Τριπλάσιο περιθώριο κέρδους ζητούν τα σούπερ μάρκετ για την κομπόστα

Με ελάχιστο στοκ ξεκινά η φετινή σεζόν, λειψά τα εργατικά χέρια για αγρότες και βιομηχανία

Σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ της ανάγκης να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα του τελικού προϊόντος στο ράφι σε μια περίοδο συμπίεσης της κατανάλωσης και, παράλληλα, να διασφαλιστεί ένα επίπεδο τιμής που θα επιτρέπει τη βιωσιμότητα, αλλά και ένα εύλογο κέρδος για τον παραγωγό, καλείται να ισορροπήσει η εγχώρια βιομηχανία κομπόστας για ακόμη μία χρονιά.

Η εξίσωση φαντάζει δύσκολη, ωστόσο, όπως αναφέρουν στην «ΥΧ» παράγοντες του κλάδου, η λύση της ενδεχομένως να κρύβεται στη διευθέτηση, με τη βοήθεια της πολιτείας, ενός προβλήματος που λαμβάνει πλέον μαζικές διαστάσεις τόσο για τον πρωτογενή τομέα, όσο και για τις ελληνικές επιχειρήσεις: Της εξεύρεσης εργατικών χεριών. Η έναρξη της φετινής καμπάνιας στο συμπύρηνο φαίνεται ότι θα βρει τις ελληνικές μεταποιητικές βιομηχανίες με ελάχιστα αποθέματα από την περσινή σεζόν.

Όπως αναφέρει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος της Ένωσης Κονσερβοποιών Ελλάδος (ΕΚΕ), Κώστας Αποστόλου, «ερχόμαστε ίσως από την πιο “φορτωμένη”, από άποψη παραγωγής, χρονιά των τελευταίων ετών, κατά την οποία εκτιμούμε ότι τιμολογήθηκαν περίπου 450.000 τόνοι συμπύρηνου ροδάκινου. Αν συνυπολογίσουμε και τις ποσότητες που, λόγω των καιρικών συνθηκών, έμειναν στα χωράφια, η περσινή παραγωγή ξεπέρασε τους 500.000 τόνους. Παρά το γεγονός ότι τα εργοστάσια δούλευαν στο φουλ, ήταν δύσκολο να ανταποκριθούν, καθώς μας έλειπαν κάποια βασικά “εργαλεία” (π.χ. κλούβες), αλλά και εργατικά χέρια».

Σύμφωνα με τον ίδιο, η απουσία της Ισπανίας από την παγκόσμια αγορά, αλλά και η μειωμένη προσφορά από την πλευρά της Χιλής, είχαν ως αποτέλεσμα να υπάρξει από τους πελάτες της ελληνικής βιομηχανίας έντονη ζήτηση για χυμό. «Αυτό, με τη σειρά του, είχε ως συνέπεια η παραγωγή της κομπόστας να κινηθεί σε χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με μια κανονική χρονιά. Από τα περίπου 14 εκατ. χαρτοκιβώτια κομπόστας που παράγαμε συνήθως πέσαμε πέρυσι στα 11 εκατ. χαρτοκιβώτια», εξηγεί.

«Στον χυμό, παρά το ρεκόρ παραγωγής, τα αποθέματα είναι αυτήν τη στιγμή ελάχιστα. Στην κομπόστα, από την άλλη, και παρά τις μειωμένες ποσότητες, η αλήθεια είναι υπάρχει ένα μικρό στοκ, χωρίς ωστόσο αυτό να είναι κάτι που μας ανησυχεί», συμπληρώνει.

«Άνοιξε δραματικά η ψαλίδα μέσα σε δύο χρόνια»

Σύμφωνα με τον κ. Αποστόλου, η ύπαρξη αυτών των -περιορισμένων έστω- αποθεμάτων κομπόστας αποδίδεται στη μειωμένη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και στις πολύ υψηλές τιμές στις οποίες φτάνει να πωλείται η κομπόστα στο ράφι, δίχως, όπως υπογραμμίζει, η ευθύνη για αυτό να βαραίνει τη βιομηχανία. «Η ψαλίδα μεταξύ της τιμής κτήσης σε ex factor βάση στο εργοστάσιο και της τιμής που πουλάνε οι αλυσίδες έχει ανοίξει εντυπωσιακά.

