Ζεσταίνονται Ρωσία και Ουκρανία ενόψει των συζητήσεων για τις εξαγωγές σιτηρών

Τις θέσεις τους ενόψει των διαπραγματεύσεων για την επέκταση της συμφωνίας εξαγωγής σιτηρών από τη Μαύρη Θάλασσα που εκπνέει στις 18 Μαρτίου «χτίζουν» Ρωσία και Ουκρανία, την ώρα που όσο πλησιάζουμε στην ημερομηνία αυτή αυξάνεται και η νευρικότητα στην αγορά.

Eίναι χαρακτηριστικό ότι τις προηγούμενες δύο εβδομάδες, εν μέσω της αβεβαιότητας για το μέλλον της συμφωνίας, αλλά και της κλιμάκωσης των εχθροπραξιών, οι τιμές του μαλακού σιταριού στo Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων Euronext στο Παρίσι άγγιξαν υψηλό δύο μηνών, για να υποχωρήσουν στη συνέχεια, παραμένοντας όμως πάνω από τα 290 ευρώ/τόνο. Η αντίσταση που συνάντησε η αγορά λίγο πριν από τα 300 ευρώ/τόνο αποδίδεται στο γεγονός ότι εξακολουθoύν να προσφέρονται στους ενδιαφερόμενους σημαντικές ποσότητες πολύ φθηνού ουκρανικού και ρωσικού σιταριού.

Ενδεικτικά, ουκρανικό σιτάρι με πρωτεΐνη 11,5% προσφερόταν την περασμένη εβδομάδα σε τιμές από 280 έως 290 ευρώ/τόνο FOB για παράδοση έως το πρώτο μισό του Μαρτίου, ενώ ισπανική εμπορική εταιρεία διαπραγματευόταν φορτίο 20.000 τόνων ίδιας προέλευσης και ποιοτικών προδιαγραφών σε τιμές 319 ευρώ/τόνο παραδοτέο σε ένα από τα μεσογειακά λιμάνια της χώρας. Ελαφρώς ακριβότερο, αλλά άκρως ανταγωνιστικό είναι το ρωσικό σιτάρι.

Σύμφωνα με το Reuters, που επικαλείται στοιχεία της ρωσικής συμβουλευτικής εταιρείας IKAR, οι τιμές εξαγωγής ρωσικού μαλακού σιταριού πρωτεΐνης 12,5% από (ρωσικά) λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας ανέρχονταν την περασμένη εβδομάδα στα 299 ευρώ/τόνο FOB.

Μάλιστα, η πρόσφατη υποχώρηση του ρουβλίου, σε συνδυασμό με την ενίσχυση του δολαρίου, έκαναν το ρωσικό σιτάρι ακόμα πιο ελκυστικό στα «μάτια» πολλών αγοραστών. Αντίστοιχα, στο καλαμπόκι υπήρχαν προσφορές την περασμένη εβδομάδα από την Ουκρανία σε τιμές της τάξης των 262 ευρώ/τόνο, που θεωρούνται αυτήν τη στιγμή οι χαμηλότερες παγκοσμίως.

Εκατέρωθεν βολές

Όπως είναι γνωστό, η συμφωνία «Black Sea Grain Initiative» υπογράφηκε στις 22 Ιουλίου, με τη διαμεσολάβηση του ΟΗΕ και της Τουρκίας και τον Νοέμβριο ανανεώθηκε για ακόμα 120 μέρες. Σύμφωνα με το σχετικό συμφωνητικό, μπορεί να ανανεωθεί αυτόματα για άλλους τέσσερις μήνες, εκτός και αν ένα από τα συμμετέχοντα μέρη γνωστοποιήσει ότι επιθυμεί να την τερματίσει ή να τροποποιήσει τους όρους της.

Τέτοια διάθεση έχει εξωτερικεύσει μέχρι στιγμής η Ρωσία την οποία, με κοινή δήλωσή τους την περασμένη Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου ο Ουκρανός υπουργός Εξωτερικών Dmytro Kuleba και ο αναπληρωτής πρωθυπουργός, Oleksandr Kubrakov, εγκάλεσαν εκ νέου για εργαλειοποίηση του ζητήματος.

