

«Λιγοστεύει το σιτάρι, ασύμφορη η μεταφορά από ΗΠΑ»

Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο του Συνδέσμου Ελλήνων Αλευροβιομηχάνων, Δημήτρη Χαλάτσογλου, πριν από λίγες ημέρες υπήρξε μια μεγάλη ανατίμηση στο αλεύρι, στην οποία έχει συντελέσει και η ραγδαία αύξηση της τιμής του μαλακού σίτου, που πλέον είναι δυσεύρετος:

«Πριν από λίγες ημέρες, η τιμή του αλευριού για την παρασκευή ψωμιού πήρε αύξηση 25-30 λεπτά, φτάνοντας ακόμα και τα 80 λεπτά/κιλό. Η κατάσταση επιδεινώνεται όσο η Βουλγαρία στέλνει μαλακό σιτάρι στην αγορά μας με το σταγονόμετρο, λόγω των καθυστερήσεων στο τελωνείο του Προμαχώνα. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι, μαζί με εμάς, υπάρχουν και άλλες χώρες που αναζητούν προϊόν».

Σε ερώτησή μας αν εξετάζουν οι μύλοι το ενδεχόμενο να φέρουν μαλακό σιτάρι εκτός ΕΕ, όπως για παράδειγμα από τις ΗΠΑ, ο ίδιος απάντησε ότι αυτό δεν είναι εφικτό: «Επειδή λέγονται διάφορα αυτές τις ημέρες, βασικός λόγος που κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό είναι ότι πρέπει να ναυλωθεί πολύ μεγαλύτερο καράβι σε σχέση με αυτά που έρχονται από την Ευρώπη. Άλλο να φέρεις 5.000 και 10.000 τόνους από τη Γαλλία ή τη Μαύρη Θάλασσα και άλλο να επιστρατεύσεις ένα καράβι 70.000 τόνων. Επιπλέον, η χρονική διάρκεια μιας τέτοιας μεταφοράς είναι πολύ μεγαλύτερη».

ΚΥΑ για απογραφή: Με ελάχιστη ποσότητα ανά είδος οι δηλώσεις

Την ίδια στιγμή, πληθαίνουν οι καταγγελίες αγροτών για αθέμιτες πρακτικές και υπέρογκα κέρδη από μερίδα επιχειρήσεων, ενώ γίνεται λόγος ακόμα και για τεχνητές ελλείψεις προϊόντων στην αγορά. Στην ανησυχία αυτή των παραγωγών επιχείρησε να απαντήσει η κυβέρνηση, περνώντας ρύθμιση που υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να δηλώσουν τα αποθέματά τους σε σιτηρά, φυτικά έλαια πλην ελαιολάδου και εφόδια.

Μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές, δεν είχε δημοσιευθεί η ΚΥΑ που θα εξειδικεύει την εφαρμογή της ρύθμισης για την υποχρεωτική απογραφή των αποθεμάτων επιχειρήσεων της αλυσίδας παραγωγής και εμπορίας εισροών σιτηρών και φυτικών ελαίων. Η «ΥΧ» ζήτησε τη γνώμη στελεχών της αγοράς σχετικά με το πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι η κυβερνητική αυτή πρωτοβουλία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με δηλώσεις ανώτατου κυβερνητικού στελέχους από το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης, θα υπάρχει πλαφόν κατώτατης ποσότητας ανά είδος δηλωθέντος προϊόντος. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, αρκετές μικρές επιχειρήσεις αναμένεται να εξαιρεθούν από την υποχρέωση δήλωσης των αποθεμάτων τους.

Σχετικά με την υποχρέωση απογραφής των ζωοτροφών, ο Γραμματέας του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Ζωοτροφών (ΣΕΒΙΖ), Τάσος Κυριακίδης, δήλωσε στην «ΥΧ»: «Περιμένουμε να διευκρινιστούν ορισμένα ζητήματα, όπως για παράδειγμα κάθε πότε θα γίνεται η δήλωση των αποθεμάτων. Μέχρι σήμερα, γίνονταν δηλώσεις υγειονομικής φύσεως κάθε τρεις ημέρες. Από εκεί και πέρα θα πρέπει να διευκρινιστεί ποιοι θα δηλώνουν τα αποθέματά τους.

Για παράδειγμα, υπάρχουν επιχειρήσεις εμπορίας σιτηρών που συνεργάζονται με παραγωγούς. Οι τελευταίοι διατηρούν στην αποθήκη τους σιτηρά για λογαριασμό των επιχειρήσεων σε ποσότητες 500 τόνων, 1.000 τόνων κ.λπ. Ακόμα και αν αυτοί είναι κάποιες δεκάδες, αντιλαμβάνεστε ότι, αν αθροιστούν, οι ποσότητες είναι σημαντικές. Αυτές θα καταγραφούν; Ευελπιστούμε ότι η ΚΥΑ θα ξεκαθαρίζει διάφορα ζητήματα που μπορεί να βρίσκονται εντός μιας γκρίζας ζώνης».

Από την πλευρά του, ο αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Αλευροβιομηχάνων δεν θεωρεί ότι η απογραφή θα φέρει κάτι το ουσιαστικό: «Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό το μέτρο θα προσφέρει κάτι σε επίπεδο ουσίας. Επιπλέον, υπάρχει ενδεχόμενο αρκετές ποσότητες αποθεμάτων να μείνουν αδήλωτες, αν και θα πρέπει να δούμε το περιεχόμενο της ΚΥΑ. Κατά τη γνώμη μου, η ελληνική Πολιτεία δεν έκανε τις κινήσεις που μπορούσε να κάνει για να θωρακιστεί, όπως αυτή που έκανε για παράδειγμα η Κύπρος, που έκλεισε συμφωνία για σιτηρά από τη Ρουμανία».

Στα ίδια επίπεδα με πέρσι οι ζωοτροφές, επάρκεια σε ηλιέλαιο

Βάσει των στοιχείων που αποτυπώθηκαν στη διυπουργική σύσκεψη της Δευτέρας, 28 Μαρτίου, και σύμφωνα με το ρεπορτάζ, η εικόνα που υπήρχε μέχρι τα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας ήταν ότι στις ζωοτροφές τα αποθέματα βρίσκονται στα ίδια επίπεδα που βρισκόντουσαν τέτοια εποχή πέρσι. Σε ό,τι αφορά το ηλιέλαιο, το ΥΠΑΝ εκτιμά πως υπάρχει επάρκεια στο προϊόν για δύο μήνες, παρά το γεγονός ότι η ζήτηση μετά τον πόλεμο τριπλασιάστηκε.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Υπαιθρος Χώρα»
που κυκλοφόρησε Παρασκευή 1 Απριλίου 2022