Ο αγρότης δεν μπορεί να φορτωθεί μόνος του το «καλάθι της νοικοκυράς»

Ένα «καλάθι νοικοκυράς» με 50 προϊόντα δεσμεύθηκαν να παρουσιάσουν οι αλυσίδες λιανικής στη συνάντησή τους με τους αρμόδιους υπουργούς την Τετάρτη, ώστε να συγκρατηθούν οι τιμές που πληρώνει ο καταναλωτής. Μάλιστα, τις επόμενες ημέρες πρόκειται να ακολουθήσει και μία αντίστοιχη συνάντηση με εκπροσώπους της βιομηχανίας.

Μεγάλο μέρος του περιεχομένου του καλαθιού θα αφορά προϊόντα διατροφής, κάτι βέβαια αναμενόμενο για τουλάχιστον δύο λόγους. Αφενός, γιατί αποτελούν τα βασικά «είδη επιβίωσης», τα οποία απορροφούν περισσότερο από το 1/4 των δαπανών ενός νοικοκυριού. Αφετέρου, γιατί πράγματι στην Ελλάδα καταγράφονται τάσεις υψηλότερης αύξησης των τιμών που πληρώνει ο καταναλωτής για αυτά, σε σύγκριση με τον μέσο όρο των άλλων χωρών μελών της ΕΕ.

Την περασμένη εβδομάδα, η Eurostat δημοσίευσε τα στοιχεία των τιμών που εισπράττει ο παραγωγός κάθε χώρας μέλους και αυτών που πληρώνει για αγροτικά εφόδια, για το δεύτερο τρίμηνο του έτους που διανύουμε.

Μερικά από τα συμπεράσματα που καταγράφονται είναι τα εξής:

Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι την περίοδο από το δεύτερο τρίμηνο του 2021 έως το δεύτερο τρίμηνο του 2022 οι μέσες αυξήσεις που έλαβε ο Έλληνας παραγωγός ανήλθαν στο 14,4%. Η αύξηση αυτή είναι η τρίτη χαμηλότερη της ΕΕ, καθώς μόνο στη Μάλτα και στην Κύπρο ο αγρότης εισέπραξε χαμηλότερες τιμές. Αυτά, βέβαια, τη στιγμή κατά την οποία ο Έλληνας καταναλωτής πληρώνει μέσες τιμές ειδών διατροφής υψηλότερες από τον κοινοτικό μέσο όρο.

Το δεύτερο συμπέρασμα σχετίζεται με το κόστος που καταβάλλει ο Έλληνας αγρότης για την αγορά εφοδίων. Την ίδια περίοδο, αυτό αυξήθηκε κατά 30,2%, δηλαδή υπερδιπλάσιο της αύξησης των τιμών παραγωγού.

Μπορεί, λοιπόν, η συγκράτηση των τιμών καταναλωτή να είναι υψίστης σπουδαιότητας, ωστόσο μέλημα των αρμόδιων υπουργών θα πρέπει να είναι ότι το φορτίο αυτό δεν μπορεί να πέσει πρωτίστως στις πλάτες του αγρότη. Γιατί διαφορετικά δεν εξηγείται το φαινόμενο ο αγρότης στην Ελλάδα να εισπράττει σχεδόν τις χαμηλότερες τιμές και ο καταναλωτής να πληρώνει συστηματικά πάνω από την υπόλοιπη ΕΕ.