Εξαγωγικοί κλάδοι και προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας οι πλέον ευάλωτοι στον κορωνοϊό

Τις άμεσες, αλλά και έμμεσες επιπτώσεις της πανδημίας στο σύνολο της εφοδιαστικής αλυσίδας χαρτογραφούν οι βραχυπρόθεσμες προβλέψεις της Κομισιόν για την πορεία των αγροτικών αγορών το 2020

Mια πρώτη εις βάθος αποτίμηση των επιπτώσεων του κορωνοϊού στο σύνολο της ευρωπαϊκής αγροδιατροφικής αλυσίδας, καθώς και σε επιμέρους κατηγορίες προϊόντων με άμεσο ελληνικό ενδιαφέρον, παρέχουν οι βραχυπρόθεσμες προβλέψεις της Κομισιόν για την πορεία των αγροτικών αγορών το 2020 που δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα.

Από την ανάλυση της Επιτροπής προκύπτει ότι σε γενικές γραμμές ο αγροδιατροφικός κλάδος έχει επιδείξει μέχρι στιγμής αξιοσημείωτες αντοχές στους κραδασμούς και στα πρωτοφανή δεδομένα που «γέννησε» η πανδημία. Σε αυτό έχουν συμβάλει η σταθερή ζήτηση για τρόφιμα, καθώς και το γεγονός ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη π.χ. το 2010, η τωρινή κρίση «βρήκε» τις περισσότερες αγορές αγροτικών προϊόντων με αρκετά αποθέματα.

Ωστόσο, οι ρωγμές που προκαλούν στην εφοδιαστική αλυσίδα οι καθυστερήσεις στη διακίνηση των αγαθών συνιστούν μια σημαντική πρόκληση, ενώ το ίδιο ισχύει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό με τη «μετακίνηση» της ζήτησης από τα κανάλια της μαζικής εστίασης και του τουρισμού σε εκείνο της οικιακής κατανάλωσης. Πρόκειται για μια μετατόπιση με αλυσιδωτές και ενδεχομένως βαθύτερες απ’ ό,τι έχει διαφανεί έως τώρα επιπτώσεις, καθώς, όπως σημειώνουν οι αναλυτές, η κατανάλωση στο σπίτι έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται τόσο με την ποιότητα όσο και με τις ποσότητες, τις συσκευασίες, ακόμα και τις τιμές πώλησης των προϊόντων.

Το κρασί και το γάλα, κατά κύριο λόγο, και το ελαιόλαδο κατά δεύτερο είναι οι τρεις κλάδοι οι οποίοι, σύμφωνα με την ανάλυση της Κομισιόν, εμφανίζονται πιο ευάλωτοι στις συνέπειες της πανδημίας και ιδίως στη διαφαινόμενη οικονομική ύφεση, καθώς πρόκειται για δραστηριότητες προσανατολισμένες είτε στις εξαγωγές είτε στην παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αντίθετα, στα σιτηρά δεν αναμένονται σημαντικές μεταβολές στα ισοζύγια προσφοράς-ζήτησης, ενώ σε νωπά φρούτα, όπως τα μήλα και τα πορτοκάλια, με υψηλή διατηρισιμότητα καταγράφεται σημαντική αύξηση της ζήτησης με ταυτόχρονη ενίσχυση των τιμών.

Πηγή ανησυχίας παραμένει η διαθεσιμότητα εργατικών χεριών σε όλους τους κρίκους της εφοδιαστικής αλυσίδας, αφού οι περιορισμοί στις ελεύθερες μετακινήσεις, αλλά και οι φόβοι για την εξάπλωση των κρουσμάτων έχουν προκαλέσει ελλείψεις εργατών τόσο στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις όσο και στις μεταποιητικές μονάδες, ακόμα και στους χώρους αποθήκευσης και φόρτωσης προϊόντων.

