Χρ. Γκατζάρας, Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Ελληνικού Ρυζιού: «Ο καταναλωτής πρέπει να ξέρει τι ρύζι αγοράζει»

Στην κατηγοριοποίηση του εγχώριου ρυζιού, στην εντατικοποίηση των ελέγχων στις τριτοχωρικές εισαγωγές και στα προγράμματα προώθησης που θα βοηθήσουν να αποκτήσει το ποιοτικό ελληνικό ρύζι τη δική του ταυτότητα στις διεθνείς αγορές θα εστιάσει τις προσπάθειές της η Διεπαγγελματική Ρυζιού, όπως τονίζει στη συνέντευξη που παραχώρησε στην «ΥΧ» ο νέος πρόεδρός της, Χρήστος Γκατζάρας.

Κύριε Γκατζάρα, αναλάβατε τα ηνία της Διεπαγγελματικής, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον αείμνηστο Λεωνίδα Κουιμτζή. Ποιες είναι οι άμεσες προτεραιότητές σας;

Η Διεπαγγελματική είναι μια προσπάθεια που είχε ξεκινήσει ουσιαστικά ο φίλος και συνεργάτης Λεωνίδας Κουιμτζής. Τον τιμήσαμε με το να αναλάβει την προεδρία για τα δύο πρώτα χρόνια, δυστυχώς όμως δεν πρόλαβε να κλείσει ούτε έναν. Η μοίρα είχε άλλα σχέδια… Η απώλειά του είναι πολύ αισθητή. Ήταν ένας άνθρωπος με τεράστια προσφορά στο ρύζι. Έδωσε και κέρδισε πολλές μάχες, όπως αυτές για τη Συνδεδεμένη ή την ψευδοσπορά. Η κληρονομιά που αναλαμβάνω, επομένως, είναι βαριά.

Μία από τις άμεσες προτεραιότητές μας θα είναι η κατηγοριοποίηση του ρυζιού, ώστε επιτέλους να ξέρει ο κόσμος τι ρύζι καταναλώνει. Σήμερα στα σούπερ μάρκετ πωλούνται, για παράδειγμα, «Καρολίνες» που μέσα στη συσκευασία… μόνο Καρολίνες δεν περιέχουν.

Για να ζητήσουμε από τους αρμόδιους μηχανισμούς να προχωρήσουν στους αναγκαίους ελέγχους πρέπει να έχουμε ορισμένα εγκεκριμένα τεχνικά χαρακτηριστικά για κάθε ποικιλία, ώστε να αποκτήσει τη δική της αξία.

Σε αυτή την κατεύθυνση, ο Σύνδεσμος Ορυζόμυλων πριν από κάποια χρόνια είχε πραγματοποιήσει μια σχετική μελέτη την οποία συναποφασίσαμε να καταθέσουμε στο υπουργείο.

Ακόμα μία κίνηση που προωθούμε έχει να κάνει με τα εισαγόμενα ρύζια. Βρισκόμαστε σε επικοινωνία με τον ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, ώστε να βρεθεί ένας τρόπος που θα διασφαλίζει ότι κάθε σακουλάκι ρύζι που φέρει πάνω του την ελληνική σημαία είναι όντως ελληνικό.

Πρέπει να γίνονται έλεγχοι σε οτιδήποτε μπαίνει στη χώρα και, στο τέλος της ημέρας, ο καταναλωτής να έχει τη δυνατότητα να επιλέγει ενημερωμένα μεταξύ ενός προϊόντος που έχει καλλιεργηθεί με τα αυστηρά ευρωπαϊκά πρότυπα κι ενός εισαγόμενου που έχει παραχθεί ποιος ξέρει με τι προδιαγραφές και διαδικασίες. Δεν είναι δυνατόν σαν Ελλάδα και σαν Ευρώπη γενικότερα, από τη μια να λέμε ότι θέλουμε να σώσουμε τον πλανήτη και από την άλλη να εισάγουμε ρύζια που έχουν ψεκαστεί με φάρμακα, τα οποία στην ΕΕ είναι απαγορευμένα εδώ και 30 χρόνια ή από χώρες που χρησιμοποιούν παιδική εργασία.

Επιπλέον, από του χρόνου θα τρέξουμε τα προγράμματα προώθησης που μέχρι τώρα υλοποιούσε η ΕΑΣ Θεσσαλονίκης και τα οποία έχουν στόχο το να αποκτήσει το ελληνικό ρύζι τη δική του ταυτότητα. Ήδη, μέσω αυτών των προγραμμάτων, έχουν ανοίξει αγορές, όπως του Ισραήλ και της Ιορδανίας, ενώ έντονο ενδιαφέρον βλέπουμε και από τη Μεγάλη Βρετανία.

Η εμπορική περίοδος φτάνει στο τέλος της. Τι γεύση σας αφήνει και τι βλέπετε ενόψει της νέας καλλιεργητικής σεζόν;

To ρύζι ίσως είναι το μοναδικό προϊόν η τιμή του οποίου εξακολουθεί να στέκεται ψηλά. Σε αυτό συμβάλλουν βέβαια και τα άσχημα μηνύματα που έρχονται από τη γειτονική Ιταλία, η οποία φαίνεται ότι για άλλη μια χρονιά θα έχει προβλήματα ξηρασίας. Πρόσφατα ακούσαμε ότι γι’ αυτόν τον λόγο ακυρώθηκαν παραγγελίες σπόρων για 80.000 στρέμματα. Αυτήν τη στιγμή, τα μεσόσπερμα βρίσκονται στα 540 ευρώ/τόνο και η Καρολίνα στα 700 ευρώ/τόνο. Στα μακρύσπερμα, η τελευταία πράξη που κάναμε στον συνεταιρισμό ήταν στα 46 λεπτά/κιλό, ωστόσο υπάρχει μια πίεση λόγω των τριτοχωρικών εισαγωγών.

