Άλμα 70% στα έσοδα της Ρωσίας από τις εξαγωγές λιπασμάτων

Παρά τα προσκόμματα, η πτώση στις ποσότητες δεν ξεπέρασε το 10%

Με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, αρκετοί ήταν αυτοί που έσπευσαν να προδικάσουν ότι οι ρωσικές εξαγωγές λιπασμάτων θα υφίσταντο σοβαρό πλήγμα το οποίο, πέρα από το όποιο οικονομικό τίμημα για τη χώρα, θα είχε και σοβαρές επιπτώσεις για την παγκόσμια αγροδιατροφική αλυσίδα.

Οι προβλέψεις αυτές βασίζονταν κυρίως στην υπόθεση ότι τα εμπόδια που θα υψώνονταν στη διακίνησή τους μέσω της ΕΕ θα ήταν στην πράξη δύσκολο να υπερνικηθούν. Από… την ανάποδη, το επιχείρημα αυτό χρησιμοποιήθηκε και από την ίδια τη Μόσχα, η οποία ουκ ολίγες φορές επικαλέστηκε κινδύνους για την επισιτιστική ασφάλεια, ιδίως των χωρών της Αφρικής, λόγω της «τιμωρητικής» πολιτικής των Βρυξελλών, «δείχνοντάς» τες παράλληλα ως (συν)υπεύθυνες για την άνοδο των τιμών και την αλματώδη αύξηση του κόστους παραγωγής των αγροτών.

Στη διάρκεια των προηγούμενων μηνών, πολλά φορτία με ρωσικά λιπάσματα βρέθηκαν εγκλωβισμένα σε λιμάνια της Ολλανδίας, του Βελγίου, της Εσθονίας, της Λιθουανίας κ.ά.

Επισήμως, οι ευρωπαϊκές κυρώσεις δεν άγγιζαν τα λιπάσματα και τα αγροτικά προϊόντα, όμως στην πραγματικότητα, όπως παραδέχτηκαν και Ευρωπαίοι διπλωμάτες, δημιούργησαν ένα καθεστώς νομικής σύγχυσης, το οποίο αφενός δυσκόλευε την πρόσβαση των ρωσικών εταιρειών σε απαραίτητα για την εκτέλεση των αποστολών τραπεζικά κεφάλαια, αφετέρου απέτρεπε τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις από το να εμπλακούν σε συναλλαγές με πρόσωπα ή νομικές οντότητες που βρίσκονταν στη «μαύρη λίστα» της ΕΕ.

Μάλιστα, ορισμένοι ευρωπαϊκοί όμιλοι και αγοραστές πήγαν ένα βήμα παραπέρα, προχωρώντας με δική τους πρωτοβουλία σε μποϊκοτάζ των ρωσικών προϊόντων.

Στο τέλος της ημέρας, πάντως, όλα αυτά φαίνεται ότι δεν επηρέασαν ιδιαίτερα τη ρωσική βιομηχανία λιπασμάτων, τουλάχιστον όχι στον βαθμό που προεξοφλούσαν οι αρχικές εκτιμήσεις των αναλυτών. Σύμφωνα με τους Financial Times, που επικαλούνται στοιχεία του ΟΗΕ, στο δεκάμηνο του 2022 οι εξαγωγές των ρωσικών επιχειρήσεων του κλάδου ανήλθαν σε 16,7 δισ. δολάρια, σημειώνοντας αύξηση 70% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021.

Προφανώς, η εκτόξευση των διεθνών τιμών των λιπασμάτων έπαιξε τον ρόλο της, όμως και σε επίπεδο όγκου οι εξαγωγές της χώρας στο διάστημα αυτό ήταν μειωμένες κατά μόλις 10% σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν, καθώς, όπως αναφέρει η εφημερίδα, χώρες όπως η Ινδία, η Τουρκία και το Βιετνάμ απορρόφησαν μεγαλύτερες ποσότητες.

Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι και οι εξαγωγές σιτηρών αυξήθηκαν 21% στο τελευταίο τρίμηνο του 2022, επιστρέφοντας ουσιαστικά στα προπολεμικά επίπεδα.

Πτώση για την αμμωνία

Ωστόσο, η εικόνα δεν είναι το ίδιο καλή σε ό,τι αφορά την αμμωνία, οι εξαγωγές της οποίας στο εννεάμηνο του 2022 υποχώρησαν κατά 76% σε όγκο σε σχέση με το εννεάμηνο του 2021. Η πτώση οφείλεται προφανώς στο κλείσιμο του αγωγού που ετησίως μεταφέρει έως και 2,5 εκατ. τόνους αυτού του βασικού για την παραγωγή αζωτούχων λιπασμάτων συστατικού από την περιοχή του Βόλγα στη Ρωσία μέχρι το λιμάνι Πιβντένι της Μαύρης Θάλασσας στην Οδησσό.

Επιπλέον, η αποκλιμάκωση πλέον των τιμών των λιπασμάτων και η αυξημένη παραγωγή των ευρωπαϊκών λιπασματοβιομηχανιών, βοηθούντος και του φθηνότερου φυσικού αερίου που την περασμένη εβδομάδα υποχώρησε σε χαμηλό 17 μηνών, προοικονομούν ότι δύσκολα οι ρωσικές επιχειρήσεις θα επωφεληθούν για άλλη μια χρονιά από τις υψηλές τιμές.

«Οι εισαγωγές της ΕΕ θα μειωθούν σε σημαντικό βαθμό και αυτό είναι ένα καλό νέο για τους αγρότες όλου του κόσμου», δηλώνει στους Financial Times ο αναπληρωτής διευθυντής Εμπορίου και Αγορών του FAO, Josef Schmidhuber.

«Η παραγωγή λιπασμάτων στην Ευρώπη είναι πλέον κερδοφόρα και οι βιομηχανίες του χώρου παράγουν όλο και περισσότερο προϊόν», σημείωσε από την πλευρά του ο αναλυτής λιπασμάτων της CRU, Chris Lawson. «Υπάρχει πια άφθονη προσφορά αζώτου, τη στιγμή που αναμένουμε πτωτικό σερί στις τιμές τόσο του καλίου όσο του φωσφόρου», πρόσθεσε.