Περισσότερες οι εκτάσεις με ελαιοκράμβη

Το 2019/2020, η παραγωγή ελαιοκράμβης στην ΕΕ υποχώρησε στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας 12ετίας, κυρίως λόγω της πτώσης στα καλλιεργούμενα στρέμματα. Τα τελευταία αναμένεται φέτος να ανακάμψουν σε ποσοστό 1,4% στα 105 εκατ., ενώ οι εκτάσεις με σόγια και ηλίανθο εκτιμάται ότι θα κινηθούν κοντά στους μέσους όρους της τελευταίας πενταετίας, με τις σοδειές να ανέρχονται σε 3 εκατ. τόνους και 10,2 εκατ. τόνους αντίστοιχα. Η οικιακή κατανάλωση φυτικών ελαίων αναμένεται να μειωθεί στους 22,3 εκατ. τόνους, ωστόσο η εκτίμηση αυτή παραμένει «ανοιχτή» σε αναθεώρηση λόγω της απρόβλεπτης κατάστασης που έχει διαμορφώσει η νόσος Covid-19. Οι συνολικές ποσότητες ελαιούχων σπόρων που αναμένεται να απορροφήσουν οι μονάδες εκτιμώνται στους 45,4 εκατ. τόνους.

Μειωμένη η παραγωγή στα σιτηρά

Η εμπορική σεζόν 2019-2020, που φτάνει στο τέλος της, χαρακτηρίστηκε από υψηλά αποθέματα ενώ, βάσει των εκτιμήσεων, η παραγωγή το 2020/2021 αναμένεται να αυξηθεί έτι περαιτέρω, με το σιτάρι και το καλαμπόκι να αγγίζουν ιστορικά υψηλά. Παρ’ όλα αυτά, η αγορά του μαλακού σιταριού βίωσε τις προηγούμενες εβδομάδες έντονη κινητικότητα, καθώς η απότομη αύξηση της ζήτησης, σε συνδυασμό με τους περιορισμούς στις εξαγωγές που επέβαλαν κάποια κράτη έδωσαν σημαντική ώθηση στις τιμές. Αντίθετα, οι τιμές του καλαμποκιού «πληρώνουν» τη σύνδεσή τους με την αιθανόλη και, κατ’ επέκταση, τη ζήτηση για ενέργεια που παρουσιάζεται μειωμένη σε παγκόσμιο επίπεδο.

Οι συνολικές εξαγωγές σιταριού της ΕΕ αναμένεται να φτάσουν φέτος τους 31,8 εκατ. τόνους, ενώ εκείνες του κριθαριού, μετά από τα περσινά τριετή χαμηλά, εκτιμάται ότι θα αυξηθούν στους 10,8 εκατ. τόνους. Στο «μέτωπο» των εισαγωγών αναμένεται αύξηση 34% σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας στους 19,4 εκατ. τόνους για το καλαμπόκι στους 19,4 εκατ. τόνους, ενώ για το σκληρό σιτάρι η Κομισιόν βλέπει τις εισαγόμενες ποσότητες να ανέρχονται σε 2,1 εκατ. τόνους.

Εφόσον δεν υπάρξουν απρόβλεπτα με τον καιρό, η συνολική παραγωγή δημητριακών της ΕΕ αναμένεται να φτάσει τους 287,8 εκατ. τόνους το 2020/2021, χαμηλότερη κατά 2,2% σε σχέση με πέρυσι, αλλά υψηλότερη κατά το ίδιο ποσοστό σε σύγκριση το μ.ο. της τελευταίας πενταετίας. Η Επιτροπή σημειώνει ότι η μεγάλη αύξηση στη ζήτηση για άλευρα ενδεχομένως να αποδειχτεί βραχύβια.

Ισχυρή η ζήτηση για μήλα και πορτοκάλια

Η φετινή ευρωπαϊκή παραγωγή μήλων δεν ξεπέρασε τους 10,8 εκατ. τόνους (10% κάτω από τον μέσο όρο της πενταετίας), ενώ η ζήτηση παρουσιάζεται αυξημένη σε ποσοστό που αγγίζει το 9% και ενισχύεται περαιτέρω από τους περιορισμούς στις εισαγωγές τροπικών φρούτων. Οι εξαγωγές στο πρώτο μισό της σεζόν 2019/2020 ήταν 5% πάνω σε σχέση με πέρυσι, ωστόσο, αναμένεται να επιβραδυνθούν τους επόμενους μήνες τόσο λόγω της αυξημένης ζήτησης εντός της ΕΕ όσο και λόγω της μικρότερης παραγωγής αλλά και των δυσκολιών στη διακίνηση σε κάποιες αγορές (π.χ. Ινδία).

