«A River Runs Through It» (1992): Αποκαθιστώντας τη σχέση μας με το ποταμίσιο οικοσύστημα

Μετά από πολλά χρόνια κατάχρησης των ποταμών, η ανάγκη ώστε η ανθρωπότητα να αποκαταστήσει τη σχέση της μαζί τους είναι πιο επιβεβλημένη από ποτέ. Η ταινία που ίσως έχει αποτυπώσει με τον πιο ανεξίτηλο τρόπο την εγγενή σύνδεση του ανθρώπου με το παρθένο ποταμίσιο οικοσύστημα και την υπερβατική διάσταση αυτής της σχέσης, όταν φυσικά αυτή διέπεται από αρμονία και συμβιωτικότητα, είναι «Το Ποτάμι Κυλά Ανάμεσά Μας» («A River Runs Through It»), παραγωγής 1992.

Αλήθεια, εσείς ξέρατε ότι, στις αρχές των 90s, πριν γίνει ο πασίγνωστος κινηματογραφικός σταρ που κοσμεί μέχρι σήμερα τα εξώφυλλα των περιοδικών, ο Μπραντ Πιτ είχε πρωταγωνιστήσει σε αυτή την αξιολογότατη ταινία του Ρόμπερτ Ρέντφορντ;

Η πλοκή του έργου διαδραματίζεται στη Δυτική Μοντάνα των ΗΠΑ, κατά τη δεκαετία του 1920. Πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι δύο νεαρά αδέλφια, ο Νόρμαν (Κρεγκ Σίφερ) και ο Πολ (Μπραντ Πιτ), γιοι του πρεσβυτεριανού ιερέα Τζον Μακλίν (Τομ Σκέριτ), οι οποίοι μεγαλώνουν σε μια αραιοκατοικημένη επαρχιακή πόλη, κοντά στις όχθες του ποταμού Μπλάκφουτ. Η ταινία, βασισμένη στην ομότιτλη ημιαυτοβιογραφική νουβέλα του 1976 διά χειρός του πραγματικού… Νόρμαν Μακλίν, διασκευάστηκε για τη μεγάλη οθόνη από τον Ρίτσαρντ Φρίντενμπεργκ και σκηνοθετήθηκε από τον βραβευμένο με Όσκαρ Σκηνοθεσίας –για το «Ordinary People» του 1980– Ρέντφορντ.

Η οικογενειακή παράδοση του ψαρέματος πέστροφας

Τα δυο αδέλφια μεγαλώνουν εκπαιδευόμενα κατ’ οίκον από τον αιδεσιμότατο Μακλίν, σε ένα ασφυκτικά ελεγχόμενο οικογενειακό περιβάλλον με αυστηρούς ηθικούς κώδικες. Ωστόσο, στον ελεύθερό τους χρόνο, μυούνται από τον πατέρα τους στο ψάρεμα πέστροφας με μύγα, το λεγόμενο fly fishing. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη τεχνική, στην οποία προβλέπεται η χρήση ελαφρού δολώματος, που ονομάζεται τεχνητή μύγα. Το θέαμα του ψαρέματος είναι οπτικά εντυπωσιακό, καθώς θυμίζει πέταγμα λάσου.

Ζώντας μια αντιφατική ενηλικίωση, από τη μια «καλουπωμένοι» στη συντηρητική και θεοσεβούμενη εστία τους (σε ανοιχτή γραμμή με τον… οίκο του Θεού) και από την άλλη περιπλανώμενοι ελεύθερα, στην ύπαιθρο της περιοχής των Βραχωδών Ορέων, τα αδέλφια θα εξελιχθούν σε δύο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες, οι οποίοι θα τραβήξουν ξεχωριστά μονοπάτια.

Ο συνεσταλμένος, υπάκουος και φιλομαθής Νόρμαν θα μετακομίσει στο Νιου Χάμσαϊρ, για να πραγματοποιήσει τις σπουδές του στο Κολέγιο Ντάρτμουθ. Έξι χρόνια αργότερα, όταν επιστρέψει προσωρινά στο πατρικό του, θα συναντήσει τον μικρό του αδελφό να εξασκεί το επάγγελμα του ερευνητικού δημοσιογράφου και να έχει καλλιεργήσει το αλιευτικό του ταλέντο.

Στην καρδιά της σκοτεινής εποχής της ποτοαπαγόρευσης για τις ΗΠΑ, ο Πολ έχει εξελιχθεί σε έναν ατίθασο επαναστάτη, του οποίου η έντονη κοινωνικότητα, το θάρρος και το θράσος αποτελούν μια άτυπη «πανοπλία», κάτω από την οποία κρύβονται όλα όσα τον καταπιέζουν, τον κατατρώνε και τον καθιστούν «θηρίο στο κλουβί», ρίχνοντάς τον στην αγκαλιά του αλκοόλ και του τζόγου.

