Χτυπάει κόκκινο ο ανταγωνισμός των βιοντιζελάδων για ελαιοκράμβη

Στα 47,5 λεπτά/κιλό σκαρφάλωσαν τα συμβόλαια λίγες εβδομάδες πριν από τη συγκομιδή

Σε μπαράζ αυξήσεων στις τιμές αγοράς της ελαιοκράμβης επιδίδονται το τελευταίο διάστημα οι επιχειρήσεις παραγωγής βιοντίζελ διαμορφώνοντας, λίγο πριν από την έναρξη της συγκομιδής, νέα και σαφώς πιο ευνοϊκά δεδομένα για όσους αγρότες επέλεξαν να ασχοληθούν και φέτος με την καλλιέργεια.

Την αρχή έκανε η GF Energy, η οποία περί τα μέσα Μαΐου ενημέρωσε συνεργαζόμενους παραγωγούς και μεσίτες ότι η τιμή αγοράς της φετινής σοδειάς αναπροσαρμόζεται από τα 40 λεπτά/κιλό στα 42,5. Το… γάντι σήκωσαν σταδιακά οι περισσότερες από τις βιομηχανίες του κλάδου, πυροδοτώντας ένα κρεσέντο αυξήσεων που έφερε την τιμή αρχικά στα 45 λεπτά το κιλό και, ακολούθως, μέχρι και τα 47,5 λεπτά/κιλό.

Υπενθυμίζεται εδώ ότι το φθινόπωρο του 2020 που πραγματοποιούνταν οι σπορές, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων μιλούσε για συμβάσεις με τιμή εκκίνησης στα 36 λεπτά/κιλό, «δείχνοντας» τα διυλιστήρια τα οποία, όπως εξηγούσαν, αφενός δεν απορροφούσαν τις ποσότητες βιοντίζελ που τους αναλογούσαν, αφετέρου πίεζαν για μείωση των τιμών αγοράς του βιοντίζελ ακόμα και κάτω από τα 1.100 ευρώ/χιλιόλιτρο.

Αμείωτο το πρέσινγκ από τα διυλιστήρια

Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το τελευταίο κομμάτι, η κατάσταση δεν φαίνεται να έχει βελτιωθεί. Όπως εξηγεί στην «ΥΧ» επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται χρόνια στον κλάδο, η τιμή Platts (σ.σ. διεθνώς αποδεκτός δείκτης για το βιοντίζελ) στο ολλανδικό λιμάνι του Ρότερνταμ βρίσκεται αυτήν τη στιγμή στα 1.175 ευρώ/χιλιόλιτρο FOB και αν σε αυτά προστεθούν και τα περίπου 55 ευρώ που αντιστοιχούν στο κόστος μεταφοράς προς την Ελλάδα, φτάνουμε στα 1.230 ευρώ/χιλιόλιτρο.

«Αυτή είναι και η ελάχιστη τιμή που, βάσει του εν λόγω δείκτη, “δικαιολογείται” σήμερα για τη χώρα μας», τονίζει ο συνομιλητής μας. Παρ’ όλα αυτά, όπως προσθέτει ο ίδιος, τα εγχώρια διυλιστήρια εξακολουθούν να προσφέρουν τιμές της τάξης των 1.100 ευρώ/χιλιόλιτρο, συχνά μάλιστα και χαμηλότερες.

Με αυτό κατά νου, λοιπόν, πηγές της αγοράς θεωρούν ότι η αιτία πίσω από τις διαδοχικές αυξήσεις στις τιμές της ελαιοκράμβης θα πρέπει να αναζητηθεί στον έντονο ανταγωνισμό των βιομηχανιών βιοντίζελ για διασφάλιση πρώτης ύλης, λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση φέτος των εκτάσεων με ελαιοκράμβη (εκτιμάται ότι ξεπέρασε το 40%), τη μείωση των αποδόσεων και τη διαφαινόμενη αύξηση της κατανάλωσης, καθώς η οικονομική δραστηριότητα επιστρέφει σταδιακά στην κανονικότητα.

«Είναι γνωστό ότι, ως επί το πλείστον, στα συμβόλαια που συνάπτουν οι εταιρείες με τους παραγωγούς περιλαμβάνεται μια κατώτερη τιμή, η οποία ωστόσο είναι ανοιχτή σε ανοδική αναπροσαρμογή, ανάλογα με το πώς θα κινηθεί η αγορά. Η σύμβαση αυτή δεν είναι δεσμευτική για τους αγρότες, με την έννοια ότι αν μια άλλη βιομηχανία προσφέρει υψηλότερη τιμή και η εταιρεία με την οποία έχει συμβληθεί δεν ακολουθήσει, ο παραγωγός έχει δικαίωμα να μετακινηθεί. Δεν μπορεί να υπάρχουν αγρότες δύο ταχυτήτων», λέει στην «ΥΧ» ο Κωνσταντίνος Μαρουλάκης, διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικά Βιοπετρέλαια ΑΒΕΕ.

Βοηθά το ράλι των σιτηρών

Η εταιρεία του ακολούθησε την τάση της αγοράς, ανεβάζοντας τις τιμές της ελαιοκράμβης στις συμβάσεις της στα 47,5 ευρώ/κιλό. «Είχαμε πει εξαρχής ότι δεν θα είμαστε αυτοί που θα πρωτοστατήσουμε στην αύξηση της τιμής προκειμένου να μη δημιουργήσουμε κλυδωνισμούς, ωστόσο θα παρακολουθούμε διαρκώς την αγορά. Αυτό και πράξαμε», προσθέτει ο ίδιος.

Από την πλευρά του, ο Παναγιώτης Καλφούντζος, πρόεδρος του ΘΕΣΓΗ που συνεργάζεται με την GF Energy, εκτιμά ότι τον ρόλο του παίζει και το ράλι στις τιμές των περισσότερων αγροτικών προϊόντων και δη των δημητριακών που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα σε διεθνές επίπεδο. «Βλέπουμε ότι και χρηματιστηριακά η ελαιοκράμβη έχει ανέβει. Άρα, εκτός από ευπρόσδεκτο, είναι και λογικό η αύξηση αυτή να περάσει και στους αγρότες», επισημαίνει στην «ΥΧ». «Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι έχουν αυξηθεί πολύ και τα κόστη, από τις τιμές των λιπασμάτων και των φυτοπροστατευτικών μέχρι και των υλικών συσκευασίας», τονίζει ο ίδιος.

O Χρήστος Ρομφαίας, παραγωγός από τη Μαγνησία που συνεργάζεται με την Agroinvest, δεν αποκλείει οι αυξήσεις στις συμβάσεις να γίνονται και με το βλέμμα στην επόμενη καλλιεργητική σεζόν. «Ενδεχομένως να είναι κι ένας τρόπος να “δελεάσουν” τους αγρότες για του χρόνου. Σίγουρα πάντως οι βιομηχανίες βλέπουν ότι η φετινή παραγωγή θα είναι μειωμένη καθώς άργησαν οι σπορές, μεσολάβησε η ξηρασία κατά την καρπόδεση και όλο αυτό θα έχει επίπτωση στις αποδόσεις», σημειώνει, βάζοντας και αυτός στο κάδρο τις αυξήσεις των τιμών στα υπόλοιπα «τα οποία, άλλωστε, είναι και πιο “εύκολα” στην παραγωγή τους».