«Το Τρίγωνο της Θλίψης» (2022): Από την παραλία της Χιλιαδούς, στις Κάνες και τον Χρυσό Φοίνικα

Μετά το άψογο σατιρικό δράμα «The Square» («Το Τετράγωνο», 2017), το οποίο πέρασε από κόσκινο τις «κουλτουρέ» βορειοευρωπαϊκές ελίτ, ο Σουηδός σκηνοθέτης Ρούμπεν Έστλουντ επανήλθε το 2022 στο Φεστιβάλ των Κανών με το αγγλόφωνο ντεμπούτο του, κατακτώντας τον δεύτερο –και μάλιστα συνεχόμενο– Χρυσό Φοίνικα της καριέρας του! Ο λόγος για το «Triangle of Sadness» («Το Τρίγωνο της Θλίψης»), μια χειμαρρώδη αντικαπιταλιστική –ή πιο σωστά «αντισυστημική»– σάτιρα που βάζει στο στόχαστρο τους προνομιούχους και τα υποκριτικά συμπεριληπτικά τους αφηγήματα, προτού ανακατανείμει βιτριολικά τους ρόλους στην κοινωνική σκακιέρα.
Η ταινία, μια διεθνής συμπαραγωγή εταιρειών από τη Σουηδία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, προβλήθηκε πριν από μερικές μέρες σε πρώτη πανελλήνια τηλεοπτική μετάδοση από την ΕΡΤ3.
Το έργο χωρίζεται σε τρία μέρη: Το πρώτο λαμβάνει χώρα στον κόσμο της μόδας, ξεναγώντας μας στην ιστορία του Καρλ (Χάρις Ντίκινσον) και της Γιάγια (η ταλαντούχα Τσάρλμπι Ντιν δυστυχώς έχασε τη ζωή της λίγες μέρες πριν από την ελληνική πρεμιέρα της ταινίας), ενός νεαρού ζευγαριού που κυνηγά την τύχη του στον συγκεκριμένο χώρο. Ωστόσο, εκείνος βρίσκεται σε επαγγελματικό τέλμα, τη στιγμή που το ταίρι του διαγράφει εκ διαμέτρου αντίθετη πορεία, πατώντας όλο και πιο γερά στα πόδια του. Σε μια απόπειρα να εκτονώσει τις μεταξύ τους τριβές, η Γιάγια καλεί τον Καρλ σε μια κρουαζιέρα, της οποίας τα εισιτήρια έχει εξασφαλίσει δωρεάν χάρη στους ακολούθους της στα κοινωνικά δίκτυα.
Κρουαζιέρα με τη θαλαμηγό του Ωνάση
Κάπως έτσι, η δράση για το δεύτερο μέρος της ταινίας μεταφέρεται σε ένα πολυτελές γιοτ (είναι το «Christina O» του Αριστοτέλη Ωνάση!), όπου ο κεντρικός πυρήνας του διεθνούς καστ δίνει αντιπροσωπευτικό δείγμα «υψηλής κοινωνίας»: Έμποροι όπλων, λιπασματοβιομήχανοι, κληρονόμοι κ.ά. απαρτίζουν τους αποκομμένους –από τη βιοπάλη των κάτω στρωμάτων– παραθεριστές.
Κάποιοι καμουφλάρουν τον τυχοδιωκτισμό τους πίσω από εξευγενισμένα προσωπεία, άλλοι δεν ντρέπονται να συστηθούν ως αμετανόητοι αμοραλιστές, άλλοι είναι απλά μαλθακοί και επιφανειακοί, αλλά σχεδόν όλοι τους βαθύπλουτοι, και το πλήρωμα του πλοίου υπακούει ευλαβικά σε κάθε αλλοπρόσαλλη επιθυμία τους. Οι Καρλ και Γιάγια δεν διαθέτουν τις ίδιες «πλάτες», έχουν όμως το διόλου αμελητέο όπλο της ομορφιάς, διαμέσου της οποίας η σύντροφος «εξαργυρώνει» τις θέσεις του ζευγαριού στους κλειστούς κύκλους των ελίτ.
