Σε αχαρτογράφητα νερά οι αγορές σιτηρών και ζωοτροφών

Με terra incognita μοιάζει όλο και περισσότερο το τοπίο που διαμορφώνεται στην παγκόσμια αγορά σιτηρών, καθώς όσο οι εβδομάδες κυλούν, οι αναλυτές και το σύνολο των συντελεστών της αγροδιατροφικής αλυσίδας συνειδητοποιούν ότι οι μετασεισμοί του πολέμου στην Ουκρανία θα συνεχίσουν να γίνονται αισθητοί για αρκετό καιρό ακόμα, ενώ το μέγεθός τους θα είναι μεγαλύτερο απ’ όσο είχε αρχικά εκτιμηθεί.
Χορός κυρώσεων και περιορισμών
Οι άμεσες επιπτώσεις της κρίσης αποτυπώθηκαν σε πρώτη φάση στις αυξήσεις στις τιμές των εμπορευμάτων και στη διαταραχή ή και διακοπή των εμπορικών ροών, συνεπεία και της «απενεργοποίησης» των ουκρανικών λιμανιών στη Μαύρη Θάλασσα. Ακολούθησαν οι κυρώσεις της Δύσης προς τη Μόσχα, με σημαντικότερη εξ αυτών τον αποκλεισμό πολλών ρωσικών τραπεζών από το σύστημα SWIFT, ο οποίος δυσχεραίνει σε μεγάλο βαθμό τις συναλλαγές με τις εκεί επιχειρήσεις, δημιουργώντας επιπλέον προσκόμματα στις εξαγωγές.
Η απάντηση της Μόσχας ήρθε με το «απαγορευτικό» στις εξαγωγές σιτηρών μέχρι τις 30 Ιουνίου, αν και η αναπληρώτρια πρωθυπουργός, Victoria Abramchenko, άφησε ανοιχτό το παράθυρο για εξαγωγές με ειδική άδεια υπό το σύστημα ποσοστώσεων, που έχει εδώ και αρκετούς μήνες θέσει σε εφαρμογή η χώρα.
Στο μεσοδιάστημα, ο πανικός και η ανασφάλεια οδήγησαν αρκετές ευρωπαϊκές χώρες τόσο εκτός ΕΕ (Μολδαβία, Σερβία) όσο και εντός ΕΕ (Ουγγαρία, Βουλγαρία) να παύσουν ή να περιορίσουν σε μεγάλο βαθμό τις εξαγωγές τους, ακόμα κι αν, στη δεύτερη περίπτωση, αυτό αντιβαίνει στις αρχές της Κοινής Αγοράς.
Σε άμεσο επίπεδο, σύμφωνα με την Hemeline Macret, αναλύτρια Σιτηρών της Strategie Grains, τουλάχιστον 5 εκατ. τόνοι ουκρανικού μαλακού σιταριού είναι πολύ πιθανό να τεθούν εκτός αγοράς τους επόμενους μήνες, ενώ σημαντικές ποσότητες υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να υποβαθμιστούν ποιοτικά.
Αντίστοιχα, στο καλαμπόκι, και εφόσον η σύγκρουση συνεχιστεί μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού, αναμένεται οι εξαγωγές της χώρας να μειωθούν κατά περίπου 12 εκατ. τόνους.
Μείον 10 εκατ. τόνους η επόμενη σεζόν
Οι συνέπειες, όμως, δεν περιορίζονται στην τρέχουσα σεζόν. H Strategie Grains εκτιμά ότι, λόγω των δυσκολιών ή και της πλήρους αδυναμίας των Ουκρανών παραγωγών να προχωρήσουν στις ανοιξιάτικες φυτεύσεις, η παγκόσμια παραγωγή δημητριακών που θα διατεθεί στην αγορά την επόμενη εμπορική περίοδο (2022/2023) θα είναι μειωμένη κατά 10-12 εκατ. τόνους σε σχέση με φέτος, όταν πριν από την έναρξη του πολέμου αναμενόταν αύξηση κατά 25 εκατ. τόνους.
