Οι εμπορικοί πόλεμοι μπορεί να αποδειχτούν ευκαιρία για το ελληνικό βαμβάκι

Οι εμπορικοί πόλεμοι μπορεί να αποδειχτούν ευκαιρία για το ελληνικό βαμβάκι

«Για να έχει μέλλον το ελληνικό βαμβάκι, η πρώτη βασική προϋπόθεση είναι ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι στην αλυσίδα αξίας του προϊόντος πρέπει να είναι ικανοποιημένοι και κερδοφόροι».

Με αυτή την επισήμανση ξεκίνησε την εισήγησή του στην εσπερίδα της ΔΟΒ στην Ορεστιάδα ο Δημήτρης Μαδιανός, αντιπρόσωπος και αγοραστής εκκοκκισμένου βάμβακος. Η δεύτερη συνθήκη, κατά τη γνώμη του, είναι «να έχει τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα κάνουν κάποιον να θέλει να το αγοράσει». Δεδομένου, λοιπόν, ότι δεν μπορεί να είναι πάρα πολύ φθηνό (εις βάρος της ποιότητας), ούτε όμως «το καλύτερο του κόσμου ποιοτικά» (κάτι στο οποίο δεν βοηθά η γεωγραφική θέση της χώρας), η λύση για το ελληνικό βαμβάκι είναι «να βρει τον ιδανικό συνδυασμό ανάμεσα στην τιμή και στην ποιότητα». Είναι ενθαρρυντικό, συμπλήρωσε, ότι οι προσπάθειες που γίνονται κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση.

Το έμπειρο στέλεχος της αγοράς τόνισε ότι, υπό «φυσιολογικές συνθήκες», η Τουρκία και η Αίγυπτος απορροφούν τα 2/3 του ελληνικού βαμβακιού. Ειδικά η Τουρκία ζητάει συνήθως συγκεκριμένη ποιότητα και η εγγύτητα της Ελλάδας, σε συνδυασμό με τη δυνατότητά της να καλύψει τη μεταφορά μέσα σε τρεις μέρες, δίνουν στο ελληνικό προϊόν υπεραξία. Ωστόσο, η οικονομική κρίση της γειτονικής χώρας δημιούργησε στην Ελλάδα την ανάγκη να στραφεί σε άλλες αγορές και να ανταγωνιστεί μεγαλύτερες χώρες-παραγωγούς, σε ένα περιβάλλον που γινόταν ακόμα πιο ανταγωνιστικό, λόγω της εμπορικής κόντρας ΗΠΑ- Κίνας (μεγαλύτερου εξαγωγέα και εισαγωγέα βάμβακος στον κόσμο αντίστοιχα).

Ευκαιρίες και προκλήσεις

Ο κ. Μαδιανός, ωστόσο, τόνισε ότι, πέρα από δυσκολίες, το νέο εμπορικό περιβάλλον που αναδύθηκε δημιουργεί και ενδιαφέρουσες προκλήσεις. «Είναι ευκαιρία για τη χώρα μας να ανοίξει νέους δρόμους», ανέφερε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι ήδη, φέτος, οι εξαγωγές προς την Κίνα αυξήθηκαν κατά 18.000 τόνους σε σχέση με πέρυσι και κατά 17.000 τόνους περίπου σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας.

Οι χώρες, πάντως, που κατάφεραν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο την «απουσία» της Αμερικής από την Κίνα είναι κυρίως η Βραζιλία, η Αυστραλία και η Ινδία. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δύο πρώτες, μαζί με την Αργεντινή, εκτιμάται ότι μέχρι το 2022 θα ξεπεράσουν σε παραγωγή τους 4,5 εκατ. τόνους. Ελαφρώς υψηλότερες, στους 4,8 εκατ. τόνους, είναι οι ποσότητες που υπολογίζεται ότι μέχρι την ίδια χρονιά θα εισάγει η Κίνα.

Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα

Το εγχείρημα «κατάκτηση νέων αγορών» δεν είναι βέβαια εύκολο, λόγω ορισμένων μειονεκτημάτων που «συνοδεύουν» το ελληνικό βαμβάκι. Το βασικότερο, σύμφωνα με τον κ. Μαδιανό, έγκειται στις σχετικά μικρές ποσότητες (οι μεγάλες καταναλώτριες χώρες θέλουν βαμβάκι όλο τον χρόνο και η Ελλάδα διαθέτει συνήθως μέχρι Φεβρουάριο/Μάρτιο) το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων, μάλιστα, δεν αφορούν ποιότητες που αγοράζουν οι ασιατικές χώρες.

Στον αντίποδα, βέβαια, το ελληνικό βαμβάκι είναι αναγνωρίσιμο, έχει μια αγορά με βάθος και πάντα καταλήγει να πουληθεί («έστω και όχι απαραίτητα τη στιγμή και στις τιμές που θα θέλαμε», όπως τόνισε). Επιπλέον, η χώρα μας έχει ως πελάτες διεθνείς οίκους που θεωρούνται καλοπληρωτές, ενώ σαν προϊόν πληρώνεται άμεσα (κάτι που δε συμβαίνει με άλλα). Στον τομέα των ποσοτήτων, σύμφωνα με τον κ. Μαδιανό, δεν μπορούν να γίνουν πολλά, όμως μπορεί να βελτιωθεί το προϊόν, «ώστε να έχουμε περισσότερες επιλογές στο πότε θα πουλήσουμε».

Αναλύοντας τον κανόνα προσφοράς και ζήτησης, ο κ. Μαδιανός ανέφερε ότι στο παρελθόν η κατανάλωση ήταν μικρότερη της παραγωγής, με αποτέλεσμα οι τιμές να πιέζονται προς τα κάτω, όμως τα τελευταία χρόνια η ζήτηση αυξάνεται, κάτι που έδωσε στηρίγματα και στις τιμές. Εφόσον αυτή η τάση συνεχιστεί, αναμένεται να στηριχθούν μακροπρόθεσμα και οι χρηματιστηριακές τιμές, ενώ εξίσου ευνοϊκά εκτιμάται ότι θα λειτουργήσει και ενδεχόμενη παύση του εμπορικού πολέμου ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα.