Η τάση για συγκέντρωση και ισχυροποίηση των συνεταιρισμών (τόσο μέσω οργανικής ανάπτυξης όσο και διά συγχωνεύσεων και εξαγορών) παραμένει έντονη και διατηρείται ακόμη και στην περίοδο της κρίσης. Οι 20 μεγαλύτεροι συνεταιρισμοί αύξησαν τον κύκλο εργασιών τους κατά 36% την περίοδο 2003-2008, ενώ οι 100 μεγαλύτεροι αύξησαν τον συνολικό κύκλο εργασιών τους κατά 14% το 2011 και κατά 9% το 2012.

Η ισχυρή ζήτηση για περισσότερα τρόφιμα στην παγκόσμια αγορά και ιδιαίτερα η ζήτηση για γαλακτοκομικά και κρέας στα ταχέως αυξανόμενα μεσαία στρώματα των αναπτυσσόμενων χωρών (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) αποτελεί τη σημαντικότερη κινητήριο δύναμη της παγκόσμιας αγοράς τροφίμων.

Αν και, στην παρούσα φάση, οι Αγροτικοί Συνεταιρισμοί διεξάγουν έναν εξαιρετικά δυσμενή αγώνα επιβίωσης, είναι απαραίτητο να αναλογιστούν ταυτόχρονα και τον στρατηγικό προσανατολισμό, τους στόχους και τις αναγκαίες ενέργειες για την επίτευξή τους. Εκτός από τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις και το υπό διαμόρφωση νομικό πλαίσιο, δεν πρέπει να διαφεύγουν την προσοχή μας οι ευρύτερες εξελίξεις στις συνθήκες που καθορίζουν το οικονομικό περιβάλλον.

Η διεθνής αγορά τροφίμων καθοδηγείται αφενός από τις δημογραφικές εξελίξεις, που προβλέπουν σημαντική αύξηση του πληθυσμού, με συνέπεια τις αυξημένες ανάγκες για διατροφική επάρκεια, και αφετέρου τόσο από το φυσικό περιβάλλον όσο και από το οικονομικό, που ενέχουν περισσότερους κινδύνους και επιβάλλουν περισσότερους περιορισμούς. Με άλλα λόγια, οι συνεταιρισμοί αντιμετωπίζουν την πρόκληση να παράγουν όλο και περισσότερα αγαθά με όλο και λιγότερα μέσα.Υ

Υφιστάμενη κατάσταση

Μεταξύ των 13 εκατομμυρίων αγροτών στην ΕΕ, τα 7 εκατομμύρια είναι οργανωμένα σε 22.000 συνεταιρισμούς, οι οποίοι συγκεντρώνουν, επεξεργάζονται και εμπορεύονται το 40% της πρωτογενούς αγροτικής παραγωγής. Οι ευρωπαϊκοί Αγροτικοί Συνεταιρισμοί παρέχουν εργασία σε πάνω από 600.000 εργαζομένους και δημιουργούν κύκλο εργασιών ύψους 347 δισ. ευρώ.

Το μερίδιο αγοράς των συνεταιρισμών είναι άνω του 50% για ορισμένες χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης (Φινλανδία, Σουηδία, Δανία, Ολλανδία, Γαλλία και Ιρλανδία). Αντιθέτως, το μερίδιο αγοράς κυμαίνεται μεταξύ 25% και 50% για ορισμένες χώρες της Μεσογείου (Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία), ενώ είναι κάτω του 25% στην Ελλάδα.

Υπάρχει μεγάλη απόκλιση στον τρόπο οργάνωσης των συνεταιρισμών μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Στις χώρες του Βορρά: υψηλό επίπεδο ολοκλήρωσης/ συγκέντρωσης, μικρός αριθμός μεγάλου μεγέθους και υψηλής εξειδίκευσης συνεταιρισμοί. Στις χώρες του Νότου: «ατομίκευση», περιορισμένη συγκέντρωση και μικρά οικονομικά μεγέθη.

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία από τα μέλη της Cogeca, όπως φαίνεται στον σχετικό πίνακα, ενώ το μέσο μέγεθος (ο κύκλος εργασιών) ενός συνεταιρισμού στη Δανία είναι 893 εκατομμύρια ευρώ, το αντίστοιχο μέσο μέγεθος ενός ελληνικού συνεταιρισμού περιορίζεται στο ένα εκατομμύριο ευρώ. Παράλληλα, είναι αξιοσημείωτο ότι στη Δανία το μέσο ύψος του κύκλου εργασιών είναι 547.000 ευρώ ανά μέλος ενός συνεταιρισμού, το αντίστοιχο μέγεθος είναι μόλις περί τα 1.000 ευρώ ανά μέλος ενός ελληνικού συνεταιρισμού.
Παρ’ όλα αυτά, η διαφορά των αντίστοιχων οικονομικών μεγεθών μεταξύ των ελληνικών συνεταιρισμών και των συνεταιρισμών σε άλλες χώρες παραμένει σε δυσθεώρητο ύψος και συνιστά την πιο σημαντική, στρατηγικής σημασίας, διαρθρωτική αδυναμία για τα οικονομικά συμφέροντα των Ελλήνων αγροτών.

Ολόκληρη η ανάλυση στο φύλλο 21 της «Ύπαιθρος Χώρα»