Οι δύο αξιωματούχοι κάλεσαν τη διεθνή κοινότητα να απαιτήσει από τη Μόσχα να σταματήσει να χρησιμοποιεί τα τρόφιμα ως «όπλο». Παράλληλα, μιλώντας σε εκδήλωση για τα σιτηρά, που διοργάνωσε πρόσφατα στο Κίεβο η συμβουλευτική εταιρεία ProAgro, ο αναπληρωτής υπουργός Υποδομών, Yuriy Vaskov, ανέφερε, δίχως πάντως να δίνει περισσότερες λεπτομέρειες, ότι ασκούνται πιέσεις στη Ρωσία, ώστε η συμφωνία όχι απλώς να διευρυνθεί, αλλά να γίνει και πιο λειτουργική. «Βλέπουμε ότι ο εχθρός αρχίζει να βάζει νέους όρους και καταλαβαίνουμε ότι θα είναι κάτι δύσκολο, όπως ήταν και τoν Οκτώβριο», σχολίασε ο ίδιος, εκφράζοντας ωστόσο την εκτίμηση ότι τελικά «θα επικρατήσει η κοινή λογική και η συμφωνία θα παραταθεί».

Το Κίεβο έχει επανειλημμένα κατηγορήσει τη Ρωσία ότι, πέρα από την καταστροφή κρίσιμων υποδομών, δημιουργεί προσκόμματα στην εφαρμογή της συμφωνίας, καθυστερώντας τις επιθεωρήσεις των πλοίων που μεταφέρουν ουκρανικά σιτηρά.

Στη δήλωση των Kuleba και Kubrakov αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι οι Ρώσοι επιθεωρητές «συχνά απαιτούν επιπλέον έγγραφα, αρνούνται να εργαστούν στη διάρκεια των ωρών γραφείου και ψάχνουν επιπλέον αβάσιμους λόγους για να διακόψουν τις επιθεωρήσεις». Αποτέλεσμα αυτού «είναι να πραγματοποιούνται καθημερινά οι μισές από τις προγραμματισμένες επιθεωρήσεις», ισχυρίζονται, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι 155 πλοία παραμένουν εγκλωβισμένα στα στενά του Βοσπόρου. Σύμφωνα με ξένα ειδησεογραφικά μέσα, ο μέσος όρος αναμονής για τα πλοία που αναχωρούν από τα ουκρανικά λιμάνια κυμαίνεται από πέντε έως έξι εβδομάδες, ενώ κάποια περιμένουν το «πράσινο φως» από τον Δεκέμβριο.

Παρόμοιες κατηγορίες εναντίον της Ρωσίας είχαν βέβαια διατυπωθεί και τον περασμένο Οκτώβριο, με τη Μόσχα να τις απορρίπτει κατηγορηματικά. Το ίδιο κάνει και τώρα και, μάλιστα, εμφανίζεται απρόθυμη να συναινέσει στην επέκταση της συμφωνίας όσο οι ρωσικές εξαγωγές τροφίμων και λιπασμάτων εξακολουθούν να επηρεάζονται από τις κυρώσεις της Δύσης. Τον Ιούλιο του 2022 Ρωσία και ΟΗΕ είχαν καταλήξει σε ένα μνημόνιο στο πλαίσιο του οποίου, παράλληλα με τη συμφωνία εξαγωγής ουκρανικών σιτηρών από τη Μαύρη Θάλασσα, ο Οργανισμός δεσμευόταν να εργαστεί, ώστε να αρθούν οι περιορισμοί στις εξαγωγές των ρωσικών αγροτικών προϊόντων. Τον Δεκέμβριο, υπό το βάρος διεθνών πιέσεων, αλλά και της ανάγκης να συγκρατηθούν οι αυξήσεις στις τιμές, η ΕΕ αποφάσισε να χαλαρώσει τις κυρώσεις εις βάρος Ρώσων ολιγαρχών που συνδέονταν με επιχειρήσεις τροφίμων και λιπασμάτων.

Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με το Κρεμλίνο, εξακολουθούν να υφίστανται «κρυφές κυρώσεις», οι οποίες εμποδίζουν τις ρωσικές εξαγωγές. «Χωρίς να έχουμε χειροπιαστά αποτελέσματα στην εφαρμογή του μνημονίου με τον ΟΗΕ και, πάνω απ’ όλα, χωρίς την πραγματική άρση των κυρώσεων στις ρωσικές εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, η επέκταση της συμφωνίας [εξαγωγής σιτηρών] θα ήταν αδόκιμη», δήλωσε στις 13 Φεβρουαρίου σε δημοσιογράφους ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Sergei Vershinin, υπογραμμίζοντας ότι όλο αυτό το διάστημα η θέση της Ρωσίας πάνω στο συγκεκριμένο θέμα δεν έχει αλλάξει.