Μπορεί η σάτιρα του Έστλουντ να είναι εξόφθαλμη και όχι ιδιαίτερα πρωτότυπη στους συμβολισμούς της, δεν παύει όμως να είναι χορταστική στο γέλιο που προσφέρει. Στόχος της, να αποδομήσει βιτριολικά σύγχρονες παθογένειες, όπως το αφήγημα των προνομιούχων περί δήθεν συμπεριληπτικότητας.
Ένα από τα πιο εύστοχα παραδείγματα δίνεται στη σπαρταριστή εναρκτήρια σεκάνς, κατά την οποία η βιομηχανία της ένδυσης προβαίνει σε στυγνό διαχωρισμό των καταναλωτών, κατατάσσοντάς τους σε target group και προσεγγίζοντάς τους ανάλογα με το κοινωνικό τους στάτους. Λίγο αργότερα, στο κρουαζιερόπλοιο, μια πάμπλουτη παραθερίστρια, που συμπεριφέρεται σαν κακομαθημένο πλουσιόπαιδο, απαιτεί με το έτσι θέλω να «γεφυρώσει» το χάσμα ανάμεσα στην ίδια και το υπηρετικό προσωπικό.
Υπακούοντας απρόθυμα στις παραινέσεις της, οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν προσωρινά τα πόστα τους, να φορέσουν μαγιό, να κάνουν τσουλήθρα και να βουτήξουν στη θάλασσα, χωρίς φυσικά να το διασκεδάζουν, αλλά μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν τα εξωφρενικά καπρίτσια της ισχυρής «πελάτισσας» (σ.σ. έτσι κι αλλιώς, η ταινία καθιστά σαφές σε όλους τους τόνους ότι στον καπιταλισμό ο –πλούσιος– πελάτης έχει πάντα δίκιο/προτεραιότητα).
Καταλύτης για να φτάσουμε στην ανατροπή του ειδυλλιακού σκηνικού είναι η ατυχής έκβαση του καθιερωμένου δείπνου που είθισται να παραθέτει ο καπετάνιος (στον ρόλο ο χολιγουντιανός Γούντι Χάρελσον) στους επιβάτες. Εκδικητικός προς τις ελίτ, ο πλοίαρχος ορίζει ηθελημένα το δείπνο την πλέον ακατάλληλη μέρα, τη στιγμή που το πλοίο εισέρχεται σε πεδίο βαρομετρικού χαμηλού. Το ακατάσχετο κούνημα προκαλεί ναυτία στους επιβάτες και, τελικά, όλοι μαζί… ξερνούν το πανάκριβο γκουρμέ φαγητό που τους σερβιρίστηκε, κηλιδώνοντας το προσεγμένο «περιτύλιγμα» του εαυτού τους, με όλα όσα κρύβονται κάτω από αυτό!
Ωφελούμενη από το άψογο τεχνικό αποτέλεσμα της απόδοσης των στιγμών της φορτούνας στο πλοίο (σ.σ. για αρκετά λεπτά η κινηματογράφηση παραπέμπει σε εκκρεμές), η συμβολική σκηνή βάζει «βόμβα» στα θεμέλια των αποκρουστικών κοινωνικών δομών, ενώ στη συνέχεια δίνει τη σκυτάλη σε μια σεκάνς ιδεολογικής σύγκρουσης ανάμεσα σε ένα παράδοξο ντουέτο: Από τη μια πλευρά ένας Ρώσος ολιγάρχης (Ζλάτκο Μπούριτς) και από την άλλη ο καπετάνιος, ένας Αμερικανός… κομμουνιστής!
