Με τις «ευλογίες» των χύμα εξαγωγών… το Made in Italy καρπώνεται την υπεραξία του ελληνικού ελαιολάδου

Στα 200 εκατ. ευρώ αποτιμάται η ετήσια απώλεια για το εγχώριο προϊόν και τους παραγωγούς
30/12/2025
7' διάβασμα
me-tis-evlogies-ton-chyma-exagogon-to-made-in-italy-karponetai-tin-yperaxia-tou-ellinikou-elaioladou-370404

Απώλεια υπεραξίας της τάξεως του 1,3 ευρώ/κιλό, αντίστοιχης των 200 εκατ. ευρώ ετησίως, γράφει το ελληνικό ελαιόλαδο από τις πρακτικές των χύμα εξαγωγών προς άλλες, «έμπειρες» εξαγωγικά ελαιοπαραγωγούς χώρες, καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν οι χρόνιες παθογένειες του χαμηλού βαθμού τυποποίησης της εγχώριας παραγωγής.

Η χώρα μας, αν και κατέχει περίπου το 10% της παγκόσμιας προσφοράς προϊόντος, στη διεθνή αγορά επώνυμου τυποποιημένου προϊόντος κατέχει μερίδιο που δεν υπερβαίνει το 2%-3%, αφού οι μεγαλύτερες ποσότητες εξάγονται χύμα σε άλλες ελαιοπαραγωγικές χώρες, οι οποίες έχουν εδραιώσει τη φήμη τους στο διεθνές εμπόριο τυποποιημένου προϊόντος και, ως εκ τούτου, καρπώνονται την υπεραξία από αυτό το προϊόν. Αυτά είναι μερικά από τα συμπεράσματα της πρόσφατης έρευνας αγοράς για την ιταλική αγορά ελαιολάδου, που διεξήγαγε το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στη Ρώμη.

Ένα ιδιαίτερα σημαντικό ποσοστό, της τάξεως του 70% των ελληνικών εξαγωγών, κατευθύνεται στην Ιταλία και την Ισπανία, με τιμή κατά 25% υποδεέστερη από αντίστοιχες που απολαμβάνουν οι εξαγωγές στις υπόλοιπες χώρες προορισμού, όπως αναφέρει το ενημερωτικό σημείωμα του Γραφείου ΟΕΥ.

Όπως τονίζεται, αυτή η απόκλιση αντικατοπτρίζει, ουσιαστικά, τον χαμηλό βαθμό τυποποίησης της ελληνικής παραγωγής (σχεδόν 30%, έναντι 70% στην Ισπανία και σχεδόν 100% στην Ιταλία), που λειτουργεί ανασταλτικά στην προώθηση του ελληνικού ελαιολάδου ως επώνυμου προϊόντος στο εξωτερικό.

«Αντ’ αυτού, το ελληνικό ελαιόλαδο εξάγεται χύδην, κυρίως σε Ιταλία και Ισπανία (σε τιμές ακόμη χαμηλότερες από ό,τι το εξάγουν σε άλλες χώρες), αναμειγνύεται με ετερόκλητων προελεύσεων (συνήθως χαμηλότερης ποιότητας) ελαιόλαδο, συσκευάζεται από τις προαναφερθείσες μεγάλες ελαιοπαραγωγούς και έμπειρες εξαγωγικά (με όρους marketing) χώρες και διακινείται στη διεθνή αγορά ως επώνυμο εγχώριο προϊόν τους, σε υπερδιπλάσια τιμή», υπογραμμίζεται στην έρευνα.

Screenshot

H λανθασμένη αντίληψη των αγορών για αμιγώς ιταλικό προϊόν

Η Ιταλία είναι η πρώτη χώρα που κατέκτησε τις διεθνείς αγορές, ωστόσο από τη δεκαετία του 1990 παραμένει στάσιμη παραγωγικά, γεγονός που την αναγκάζει να αναζητά από άλλες ελαιοπαραγωγούς της Μεσογείου ποσότητες για την κάλυψη των εξαγωγικών της αναγκών, αφού η εγχώρια παραγωγή μετά βίας καλύπτει την εγχώρια ζήτηση.

Οι τέσσερις βασικές χώρες προμηθευτές ελαιολάδου, Ισπανία, Ελλάδα, Τυνησία, Πορτογαλία, καλύπτουν το 99,4% της ιταλικής αγοράς, ενώ στην κατηγορία του βιολογικού το 50,29% της παραγωγής της Τυνησίας εξάγεται στην Ιταλία χύμα, όπως σημειώνεται στην έρευνα. Ως προς το ελληνικό προϊόν, παρά το αυτοτελές αποτύπωμά του και το ισχυρό μερίδιο στις εμπορευματικές συναλλαγές, δεν έχει «εγγραφεί» στις διεθνείς αγορές ως επώνυμο προϊόν, όπως επισημαίνεται.

