Εμπόριο: Υψηλές πτήσεις για σιτηρά, αλλά και ενέργεια μέχρι το 2023

ΈΚΘΕΣΗ ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΩΝ ΓΕΩΡΓΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ

Συντήρηση του εκρηκτικού κλίματος στις αγορές τόσο των σιτηρών όσο και της ενέργειας τουλάχιστον μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2023 προβλέπει το βασικό σενάριο της Κομισιόν στην τελευταία έκθεση για τις Βραχυπρόθεσμες Προοπτικές του Αγροτικού Τομέα που δόθηκε στη δημοσιότητα. Το νέο report αποτυπώνει εναργώς την αβεβαιότητα που έχει προκαλέσει στο σύνολο της ευρωπαϊκής αγροδιατροφικής αλυσίδας ο πόλεμος στην Ουκρανία, ενώ επιχειρεί και μια πρώτη αποτίμηση της «επόμενης μέρας», έστω κι αν η έκβασή του είναι αυτήν τη στιγμή άγνωστη.

Αν και η Επιτροπή εμφανίζεται καθησυχαστική σε ό,τι αφορά την επάρκεια και τη διαθεσιμότητα σιτηρών, ζωοτροφών και αγροεφοδίων, παραδέχεται ότι το μείζον ζήτημα αφορά την προσβασιμότητά τους, λόγω των υψηλών τιμών και των επίμονων πληθωριστικών πιέσεων. Διατυπώνονται μάλιστα σοβαρές αμφιβολίες για τη δυνατότητα των παραγωγών να αντεπεξέλθουν στην αλματώδη αύξηση του κόστους παραγωγής, παρά τις σαφώς βελτιωμένες τιμές, που, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, λαμβάνουν για τα προϊόντα τους.

Δεν πέφτουν άμεσα πετρέλαιο και αέριο

Ενδεικτικά, όπως σημειώνεται στην έκθεση, ο ευρωπαϊκός Δείκτης Τιμών παραγωγού ήταν τον φετινό Φεβρουάριο αυξημένος κατά 16 μονάδες σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2019. Ωστόσο, μεταξύ του Δεκεμβρίου 2019 και του Μαρτίου 2022, ο Δείκτης Τιμών των Λιπασμάτων της Παγκόσμιας Τράπεζας σημείωσε άνοδο 227%, ενώ στο ίδιο διάστημα οι τιμές της ενέργειας αυξήθηκαν 109%.

Οι προβλέψεις μάλιστα για το αμέσως επόμενο διάστημα, κάθε άλλο παρά αισιόδοξες μπορούν να χαρακτηριστούν καθώς, σύμφωνα με την ΙHS Markit, το πετρέλαιο αναμένεται να σκαρφαλώσει στα 150 δολάρια το βαρέλι το β’ εξάμηνο του 2022 και να παραμείνει πάνω από τα 100 δολάρια τουλάχιστον μέχρι το β’ εξάμηνο του 2023.

Αντίστοιχα, για το φυσικό αέριο, το οποίο συνδέεται άμεσα με τις τιμές των λιπασμάτων, η IHS Markit εκτιμά ότι, μετά τα υψηλά των σχεδόν 30 δολ./ΜΜΒtu του τελευταίου τριμήνου του 2021, θα συνεχίσει να κινείται γύρω από τα 20 δολ./MMBtu τουλάχιστον μέχρι το πρώτο μισό της επόμενης χρονιάς, τιμή που αντιπροσωπεύει αύξηση σχεδόν 200% σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2021.

Το σενάριο των υψηλών τιμών ενέργειας, όπως παραδέχεται η Κομισιόν, ενισχύεται και από τη δέσμευση των κρατών-μελών να μειώσουν την εξάρτησή τους από τις εισαγωγές πετρελαίου, αερίου και άνθρακα από τη Ρωσία.

Ακριβό μου… κοντέινερ

Τάσεις αποκλιμάκωσης δεν διαφαίνονται επί του παρόντος ούτε στα κόστη των θαλάσσιων μεταφορών. Τον φετινό Μάρτιο, ο δείκτης Freightos Global Container Index αναρριχήθηκε πάνω από τα 9.400 δολάρια ανά εμπορευματοκιβώτιο 40 ποδιών όταν τον Δεκέμβριο του 2019 βρισκόταν μόλις στα 1.450 δολάρια.