Σε ό,τι αφορά τα πορτοκάλια, η κρίση δεν αναμένεται να επηρεάσει ιδιαίτερα την παραγωγή της φετινής σεζόν (αφού η συγκομιδή των πλέον όψιμων ποικιλιών βαίνει προς το τέλος της), η οποία αναμένεται να διαμορφωθεί στους 6,2 εκατ. τόνους, μειωμένη κατά 5% σε σχέση με πέρυσι. Η αυξημένη ζήτηση παγκοσμίως τόσο για τα επιτραπέζια όσο και για τον χυμό σε επίπεδο λιανικής προβλέπεται να υπερκαλύψει τις απώλειες από το κανάλι της μαζικής εστίασης.

Ζόρια για το βοδινό, κερδίζουν έδαφος τα πουλερικά

Στην αγορά κρέατος, η μετατόπιση της ζήτησης από τις υπηρεσίες και την εστίαση στην οικιακή κατανάλωση και η δυνατότητα των αλυσίδων να διαθέτουν περισσότερα και πιο εξειδικευμένα προϊόντα αναμένεται, σύμφωνα με την Κομισιόν, να επηρεάσουν την αγορά. Επί του παρόντος, πάντως, ο κλάδος του βόειου κρέατος συνεχίζει πιέζεται από τις χαμηλές τιμές (όπως συνέβη και την περασμένη χρονιά) και το ίδιο ισχύει και για τις τιμές των ζώντων ζώων. Αντίθετα, οι τιμές είναι αρκετά καλύτερες για το χοιρινό, ωστόσο, η Επιτροπή εκτιμά ότι η παραγωγή θα περιοριστεί εξαιτίας περιβαλλοντικών περιορισμών και του κινδύνου της αφρικανικής πανώλης, ενώ δυσκολίες διαπιστώνονται και στη μεταφορά των ζώων.

Τέλος, στα πουλερικά η ευρωπαϊκή παραγωγή που κινήθηκε ανοδικά το 2019 (1,6% πάνω σε σχέση με ένα χρόνο πριν) αναμένεται να συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο και φέτος, καταγράφοντας νέα αύξηση 1,6%, ευνοούμενη, μεταξύ άλλων, από την προτίμηση που δείχνουν οι καταναλωτές στο κοτόπουλο έναντι ακριβότερων κρεάτων. Ο κλάδος αναμένεται να επηρεαστεί από τα «λουκέτα» στην εστίαση, περισσότερο όμως σε ό,τι αφορά είδη που δεν πωλούνται το ίδιο εύκολα στο λιανεμπόριο (π.χ. πάπιες).

Τα υψηλά αποθέματα συνεχίζουν να πιέζουν τις τιμές ελαιολάδου

Το 2019/2020 η συνολική παραγωγή ελαιολάδου της ΕΕ άγγιξε τους 2 εκατ. τόνους, μειωμένη κατά 15% σε σχέση με την προηγούμενη σεζόν. Η πτώση 35%, που καταγράφηκε στην Ισπανία, δεν αντισταθμίστηκε από τις αυξήσεις σε Ιταλία, Ελλάδα (+43%) και Πορτογαλία. Ωστόσο, σύμφωνα με την Κομισιόν, τα υψηλά αποθέματα (+12% σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας) συνεχίζουν να πιέζουν τις τιμές, οι οποίες, αν και παρουσίασαν σημάδια σταθεροποίησης από τον Φεβρουάριο και μετά, παραμένουν χαμηλές – για παράδειγμα, στο παρθένο ελαιόλαδο βρίσκονται 40% κάτω από τον μέσο όρο της πενταετίας.

Μέχρι τον Φεβρουάριο, οι εξαγωγές της ΕΕ συνέχιζαν να αυξάνονται κατ’ όγκο (+9% σε ετήσια βάση), αλλά και να μειώνονται σε αξία (-8%). Οι δασμοί των ΗΠΑ έπαιξαν τον ρόλο τους σε αυτό, ενώ και σε συνδυασμό με τα προβλήματα διακίνησης λόγω του κορωνοϊού αναμένεται να επιδράσουν αρνητικά στην παγκόσμια ζήτηση για ευρωπαϊκό ελαιόλαδο.

Ωστόσο, οι καραντίνες, σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές, έχουν φέρει αύξηση των πωλήσεων στο οργανωμένο λιανεμπόριο στις κύριες χώρες-παραγωγούς της ΕΕ (οι πωλήσεις στο λιανεμπόριο, καθώς και αυτές που πραγματοποιούνται «χέρι με χέρι» αντιπροσωπεύουν σε αυτές το 85% του συνόλου). Εκεί, λοιπόν, η κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί κατά 13% σε ετήσια βάση, με αποτέλεσμα η νέα σεζόν να ξεκινά με μειωμένα κατά 100.000 τόνους αποθέματα.