Στις αγορές των ΗΠΑ, αλλά και της Ευρώπης, το ελαιόλαδο είναι «ιταλικό προϊόν», υπογραμμίζει ο Rafael Pico, πρόεδρος της Ισπανικής Ένωσης Εξαγωγέων ASOLIVA, προσθέτοντας χαρακτηριστικά ότι «αυτός που χτυπά πρώτος, χτυπά δύο φορές».

Μόνο το 30% του ελαιολάδου που τυποποιείται στην Ιταλία αποτελεί προϊόν αποκλειστικά ιταλικής προέλευσης, επισημαίνεται σε άλλο σημείο στην έρευνα του Γραφείου ΟΕΥ, με την εγχώρια αγορά της γειτονικής χώρας να κυριαρχείται από μη αυτογενώς ιταλικές μάρκες, που δεν φέρουν ονομασία προέλευσης. Το επώνυμο ελληνικό ελαιόλαδο απουσιάζει από την ιταλική αγορά και αντ’ αυτού κυριαρχούν τα ανάμεικτα ελαιόλαδα ιταλικής επεξεργασίας. Όμως, και στις διεθνείς αγορές, η ελληνική παθογένεια της χαμηλής ελαιουργικής τυποποίησης παράλληλα με τη μακροχρόνια εδραιωμένη πρακτική των Ιταλών τυποποιητών να αποκτούν ποσότητες από την ελληνική παραγωγή προς ανάμειξη, έχουν ως συνέπεια ένα προϊόν «μεταλλαγμένο, καταγεγραμμένο στη συνείδηση των καταναλωτών παγκοσμίως ως προϊόν «Made in Italy».

Αυτό ενισχύει τη λανθασμένη αντίληψη στις αγορές ότι το ιταλικό προϊόν είναι ανώτερης ποιότητας σε σύγκριση με αυτό των γειτονικών μεσογειακών χωρών», καταλήγει η έρευνα. Υπογραμμίζει, όμως, τις δυνατότητες αξιοποίησης που εξακολουθούν να υπάρχουν για τους Έλληνες παραγωγούς ποιοτικών, πιστοποιημένων ΠΟΠ/ΠΓΕ προϊόντων, επενδύοντας στις τεχνικές του branding και του marketing, στην κορυφαία ιταλική αγορά που έχει υψηλή ζήτηση για premium προϊόντα.

Ιδιαίτερα θετικό το εμπορικό ισοζύγιο ελαιολάδου για την Ελλάδα

Παρά τις παραπάνω παθογένειες και παρά το γεγονός ότι το 2024 καταγράφηκε μείωση του εμπορικού ισοζυγίου κατά 34,17% σε αξία και κατά 45,23% σε ποσότητα σε σύγκριση με το 2023, η Ιταλία παραμένει σημαντικός εταίρος για τις ελληνικές εξαγωγές ελαιολάδου, με τις τελευταίες να είναι έως και 50 φορές μεγαλύτερες από τις εισαγωγές τόσο σε ποσότητες όσο και σε αξία, σημειώνει το Γραφείο ΟΕΥ.

Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που επεξεργάστηκε το Γραφείο ΟΕΥ της Ρώμης, η αξία των ελληνικών εξαγωγών ελαιολάδου (CN4) των κωδικών 1509 και 1510 (κατηγορίες ελαιόλαδο και κλάσματα έστω και εξευγενισμένα, όχι χημικώς μετασχηματισμένα και άλλα λάδια και κλάσματα αντίστοιχα χωρίς χημικό μετασχηματισμό, καθώς και κλάσματα αυτών) το 2024, ανήλθε στα 535,18 εκατ. ευρώ, ενώ αυτή των εισαγωγών την ίδια χρονιά στα 10,33 εκατ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά τις ποσότητες, αυτές των εξαγωγών άγγιξαν σχεδόν τους 85.000 τόνους και, αντίστροφα, των εισαγωγών τους μόλις 1.936,47 τόνους.

Η Ιταλία (497, 80 εκατ. ευρώ), η Γερμανία (123,16 εκατ. ευρώ), οι ΗΠΑ (74,88 εκατ. ευρώ), το Ηνωμένο Βασίλειο (26,42 εκατ. ευρώ), η Ισπανία (22,22 εκατ. ευρώ) και η Αυστρία (18,77 εκατ. ευρώ) συνιστούν την πρώτη εξάδα των κυριότερων χωρών αγοραστών ελληνικού ελαιολάδου (CN1509) το 2024, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας. Αντίστοιχα, για την κατηγορία CN1510, η πρώτη εξάδα των κυριότερων χωρών-αγοραστών ελληνικού ελαιολάδου το 2024 αποτελείται από τις Ιταλία (37,38 εκατ. ευρώ), Ισπανία (29,48 εκατ. ευρώ), Πολωνία (7,01 εκατ. ευρώ), ΗΠΑ (1,47 εκατ. ευρώ), Βουλγαρία (1 εκατ. ευρώ) και Γερμανία (916.740 ευρώ).

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: