Χωρίς θέσεις η Κομισιόν για το αύριο της γεωργίας

Αν σταχυολογούσαμε κάποιες πτυχές του κλίματος που κυριάρχησε τις ημέρες αυτές τόσο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όσο και στις δηλώσεις επιτρόπων και άλλων αξιωματούχων για το αγροδιατροφικό και την κρίση, θα λέγαμε τα εξής:

Κατ’ αρχάς, οι αρχηγοί κρατών και η ΕΕ συνολικά φαίνεται να ανησυχούν για την επισιτιστική επάρκεια και τις πολιτικές εξελίξεις που μπορεί να επιφέρει (μέχρι στιγμής τουλάχιστον), πρωτίστως στις τρίτες χώρες και όχι στα κράτη-μέλη.

Αντίθετα, στο εσωτερικό της ΕΕ, το κυρίαρχο πρόβλημα δεν είναι η επάρκεια, αλλά οι τιμές. Αρκεί να δούμε, για παράδειγμα, τι συμβαίνει στο εμβληματικό ψωμί στην Ελλάδα. Με τις μέσες τιμές του λευκού αλευριού να έχουν αυξηθεί από τα 35 στα 70 λεπτά το κιλό την περίοδο της κρίσης, το πληθωριστικό σπιράλ παραμένει στο επίκεντρο. Εάν σε αυτό προστεθούν τα φαινόμενα κερδοσκοπίας στο όνομα του πολέμου, το κλείσιμο πολλών μικρότερων αρτοποιείων, ή ότι η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί δεν θα αποκλιμακωθεί εύκολα ακόμα και όταν εκλείψουν οι αιτίες που τα δημιούργησαν, το ζήτημα της ακρίβειας αποτελεί κυρίαρχο πολιτικό ζήτημα.

Τα πράγματα, ωστόσο, περιπλέκονται περισσότερο στο ζήτημα της νέας ΚΑΠ. Κάθε κράτος-μέλος οφείλει να προσαρμόσει το Στρατηγικό Σχέδιο που κατέθεσε, με βάση τις παρατηρήσεις που έλαβε από την Κομισιόν, και να συμπεριλάβει τα μέτρα που απορρέουν από τη στρατηγική «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο» στα δεδομένα που επέφεραν η κρίση και ο πόλεμος.

Εάν ακολουθήσει, για παράδειγμα, τα όσα διατυπώνει ο αντιπρόεδρος Φρανς Τίμερμανς ή η αρμόδια επίτροπος για την πολιτική αυτή, Στ. Κυριακίδου, οι αλλαγές προσαρμογής θα πρέπει να είναι επουσιώδεις.

Εάν, ωστόσο, ακολουθήσει τα όσα διατυπώνει ο επίτροπος Γεωργίας, Γιάνους Βοϊτσεχόφσκι, ο προϋπολογισμός της ΚΑΠ πρέπει να αυξηθεί άμεσα, ώστε να αντιμετωπιστεί το αυξημένο κόστος παραγωγής, ή πρέπει να δοθεί πρόταγμα στην οικονομική και κοινωνική βιωσιμότητα της γεωργίας και όχι απλά της περιβαλλοντικής, με στόχο να αυξηθεί η παραγωγή τροφίμων.

Όλα αυτά δείχνουν αφενός ότι σε κάθε περίπτωση οι λύσεις που έχει να προτείνει
η Επιτροπή και τα στελέχη της είναι ιδιαίτερα περιορισμένες και αφετέρου ότι το ζήτημα θα κληθεί να επιλύσει η πρόεδρος της Κομισιόν.