Όσον αφορά την επόμενη σεζόν, η εκτίμησή μας είναι ότι θα έχουμε μια μείωση 10%-15% στις εκτάσεις, λόγω των ζιζανίων που δεν μπορούν να καταπολεμηθούν, καθώς τα χωράφια έχουν κουραστεί και εμείς, σε αντίθεση με τις τρίτες χώρες, δεν μπορούμε να ραντίζουμε ανεξέλεγκτα. Αναγκαστικά, λοιπόν, θα πάμε στη λύση της αμειψισποράς.

Πού σκόνταψε η προσπάθεια για συμβολαιακή στην Καρολίνα; Aπό την πλευρά των ορυζόμυλων λέγεται ότι οι παραγωγοί ουσιαστικά υπαναχώρησαν από την αρχική συμφωνία για τιμή προσαυξημένη κατά 20% σε σχέση με το Ρονάλντο.

Το ζήτημα τέθηκε ξανά επί τάπητος στη Διεπαγγελματική επί προεδρίας Λεωνίδα Κουιμτζή. Καταθέσαμε συνολικά τρεις προτάσεις. Η πρώτη ήταν η τιμή της Καρολίνας να καθορίζεται με βάση την ιταλική αγορά του Ente Risi και με γνώμονα μια αντίστοιχη τοπική ποικιλία (π.χ. Ρόμα). Προτείναμε, λοιπόν, όποια τιμή έχει η ποικιλία αυτή στην Ιταλία όταν θα πραγματοποιούνταν πωλήσεις, η ίδια να ισχύσει και στην Ελλάδα.

Μια άλλη σκέψη ήταν να υπάρχει μια προκαθορισμένη κλειστή τιμή, την οποία θα συμφωνούσαμε εκ των προτέρων. Και μια τρίτη ιδέα ήταν να οριστεί ένα ποσοστό προσαύξησης σε σχέση με το Ρονάλντο, στο οποίο θα συμφωνούσαμε από κοινού. Ένα μέλος από την πλευρά των ορυζόμυλων πρότεινε το ποσοστό αυτό να διαμορφωθεί στο 20%. Ως συνεταιριστές, εξαρχής, είπαμε ότι δεν μπορούσαμε να αναλάβουμε μια τέτοια δέσμευση χωρίς να πάρουμε το «πράσινο φως» από τα μέλη μας.

Βολιδοσκοπήσαμε, λοιπόν, τις διαθέσεις των παραγωγών, βάλαμε κάτω τα νούμερα και διαπιστώσαμε κατ’ αρχάς ότι ξεκινάμε με μια διαφορά 20% στη στρεμματική απόδοση. Επιπλέον, τα έξοδα της Καρολίνας είναι αυξημένα κατά 10%, γιατί πρόκειται για ένα ευαίσθητο προϊόν που θέλει ειδικά λιπάσματα και περισσότερους ψεκασμούς. Με αυτά κατά νου, αντιπροτείναμε η τιμή να είναι αυξημένη κατά 30% σε σύγκριση με το Ρονάλντο. Από τους ορυζοβιομήχανους θεωρήθηκε ότι υπαναχωρούμε από μια δέσμευση, την οποία εμείς βέβαια ποτέ δεν είχαμε αναλάβει και κάπως έτσι δεν προχώρησε η συμφωνία.

«Δεν ζήτησε κανείς τη γνώμη μας για τον πιστοποιημένο σπόρο»

To υπουργείο φαίνεται ότι προωθεί τη χρήση πιστοποιημένου σπόρου ως προϋπόθεση για τη χορήγηση της Συνδεδεμένης στο ρύζι. Ποια είναι η δική σας θέση;

Αρχικά, να υπογραμμίσω ότι η γνώμη μας, ως καλλιεργητές και ως Διεπαγγελματική Ρυζιού, δεν έχει ζητηθεί μέχρι στιγμής από την πολιτεία. Δεν έχει γίνει καμία διαβούλευση. Δεν είναι δυνατόν να λαμβάνονται αποφάσεις για εμάς χωρίς εμάς. Ήδη, επικοινωνήσαμε με την αρμόδια Διεύθυνση του υπουργείου για να καταθέσουμε και τη δική μας άποψη.
Επί της ουσίας τώρα, ένα πρώτο ερώτημα είναι αν μπορούμε να παράγουμε σπόρο στην Ελλάδα. Προσωπικά, πολύ αμφιβάλλω, από τη στιγμή που τα ινστιτούτα έχουν απαξιωθεί.

Επομένως, για ποιον πιστοποιημένο σπόρο να μιλήσουμε; Μήπως για τον εισαγόμενο;

Δηλαδή, να υποθέσουμε ότι η Ιταλία, που είναι ανταγωνιστής μας, θα μας δώσει καλό σπόρο; Να θυμίσουμε εδώ ότι το κόκκινο ρύζι εμφανίστηκε, όταν άρχισαν να έρχονται στην Ελλάδα εισαγόμενοι σπόροι… Πέραν αυτού, ο πιστοποιημένος σπόρος θα ανεβάσει στον Θεό το κόστος παραγωγής, σε σημείο που η Συνδεδεμένη δεν θα φτάνει για να πληρώνουμε τους σπόρους.