Ναυαγοί στην… Εύβοια
Στο τρίτο μέρος, οι ανέμελοι ταξιδιώτες μετατρέπονται σε ναυαγούς, περνώντας με βίαιο τρόπο από τη χλιδή και τον –κυριολεκτικά εμμετικό– καθωσπρεπισμό της πολυτελούς κρουαζιέρας στις αντιξοότητες της επιβίωσης σε ένα ερημονήσι. Αυτό το τελευταίο κομμάτι της ταινίας είναι γυρισμένο στην παραλία της Χιλιαδούς, μία από τις γνωστότερες στην Εύβοια.
Στο ειδυλλιακό φυσικό της σκηνικό βρίσκουν καταφύγιο οι ταλαιπωρημένοι πρωταγωνιστές. Εκεί, αυτό που είχε ξεκινήσει ως μια αλληλουχία σατιρικών σεκάνς για τις κοινωνικές ανισότητες, τα έμφυλα στερεότυπα και τους αδηφάγους καπιταλιστές (σ.σ. ένα δοκιμασμένο θεματικό μοτίβο για τον Σουηδό σκηνοθέτη), μετατρέπεται σε ένα ξέφρενο roller coaster αντιστροφής ρόλων και κυριαρχικών μοντέλων.
Με το χρήμα να μην έχει πλέον καμία αξία, τα ηνία από τους προύχοντες παίρνει η υπηρέτρια Άμπιγκεϊλ (Ντόλι Ντε Λεόν), η οποία ως εκπρόσωπος της εργατικής τάξης είναι η μόνη μυημένη στα μονοπάτια της επιβίωσης και μπορεί να εξασφαλίσει φαγητό στους υπόλοιπους.
Στον αντίποδα, οι εκπρόσωποι των ανώτερων τάξεων αποδεικνύονται ανίκανοι να συμβάλουν στο οτιδήποτε εκτός από το να παρασιτούν και να «ζητιανεύουν» για –έτοιμα– είδη πρώτης ανάγκης, όπως ακριβώς συνέβαινε και πριν οδηγηθούν στην απομόνωση, με τη μόνη διαφορά ότι τότε αυτά που κυνηγούσαν ήταν η πολυτέλεια και η πλήρωση των δευτερευουσών αναγκών!
Όπως εκθέτει ο Έστλουντ, μπορεί η ξαφνική «κρίση» και η επακόλουθη «ανατροπή» να πυροδοτούν ένα γενναίο ανακάτεμα της κοινωνικής τράπουλας, ωστόσο οι νέοι «ισχυροί» όχι μόνο παραμένουν απρόθυμοι να αποχωριστούν τα προνόμια που τους διαχωρίζουν από τα κατώτερα στρώματα, αλλά προβαίνουν –και εκείνοι– σε συστηματική κατάχρηση.
Τελικά, όλοι οι κρίκοι της αλυσίδας καταλήγουν να προσπαθούν να προσαρμοστούν στους νέους τους ρόλους, οι οποίοι με τη σειρά τους είναι προσαρμοσμένοι ωσάν δορυφόροι στην τροχιά ενός παραλλαγμένου μοντέλου συνύπαρξης, στο οποίο εξακολουθούν να κυριαρχούν οι συμφεροντολογικές σκοπιμότητες, οι αθέμιτες συναλλαγές και ο ατομικισμός. Ανεξαρτήτως κοινωνικού (πατριαρχία ή μητριαρχία) ή πολιτικού συστήματος (καπιταλισμός ή κομμουνισμός), οι παθογένειες και κυρίως οι υλιστικές αντιλήψεις παραμένουν βαθιά ριζωμένες στα μέλη της –νέας– κοινωνίας, όπως δείχνει η ταινία, για να αποφανθεί: Τελικά, ούτε η επιστροφή μας στις πρωτόγονες ρίζες μοιάζει αρκετή για να μας κάνει να αποτινάξουμε τα έμφυτα ελαττώματά μας.