Ευρωπαϊκή Επιτροπή: Μια «διάθεση για διάλογο» που γεννά ερωτήματα…

Την περασμένη εβδομάδα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να εκδώσει επίσημη δήλωση, με την οποία διαβεβαιώνει ότι παραμένει «ανοιχτή στον διάλογο» με τους συννομοθέτες για το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο και για τις προτάσεις της σχετικά με το Ενιαίο Ταμείο και τον σχετικό κανονισμό για τα «εθνικά και περιφερειακά σχέδια εταιρικής σχέσης». Μια τέτοια δήλωση ενδέχεται να θεωρηθεί παράδοξη, δεδομένου ότι η Επιτροπή, θεσμικά, καλείται να υλοποιεί τις κατευθύνσεις των συννομοθετών, δηλαδή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
Η συγκεκριμένη τοποθέτηση ακολούθησε την παρέμβαση του αντιπροέδρου της Επιτροπής,
κ. [Ραφαέλε] Φίτο (αρμόδιου για την πολιτική συνοχής και την αγροτική πολιτική), ο οποίος άφησε να εννοηθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι η Επιτροπή ενδέχεται να εξετάσει τροποποιήσεις στις προτάσεις της.
Η χρονική συγκυρία είναι χαρακτηριστική: Επί σχεδόν δύο χρόνια, η πρόεδρος της Επιτροπής εισήγαγε, διαδοχικά, έναν «στρατηγικό διάλογο» για τον αγροτικό κόσμο και ένα «Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τη Γεωργία και τα Τρόφιμα», χωρίς όμως να ενσωματώσει τα μηνύματα και τις προτάσεις που κατέθεσε ο αγροτικός τομέας και στο τέλος κατέθεσε πακέτο μεταρρυθμίσεων που περικόπτουν και επανακρατικοποιούν την ΚΑΠ.
Την Παρασκευή, η Σοσιαλιστική Ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απέστειλε επιστολή προς την κα φον ντερ Λάιεν, απορρίπτοντας την πρόταση για το Ενιαίο Ταμείο. Κατά την άποψή της, η πρόταση αυτή οδηγεί σε κατάργηση της ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής, αποδυνάμωση της πολιτικής συνοχής και περικοπή με επανακρατικοποίηση της μοναδικής πλήρως ευρωπαϊκής πολιτικής: Της ΚΑΠ.
Παράλληλα, ο εισηγητής του ΕΛΚ για τον προϋπολογισμό και η μεγάλη πλειοψηφία των ευρωβουλευτών στηρίζουν την κατάθεση πρότασης απόρριψης του κανονισμού για το Ενιαίο Ταμείο, η οποία μπορεί να τεθεί σε ψηφοφορία στην Ολομέλεια στις αρχές Νοεμβρίου, εφόσον η Επιτροπή δεν προβεί σε ουσιαστικές κινήσεις για την αποκατάσταση μιας πραγματικά ευρωπαϊκής διάστασης της ΚΑΠ.
Υπό αυτό το πρίσμα, η δήλωση της Επιτροπής μοιάζει περισσότερο ανησυχητική παρά καθησυχαστική, καθώς ουσιαστικά περιορίζεται στο ότι «θα ακούσει τους συννομοθέτες» κατά τις διαπραγματεύσεις επί των προτάσεων που παρουσίασε στις 16 Ιουλίου, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν προτίθεται να επανέλθει με επικαιροποιημένα κείμενα, παρότι ευρωβουλευτές τα χαρακτηρίζουν «προτάσεις που δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση συζήτησης». Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι μέρος των ευρωβουλευτών, ιδίως από την Ολλανδία και τις σκανδιναβικές χώρες, καθώς και σχεδόν όλα τα υπουργεία Οικονομικών των κρατών-μελών, ευθυγραμμίζονται με τη γραμμή της Επιτροπής και τις προτάσεις της.