Ο δε Baltic Dry Index (BDI), ένας σύνθετος δείκτης, ο οποίος αποτυπώνει το κόστος μεταφοράς ξηρού φορτίου, ακολούθησε μια «τρελή» πορεία μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2021 για να υποχωρήσει στη συνέχεια μέχρι τον Ιανουάριο του 2022 σε επίπεδα που, όμως, ήταν αυξημένα κατά 30% σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2019, ενώ στο τρίμηνο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2022 σημείωσε νέα άνοδο 66%.

Ένα μεγάλο μέρος των αυξήσεων αυτών, όπως προαναφέραμε, έχει «περάσει» στις τιμές των αγροτικών εμπορευμάτων, οι οποίες βέβαια και προ του πολέμου βρίσκονταν σε ανοδικό κανάλι. Στα σιτηρά, για παράδειγμα, όπως αναφέρει η έκθεση, στους πρώτους μήνες της εμπορικής σεζόν 2021/2022, οι τιμές αυξήθηκαν κυρίως λόγω της έντονης ζήτησης για ζωοτροφές, των -από τότε- υψηλών τιμών της ενέργειας και των λιπασμάτων, καθώς και της αβεβαιότητας που υπήρχε για τα παγκόσμια αποθέματα. Ειδικότερα, στο δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου, οι τιμές του μαλακού σιταριού σημείωσαν άνοδο 17%, εκείνες του κτηνοτροφικού κριθαριού 12%, ενώ το καλαμπόκι ανέβηκε 7%.

Διατηρεί τη δυναμική του το σκληρό

Ακόμα πιο εντυπωσιακό ήταν το ράλι που πραγματοποίησε το σκληρό σιτάρι, οι τιμές του οποίου αυξήθηκαν στο διάστημα αυτό κατά 62%. Βέβαια, σημαντικό ρόλο έπαιξε εδώ η πολύ μεγάλη μείωση στην παραγωγή του Καναδά, ο οποίος, ως γνωστόν, είναι η Νο1 εξαγωγική δύναμη παγκοσμίως στο εν λόγω προϊόν.

Παρά τις διορθώσεις που ακολούθησαν από τον Νοέμβριο και μετά το σκληρό παραμένει μέχρι και σήμερα σε πολύ υψηλά επίπεδα, όπως μαρτυρούν τα 550 ευρώ/τόνο που «έγραψε» η Φότζια τον περασμένη εβδομάδα. Παρόμοια πορεία έχει ακολουθήσει και το καλαμπόκι και είναι χαρακτηριστικό ότι στην ελληνική αγορά έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα εμπορικές πράξεις ακόμα και πάνω από τα 35 λεπτά το κιλό.

Σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονός ότι το ξέσπασμα του πολέμου έδωσε νέα ώθηση στις τιμές των σιτηρών και, σύμφωνα με την ανάλυση της Κομισιόν, όλες οι ενδείξεις αυτήν τη στιγμή συνηγορούν ότι θα παραμείνουν ψηλά καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022, αλλά και το 2023.

Ζωηρό ενδιαφέρον για καλαμπόκι

Η ανοδική αυτή τάση μάλιστα δεν φαίνεται να ανακόπτεται από τη διαφαινόμενη αύξηση της παραγωγής.

Την προηγούμενη σεζόν 2021/2022, η συνολική παραγωγή σιτηρών στην ΕΕ έφτασε τα 293,3 εκατ. τόνους, αυξημένη κατά 4,3% σε ετήσια βάση.

Για την τρέχουσα σεζόν, καταγράφεται ήδη μια αύξηση στις εκτάσεις, η οποία πάντως για το χειμερινό σιτάρι και το κριθάρι δεν ξεπερνά το 1%, με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται σε 207 και 48 εκατ. στρέμματα αντίστοιχα, δεδομένου ότι οι σπορές τους είχαν ολοκληρωθεί προτού αρχίσει να εκτυλίσσεται το δράμα στην Ουκρανία.