Ανέβηκαν οι ρυθμοί τον Φεβρουάριο

Σύμφωνα με το υπουργείο Γεωργίας της Ουκρανίας, τον Ιανουάριο οι εξαγωγές μέσω της Μαύρης Θάλασσας κινήθηκαν στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Αύγουστο του 2022, καθώς μόλις 3 εκατ. τόνοι αγροτικών προϊόντων αναχώρησαν από τα ουκρανικά λιμάνια, δηλαδή 1,2 εκατ. τόνοι λιγότεροι από τον Δεκέμβριο.

Ωστόσο, η εικόνα φαίνεται ότι είναι αρκετά καλύτερη τον Φεβρουάριο, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία του Κοινού Συντονιστικού Κέντρου (JCC), που επικαλείται η S&P Global, οι ημερήσιες ροές εμπορευμάτων ανέρχονται σε 155.400 τόνους. Επιπλέον και παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, στο διάστημα από 6-12 Φεβρουαρίου αυξήθηκαν 17% σε σύγκριση με την προηγούμενη εβδομάδα, ξεπερνώντας τους 1,137 εκατ. τόνους, τρίτη υψηλότερη ποσότητα από τον Αύγουστο που ξεκίνησαν οι αποστολές.

Το 59% των φορτίων ήταν καλαμπόκι (έναντι 53% μια εβδομάδα νωρίτερα) και το 28% μαλακό σιτάρι (έναντι 35%), ενώ τα υπόλοιπα «μοιράστηκαν» μεταξύ κριθαριού και προϊόντων ηλίανθου (π.χ. ηλιέλαιο). Η Ευρώπη και η Κεντρική Ασία απορρόφησαν το 59% των αποστολών, σε σύγκριση με το 43% μία εβδομάδα νωρίτερα, ενώ το μεγαλύτερο φορτίο ήταν 70.400 τόνοι και αναχώρησε από το λιμάνι της Οδησσού στις 6 Φεβρουαρίου με προορισμό την Κίνα. Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία του JCC, από την αρχή της συμφωνίας (Αύγουστος 2022) μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου 2023 είχαν εξαχθεί περίπου 21,1 εκατ. τόνοι αγροτικών προϊόντων από τα ουκρανικά λιμάνια Τσορνομόρσκ, Οδησσός και Πιβντένι (πρώην Γιούζνι) στη Μαύρη Θάλασσα.

Στην παραγωγή… χαμόν η πλειονότητα

Ένας από τους βασικούς άξονες της συλλογιστικής πίσω από τη συμφωνία για την επανέναρξη των ουκρανικών εξαγωγών από τη Μαύρη Θάλασσα ήταν να διασφαλιστεί η επάρκεια βασικών τροφίμων κυρίως για τις φτωχότερες χώρες του κόσμου που βρίσκονται αντιμέτωπες με το φάσμα της πείνας.

Σύμφωνα, ωστόσο, με ρεπορτάζ της αυστριακής eXXpress, ο στόχος αυτός κάθε άλλο παρά υλοποιήθηκε. Όπως ισχυρίζεται η εφημερίδα, σχεδόν οι μισές ποσότητες ουκρανικού σιταριού και καλαμποκιού που διακινήθηκαν στο πλαίσιο της συμφωνίας κατέληξαν στην Ισπανία και χρησιμοποιήθηκαν ως ζωοτροφή για χοίρους για την… παραγωγή χαμόν, του περίφημου δηλαδή ζαμπόν ξηρής ωρίμανσης που αποτελεί σήμα κατατεθέν της ισπανικής κουζίνας.

Σύμφωνα πάντα με το αυστριακό μέσο, στην Ισπανία κατευθύνθηκαν περίπου 2,9 εκατ. τόνοι ουκρανικού σιταριού και καλαμποκιού, τη στιγμή που η Αιθιοπία έλαβε 167.000 τόνους και το Σουδάν 65.000 τόνους. Ενόψει των επικείμενων διαπραγματεύσεων και εφόσον φυσικά ευσταθούν, τα στοιχεία αυτά αναμένεται να αποτελέσουν ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της Μόσχας, η οποία άλλωστε εξαρχής υποστήριζε ότι η κύρια ωφελημένη από τη συμφωνία εξαγωγής των ουκρανικών σιτηρών θα ήταν η Δύση και όχι οι αφρικανικές χώρες.