Δεν καλύπτονται εύκολα οι απώλειες της εστίασης για το κρασί

Ο κλάδος του κρασιού είναι από αυτούς που έχουν πληγεί βαριά από την πανδημία, δεδομένου ότι ένα 30% της κατανάλωσης απορροφάται ετησίως από το κανάλι της εστίασης, που αυτήν τη στιγμή παραμένει ανενεργό. Οι πωλήσεις στο λιανεμπόριο βέβαια (που αντιπροσωπεύουν το υπόλοιπο 70%) έχουν αυξηθεί, ωστόσο, δεν αρκούν για να αντισταθμιστούν οι απώλειες. Άλλωστε, όπως σημειώνει η Κομισιόν, οι αγορές μέσω των σούπερ μάρκετ αφορούν κυρίως κρασιά μεσαίας τιμής, ενώ τα ακριβότερα, όπως και οι αφρώδεις οίνοι, καταγράφουν υψηλότερες πωλήσεις στα μπαρ και στα εστιατόρια.

Βάσει των παραπάνω, η κατανάλωση κρασιού στην ΕΕ αναμένεται μειωμένη φέτος στα 108 εκατ. εκατόλιτρα (hl), νούμερο που αντιστοιχεί σε μια κατά κεφαλήν κατανάλωση 24 λίτρων (-8% σε σχέση με τον μέσο όρο της πενταετίας). Επιπλέον, τα προσκόμματα στις αποστολές προς κάποιους βασικούς εξαγωγικούς προορισμούς (π.χ. Κίνα) θα συνεχίσουν να επιδρούν αρνητικά στις εξαγωγές, οι οποίες αναμένεται να μειωθούν κατά 14% φέτος σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, παρά το γεγονός ότι το πρώτο μισό της σεζόν έκλεισε με αύξηση 2%. Αυτό εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε μια νέα αύξηση των αποθεμάτων (που ήδη «χτύπησαν» ιστορικό υψηλό πέρυσι) ενόψει της νέας χρονιάς.

Στη χειρότερη στιγμή ήρθε η κρίση για το γάλα

Η πανδημία του κορωνοϊού συνέπεσε με το peak της γαλακτοκομικής σεζόν για την ΕΕ, γεγονός που έχει ενισχύσει τις πιέσεις στις τιμές του αγελαδινού και, όπως σημειώνει η Κομισιόν, είναι πολύ πιθανό να ευνοήσει την παραγωγή προϊόντων χαμηλότερης εντάσεως εργασίας και με μεγαλύτερες δυνατότητες αποθήκευσης (π.χ. σκόνη γάλακτος).

Το 2019, οι εισκομίσεις σε επίπεδο ΕΕ αυξήθηκαν κατά μόλις 0,4% (ο χαμηλότερος ρυθμός αύξησης από το 2012), καθώς η μείωση στο ζωικό κεφάλαιο (-1,2%) αντισταθμίστηκε από την αύξηση των αποδόσεων ανά ζώο. Για τη φετινή χρονιά, οι αναλυτές της Κομισιόν αναμένουν αύξηση –και πάλι– 0,4%, με το ζωικό κεφάλαιο ωστόσο να συνεχίζει να συρρικνώνεται (μείωση 0,7%). Προκειμένου να διαχειριστούν τις πιθανές, λόγω του Covid-19, ελλείψεις σε σύνθετες ζωοτροφές, οι κτηνοτρόφοι αναμένεται να στραφούν στην ιδιοκαλλιέργεια ζωοτροφών, κάτι που όμως εκτιμάται ότι θα έχει επίπτωση στις αποδόσεις.

Το πέρασμα του κορωνοϊού από την Κίνα άφησε πίσω του χαμηλότερες τιμές για τη σκόνη γάλακτος και, παρά την ανάκαμψη που εμφανίζει πλέον η ζήτηση στη χώρα, οι πιέσεις στις τιμές αναμένεται να συνεχιστούν, καθώς τα αποθέματα σκόνης παραμένουν υψηλά.

Η Κομισιόν αναμένει, πάντως, ότι τα «λουκέτα» στην εστίαση, αλλά και οι περιορισμοί στις υπαίθριες αγορές, θα επηρεάσουν αρνητικά τις πωλήσεις προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως τα τυριά ΠΟΠ-ΠΓΕ.