Στο καλαμπόκι, ωστόσο, η ποσοστιαία αύξηση των στρεμμάτων αναμένεται να είναι μεγαλύτερη, όχι μόνο λόγω των ελκυστικών τιμών, αλλά και λόγω της χαλάρωσης των κανόνων του «πρασινίσματος», χωρίς πάντως η Επιτροπή να δίνει εδώ συγκεκριμένα νούμερα. Αντίθετα, εμφανίζεται πιο σίγουρη για τη μείωση των εκτάσεων με σκληρό σιτάρι, την οποία τοποθετεί στο 4%, με τα συνολικά στρέμματα να ανέρχονται σε επίπεδο ΕΕ σε 21 εκατ.

Πεσμένη η ζήτηση για σιτηρέσιο

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, και υπό την προϋπόθεση μιας σεζόν χωρίς «καιρικά απρόοπτα», η Κομισιόν καταλήγει σε μια πρόβλεψη για μια συνολική παραγωγή σιτηρών της τάξης των 297,7 εκατ. τόνων, που αντιστοιχούν σε αύξηση 1,5% σε σύγκριση με τη χρονιά 2021/2022.

Τη μερίδα του λέοντος με 131,3 εκατ. τόνους θα έχει το μαλακό σιτάρι, ενώ για το καλαμπόκι και το κτηνοτροφικό κριθάρι προβλέπονται 74 και 53,6 εκατ. τόνοι αντίστοιχα. Την ίδια στιγμή, σημειώνεται ότι, λόγω των υψηλών τιμών των ζωοτροφών και της διαφαινόμενης μείωσης της παραγωγής κρέατος (ιδίως του χοιρινού), η ζήτηση για σιτηρέσιο αναμένεται να υποχωρήσει κατά 1,1%, στους 159,1 εκατ. τόνους.

Τιμές εξαγωγής ελαιούχων σπόρων(ευρώ/τόνο)

Πηγή: International Grains Council

 

 

Άλμα 40% στις εξαγωγές και στροφή στην Αμερική για εισαγωγές

Με τις ποσότητες από την αγορά της Μαύρης Θάλασσας εκτός εξίσωσης πλέον, οι ευρωπαϊκές εισαγωγές σιτηρών αναμένεται στο τέλος της σεζόν 2021/2022 (δηλαδή μέχρι τον Ιούνιο) να μειωθούν κατά 10% στους 18,9 εκατ. τόνους, σύμφωνα με την εκτίμηση που διατυπώνεται στην έκθεση της Κομισιόν.

Σημειωτέον εδώ ότι, τα τελευταία πέντε χρόνια, η ΕΕ προμηθευόταν περί τους 7,2 εκατ. τόνους καλαμποκιού ετησίως από την Ουκρανία, σε ένα σύνολο εισαγωγών 12,9 εκατ. τόνων σε ετήσια βάση. Σημαντικοί όγκοι κατέφθαναν και από τη Βραζιλία (3,3 εκατ. τόνοι), ενώ οι εισαγωγές από τη Ρωσία προσδιορίζονταν στους 400.000 τόνους περίπου.

Τιμές εξαγωγής σιτηρών (ευρώ/τόνο)

Στον απόηχο του πολέμου, η Ένωση αναμένεται τώρα να αυξήσει τις εισαγωγές από τη Βόρεια και τη Νότια Αμερική και, σύμφωνα με την πρόβλεψη που διατύπωσε πρόσφατα αναλυτής, μόνο από τις ΗΠΑ πρόκειται να εισαχθούν φέτος τουλάχιστον 800.000 τόνοι καλαμποκιού. Στον αντίποδα, οι ευρωπαϊκές εξαγωγές σιτηρών αναμένεται στο τέλος της τρέχουσας εμπορικής σεζόν να αυξηθούν κατά 14%, με το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης να προέρχεται από τις αποστολές μαλακού σιταριού (επιπλέον 5,6 εκατ. τόνοι σε σχέση με την περσινή εμπορική σεζόν).

Μάλιστα, περαιτέρω αύξηση 40%, στους 41,4 εκατ. τόνους, αναμένεται κατά την επόμενη εμπορική περίοδο (2022/2023).