Ακόμα κι αν η λειτουργία των λιμανιών της Μαύρης Θάλασσας αποκατασταθεί τους επόμενους μήνες, το κενό αυτό είναι δύσκολο να καλυφθεί από τους υπόλοιπους μεγάλους εξαγωγικούς παίκτες. Η κα Macret προβλέπει ότι τα αποθέματα θα παραμείνουν πολύ χαμηλά στις κύριες εξαγωγικές χώρες τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι του 2023, ενώ οι τιμές θα συντηρηθούν σε υψηλά επίπεδα για αρκετό καιρό ακόμα.
Ο συνδυασμός των εκατέρωθεν κυρώσεων και των περιορισμών στις εξαγωγές έρχεται να δώσει επιπλέον ώθηση σε μια αγορά που και προ του πολέμου βρισκόταν σε ανοδικό κανάλι. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Αίγυπτος αναγκάστηκε να ακυρώσει τους δύο τελευταίους διαγωνισμούς για την προμήθεια μαλακού σιταριού, λόγω του μικρού αριθμού προσφορών, αλλά και των δυσθεώρητα υψηλών τιμών.
Στα φυτικά έλαια, η κατάσταση είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο εκρηκτική. Η Ουκρανία είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής ηλιελαίου στην παγκόσμια αγορά και ο πόλεμος οδήγησε σε παύση εξαγωγών από τα ουκρανικά λιμάνια.
Όπως εξηγεί η αναλύτρια, η έλλειψη του ηλιελαίου είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί και η τιμή του κραμβελαίου, στο οποίο αναζήτησαν εναλλακτική πολλές βιομηχανίες τροφίμων.
Μια ιστορική αναδρομή
Πέρα από τη φετινή ή την επόμενη εμπορική σεζόν, κάποιοι αναλυτές θεωρούν ότι ο αντίκτυπος της ρωσο-ουκρανικής κρίσης στην αγροδιατροφή θα είναι μακροπρόθεσμος, όχι μόνο για την Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Κίνα και την Ουκρανία, αλλά και για την ίδια τη Ρωσία, ακόμα κι αν βγει νικήτρια από τη σύγκρουση στο πεδίο. Για να γίνει κατανοητή η εκτίμηση αυτή, είναι χρήσιμη μια σύντομη ιστορική αναδρομή.
Σύμφωνα με την Angela Weck, καθηγήτρια Ρωσικής Εξωτερικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Bradley, επί εποχής ΕΣΣΔ, σχεδόν το 25% της αγροτικής παραγωγής της χώρας προερχόταν από τα εδάφη που οριοθετούν τη σημερινή Ουκρανία. Με τα σύνορα που διαμορφώθηκαν στη μετά-σοβιετική εποχή, η Ουκρανία κατέχει περισσότερη καλλιεργήσιμη γη από τη Ρωσία, αν και σε έκταση είναι 28 φορές μικρότερη. Αντίστοιχα, το 71% της γης στην Ουκρανία χρησιμοποιείται στην αγροτική παραγωγή και το 56% είναι καλλιεργήσιμο, όταν τα αντίστοιχα ποσοστά για τη Ρωσία είναι 13% και 7%.
Σύμφωνα με την IHS Markit, η ανάδειξη των δύο αντιμαχόμενων σήμερα χωρών σε «αναδυόμενες αγροτικές υπερδυνάμεις» τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, υπήρξε παράλληλη. Στις αρχές του ’90, όταν η Σοβιετική Ένωση άρχισε να φυλλοροεί, Ρωσία και Ουκρανία αντιστοιχούσαν μόλις στο 1,5% του παγκόσμιου εμπορίου μαλακού σιταριού. Σήμερα, οι εξαγωγές τους αγγίζουν το 30%, με το ποσοστό της Ρωσίας να φτάνει το 18% και της Ουκρανίας το 10%.
Αντίστοιχα, στο κριθάρι, από κάτω του 2% τη δεκαετία του 1990, σήμερα οι εξαγωγές τους συνδυαστικά ξεπερνούν το 30%, με το μερίδιο της καθεμιάς να ξεπερνά το 15%. Στο καλαμπόκι, η Ουκρανία από 1% τρεις δεκαετίες πριν, σήμερα εξάγει πάνω από το 15% των ποσοτήτων που διακινούνται παγκοσμίως. Στις αρχές του ’90, καμία από τις δύο χώρες δεν εξήγαγε κραμβέλαιο. Σήμερα κατέχουν πάνω από το 15% των παγκόσμιων εξαγωγών, ενώ στο ηλιέλαιο το μερίδιό τους από 8% έχει αναρριχηθεί στο 75% και μόνη της η Ουκρανία προσεγγίζει το 50%.
Κατά την IHS Markit, στην ταχύτατη ανάπτυξη τόσο της ουκρανικής, όσο και της ρωσικής γεωργίας, τα τελευταία 20 και πλέον χρόνια, συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό η εισροή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων και τεχνογνωσίας.
«Στις αρχές του 2000, πολλοί επαγγελματίες αγρότες μετανάστευσαν στην Ουκρανία, μεταμορφώνοντας μικρές εκμεταλλεύσεις των 20 έως 50 στρεμμάτων σε σύγχρονες, μεγάλης κλίμακας αγροτικές επιχειρήσεις. Έτσι, σταδιακά, η ουκρανική παραγωγή άρχισε να μεταμορφώνεται. Μια παρόμοια μεταμόρφωση συνέβη και στη Ρωσία, μέσω των άμεσων ξένων επενδύσεων».
Σύμφωνα με την ίδια, αυτό αποτυπώνεται και στη σύγκριση των αποδόσεων στα 16 χρόνια μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, διάστημα στο οποίο η εισροή ξένων κεφαλαίων ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη, με εκείνες της επόμενης δεκαετίας.
Ενδεικτικά, στη Ρωσία, από το 1990/1991 μέχρι το 2005/2006, οι αποδόσεις στο μαλακό σιτάρι αυξάνονταν με ρυθμό 0,4% ετησίως. Από το 2006/2007 μέχρι το 2021/2022, ο ρυθμός αύξησης των αποδόσεων πολλαπλασιάστηκε, φτάνοντας το 2,6% σε ετήσια βάση.
Στην Ουκρανία, η εικόνα είναι ακόμα πιο αποκαλυπτική. Στην πρώτη 16ετία οι αποδόσεις στην καλλιέργεια μαλακού σιταριού υποχωρούσαν με ρυθμό 2,4% ετησίως, ενώ στη δεύτερη 16ετία το πρόσημο έγινε θετικό και η αύξηση έφτασε το 3,3% σε ετήσια βάση.
Επομένως, σύμφωνα πάντα με την προσέγγιση της IHS Markit, αν η σύγκρουση έχει ως αποτέλεσμα Ουκρανοί αγρότες να μεταναστεύσουν σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης ή να διακοπεί η εισροή ξένων κεφαλαίων στη Ρωσία (κάτι που βλέπουμε ήδη να συμβαίνει), ο κίνδυνος ενός… πισωγυρίσματος για τη γεωργία αμφότερων των χωρών είναι καθ’ όλα ρεαλιστικός.
Παίρνουν την ανηφόρα αμινοξέα και ιχνοστοιχεία
Η Ρωσία είναι από τους σημαντικότερους προμηθευτές ιχνοστοιχείων στην παγκόσμια αγορά, ενώ κατέχει μερίδιο 7% στις φωσφορικές ζωοτροφές. Ήδη εκφράζονται φόβοι ότι θα υπάρχουν ελλείψεις, ιδίως στην περίπτωση που οι κυρώσεις «αγγίξουν» και τη Λιθουανία, όπου πολλές ρωσικές επιχειρήσεις του κλάδου διαθέτουν εγκαταστάσεις παραγωγής. Επιπλέον, το καλαμπόκι είναι βασική πρώτη ύλη για τα αμινοξέα που παράγονται κατά κύριο λόγο στην Κίνα, επομένως η αύξηση της τιμής του αραβόσιτου, αλλά και η διαταραχή των εμπορικών ροών (σ.σ. η Ουκρανία πέρυσι αντιπροσώπευε το 29% των εισαγωγών καλαμποκιού που πραγματοποίησε το Πεκίνο), συμπαρασύρει αναπόφευκτα το κόστος των αμινοξέων. Όλα αυτά, σε μια στιγμή που και η σόγια «γράφει» ιστορικά υψηλά, περιορίζοντας τις εναλλακτικές των κτηνοτρόφων. |