Μιλώντας με αριθμούς, προ διετίας το κλασσικό μονόκιλο κουτί είχε στα markets της Γερμανίας 99 λεπτά, έχοντας φύγει από το ελληνικό εργοστάσιο στα 65-67 λεπτά. Έκτοτε, σταδιακά η τιμή λιανικής άρχισε να ανεβαίνει, περνώντας από τα 1,19 ευρώ, τα 1,49, τα 1,99, για να καταλήξει σήμερα στα 2,19 ευρώ, όταν από εμάς αγοράζεται στα 1,15 ευρώ. Δηλαδή μέσα σε δύο χρόνια η διαφορά μεταξύ της τιμής εργοστασίου και της τιμής του ραφιού από τα 30 περίπου λεπτά εκτινάχθηκε στο 1 ευρώ και αυτό δεν μπορεί να αποδοθεί στα μεταφορικά».

Κατά τον ίδιο, η εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί στην πολιτική των αλυσίδων. «Σε ό,τι μας αφορά, οι αυξήσεις στις οποίες έχουμε προχωρήσει είναι για να καλύψουμε τα διογκωμένα έξοδα παραγωγής. Για παράδειγμα, το κόστος του κουτιού και ειδικότερα του λευκοσίδηρου ανέβηκε πέρυσι 60% και φέτος αναμένουμε άλλο ένα 10%-12%, ενώ η ζάχαρη έχει υπερδιπλασιαστεί μέσα σε δύο χρόνια, μένοντας πλέον σταθερά πάνω από τα 1.000 ευρώ/τόνο. Για την ενέργεια, δε, νομίζω ότι η κατάσταση είναι πλέον γνωστή σε όλους», επισημαίνει ο πρόεδρος της ΕΚΕ.

Ενόψει της νέας εμπορικής σεζόν, οι διαπραγματεύσεις με τους αγοραστές δεν έχουν ξεκινήσει ακόμα, δεδομένου ότι «δεν έχουμε ακόμα μια πλήρη εικόνα για το κόστος, ώστε να ζητήσουμε συγκεκριμένη τιμή». Ωστόσο, προσωπική του εκτίμηση είναι ότι «η στόχευση του κλάδου θα είναι να πετύχουμε μια τιμή τουλάχιστον στα περσινά επίπεδα». Ο μεγάλος πονοκέφαλος πάντως των βιομηχανιών αυτό το διάστημα είναι να εξασφαλίσουν προσωπικό ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν τρεις βάρδιες.

«Στο πεδίο αυτό, ο ανταγωνισμός είναι πάρα πολύ έντονος. Θα πρέπει όμως να βοηθήσει και η πολιτεία. Το να φέρνουμε τους εργαζόμενους από τρίτες χώρες για 9 μήνες και μετά να τους ξαναστέλνουμε πίσω δεν αφήνει περιθώρια να αναπτύξουμε μια υγιή και μακροπρόθεσμη σχέση μαζί τους, τη στιγμή που μας είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητοι», τονίζει.

Δεν υπάρχουν περιθώρια να πέσει η τιμή παραγωγού

Εξίσου κομβικό είναι το ζήτημα των εργατικών χεριών για τους αγρότες, όπως υπογραμμίζει ο γενικός διευθυντής της κονσερβοποιίας Π. Παυλίδης, Χρήστος Ανθεμίδης. «Είναι γεγονός ότι η κομπόστα έχει ακριβύνει. Στην πραγματικότητα, βέβαια, αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι είχαμε συνηθίσει να τη βλέπουμε φτηνή. Ταυτόχρονα, είναι ένα προϊόν που δεν “φεύγει” εύκολα από το ράφι, ιδίως η συσκευασία του μονόκιλου. Τα έξοδα της βιομηχανίας που σχετίζονται με την ενέργεια, τη ζάχαρη κ.λπ., είναι ανελαστικά. Όμως και σε επίπεδο πρώτης ύλης δεν υπάρχουν περιθώρια να υποχωρήσει η τιμή παραγωγού», δηλώνει στην «ΥΧ».

«Θα πρέπει λοιπόν το ροδάκινο να πάρει την αξία που του αναλογεί, αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει και η ποιότητά του να είναι ανάλογη. Εδώ, λοιπόν, έρχεται να κουμπώσει το ζήτημα των εργατικών χεριών. Χωρίς εργάτες γης είναι πολύ δύσκολο για τον αγρότη να κάνει, για παράδειγμα, αραίωμα ή τη συλλογή όπως πρέπει, ώστε να έρθει το ροδάκινο στο εργοστάσιο στο σωστό μέγεθος και στο σωστό χρώμα. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι το μείζον πρόβλημα. Εφόσον λυθεί αυτό, εμείς σαν επιχειρήσεις μπορούμε να ανταπεξέλθουμε», τονίζει.