Σε αναμμένα κάρβουνα για τον φόρο στο τσίπουρο οι αποσταγματοποιοί

Γραμμή άμυνας με βάση το ειδικό καθεστώς που ισχύει για το ούζο προτείνει ο ΣΕΑΟΠ

Μέχρι το τέλος του έτους αναμένεται να υπάρξουν εξελίξεις γύρω από το ζήτημα της φορολόγησης του τσίπουρου και της τσικουδιάς για το οποίο, ως γνωστόν, εκκρεμεί απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, μετά τη σχετική προσφυγή που κατέθεσε εναντίον της χώρας μας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η υπόθεση «αγγίζει» τόσο τις επιχειρήσεις που εμφιαλώνουν και διακινούν το δημοφιλές αλκοολούχο ποτό όσο και τους λεγόμενους διήμερους αποσταγματοποιούς. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κινήθηκε νομικά εναντίον της Ελλάδας το 2017, θέτοντας θέμα προστατευτισμού εξαιτίας του μειωμένου συντελεστή φορολόγησης που ισχύει στη χώρα μας για το εμφιαλωμένο τσίπουρο, αλλά και του ακόμα χαμηλότερου που «απολαμβάνουν» οι μικροί αποσταγματοποιοί. Ωστόσο, η διαδικασία από την πλευρά της Κομισιόν είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, το 2011, καθώς η πτώση της κατανάλωσης των «σκληρών» εισαγόμενων ποτών κατά τη διάρκεια της κρίσης και η ταυτόχρονη εκτόξευση της κατανάλωσης κυρίως του χύμα τσίπουρου κινητοποίησαν τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών.

Στο στόχαστρο και οι διήμεροι

Την ίδια στιγμή, από την πλευρά της Ελλάδας δεν φαίνεται να έχει γίνει προετοιμασία για την υπεράσπιση του «ειδικού» καθεστώτος που ισχύει για το τσίπουρο. Όπως τονίζει στην «ΥΧ» ο Θεόδωρος Γεωργόπουλος, νομικός σύμβουλος του ΣΕΑΟΠ (Σύνδεσμος Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων Αλκοολούχων Ποτών), μια καλή διαπραγματευτική βάση θα μπορούσε να είναι ο χαμηλός συντελεστής ΕΦΚ που έχει «κερδίσει» το ούζο, με βάση σχετική κοινοτική οδηγία από το 1992.

Ενδεικτικά, ο ΕΦΚ είναι περί τα 12 ευρώ το λίτρο άνυδρης αλκοόλης, ενώ για το ούζο το ποσό υπολογίζεται στο μισό. Προς το παρόν και με βάση την εθνική νομοθεσία (Τελωνειακός Κώδικας 2000), το ίδιο καθεστώς με το ούζο ισχύει και για το εμφιαλωμένο τσίπουρο, ενώ για το προϊόν που παράγεται από τους διήμερους αποσταγματοποιούς ο φόρος που αναλογεί είναι 0,59 ευρώ/λίτρο.

Η Κομισιόν θεωρεί ότι ο ΕΦΚ τόσο στο εμφιαλωμένο τσίπουρο όσο και σε εκείνο των διημέρων πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τα υπόλοιπα αλκοολούχα ποτά. Όπως εξηγεί ο κ. Γεωργόπουλος, επισήμως ο ίδιος ο κλάδος των αποσταγματοποιών ελάχιστα μπορεί να κάνει, εφόσον στην πράξη πρόκειται για μια υπόθεση ανάμεσα στην Επιτροπή και ένα κράτος-μέλος.

Σταθερά ψηλά οι εξαγωγές

Η αξία των εξαγωγών των αλκοολούχων ποτών μέχρι το 2017 ξεπερνούσε τις αντίστοιχες του κρασιού, ενώ το 2018 οι εξαγωγές οίνου «πέρασαν» μπροστά με 83 εκατ. ευρώ έναντι 75 εκατ. ευρώ των αλκοολούχων. Το 60% κατευθύνεται στις αγορές της ΕΕ, ενώ το ούζο έχει τη μερίδα του λέοντος, καταλαμβάνοντας το 71,8% των εξαγωγών αλκοολούχων ποτών το 2018.

Είναι αξιοσημείωτο ότι το 60% σε αξία των ελληνικών αλκοολούχων ποτών κατευθύνεται στις αγορές της ΕΕ, ενώ το ούζο έχει τη μερίδα του λέοντος με ποσοστό (σύμφωνα με στοιχεία του 2018) 71,80%. Τα λικέρ αποτυπώνονται στο 2,5%, το τσίπουρο στο 0,5%, ενώ τα υπόλοιπα αλκοολούχα εμφανίζουν μερίδιο 25,19%, με το γνωστό Metaxa σε πρωταρχική θέση.

Όπως τονίζει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του ΔΣ του ΣΕΑΟΠ, Νίκος Καλογιάννης, τα πλεονεκτήματα που καθιστούν ανταγωνιστικά τα ελληνικά αλκοολούχα ποτά είναι οι πρώτες ύλες, ο παραδοσιακός χαρακτήρας τους και οι γεωγραφικές ενδείξεις. «Οι βασικές μας προτεραιότητες», σημειώνει ο ίδιος, «είναι η ενίσχυση και η ανάπτυξη της παραγωγής και διακίνησης των επώνυμων ελληνικών αποσταγμάτων και ποτών, η μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων στην εσωτερική αγορά, η αξιοποίηση του τουρισμού που είναι ο μεγαλύτερος διαφημιστής μας στο εξωτερικό, αλλά και η δημιουργία προγραμμάτων υποστήριξης των εξαγωγών με προβολή στο εξωτερικό».