Η θεραπευτική δύναμη του ποταμού

Σκληραγωγημένοι από έναν αυστηρό και άτεγκτο, στην επιφάνεια, αλλά κατά βάθος πονετικό πατέρα, οι ασύμβατοι χαρακτήρες των αδελφών συνεπάγονται μια συνύπαρξη με μεταβαλλόμενες δυναμικές στο πέρασμα του χρόνου. Από αυτή δεν λείπουν κάποιες σποραδικές εντάσεις, ωστόσο, οι δυο τους παραμένουν ταγμένοι ο ένας στο πλευρό του άλλου. Κάθε φορά, δε, που «επισκέπτονται» το ποταμίσιο ψάρεμα, τη διαχρονικά αγαπημένη τους ενασχόληση και κοινό παρονομαστή της πορείας τους στον χρόνο, η μεταξύ τους ισορροπία αποκαθίσταται πλήρως και οι ίδιοι ενσωματώνονται με ζηλευτή αρμονία στο φυσικό τοπίο.

Είναι λες και οι ήρωές μας, μεταφερόμενοι σε αυτόν τον ανέγγιχτο από το πέρασμα του χρόνου τόπο, να απαλλάσσονται αυτομάτως από τα πάθη, πάνω στα οποία δομήθηκαν οι σύγχρονες ανθρώπινες κοινωνίες και να ενσωματώνονται στην αθωότητα ενός αρχέγονου τρόπου ζωής, τον οποίο υπαγορεύει αυτό το ευλογημένο μέρος.

Άλλοτε, το ψάρεμα της πέστροφας μοιάζει να λαμβάνει διαστάσεις έμμεσης αναμέτρησης με τις φοβίες και τα βάσανά τους, λειτουργώντας ως θεραπεία εκτόνωσης και αποφορτισμού από αυτά. Σε αυτές τις στιγμές, η αλιευτική διαδικασία λαμβάνει μυστικιστικές προεκτάσεις, αντικατοπτρίζοντας τα όνειρα και τις ανασφάλειες στα μύχια της ψυχής των ηρώων.

Τα πλάνα της ταινίας ξεχειλίζουν λυρισμό. Από τον τρόπο που ο φακός ελίσσεται στην ύπαιθρο ή αφήνεται –σχεδόν– να παρασυρθεί από το ορμητικό ρεύμα του ποταμού, μέχρι το μοντάζ που ενίοτε συμπυκνώνει τα μαγευτικά τοπία της Μοντάνα σε ένα συμπαγές κάδρο εναλλασσόμενων εικόνων, η σκηνοθεσία του Ρέντφορντ αποθεώνει ποιητικά το μεγαλείο της φύσης· αυτό που με την επίδρασή του μας βοηθά να εισέλθουμε σε μια κατάσταση διαλογισμού, η οποία ηρεμεί το μυαλό.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι μόνο στους κόλπους της οι ήρωές μας βρίσκουν καταφύγιο πραγματικής γαλήνης, χαλιναγωγώντας τον εσωτερικό τους διχασμό, τα άγχη και τους δαίμονές τους, ή ακόμη και την αδυναμία τους να κατανοήσουν πραγματικά ο ένας τον άλλον. Εκεί, τα εμπόδια αίρονται: Τα δυο αδέλφια μπορούν να συνεννοηθούν χωρίς καν να χρειαστεί να μιλήσουν μεταξύ τους, αλλά και να διαισθανθούν το ένα την παρουσία του άλλου ενστικτωδώς, ακόμη και με κλειστά μάτια.

Αντιθέτως, λίγο αργότερα, έξω από το παραπάνω πεδίο δράσης, βλέπουμε να εκδηλώνεται –σε μια συγκλονιστικά αγωνιώδη σκηνή στο πατρικό σπίτι, πριν από ένα προκανονισμένο οικογενειακό ραντεβού για ψάρεμα– η αδυναμία του Νόρμαν να διαισθανθεί την παρουσία του Πολ, σε μια περίοδο που εκείνος αντιμετωπίζει διαρκή μπλεξίματα με τον νόμο και τον υπόκοσμο. Αυτό τον κάνει να αναπτύσσει τις πιο δυσοίωνες και οδυνηρές σκέψεις για τη μοίρα του αδελφού του, σχεδόν χάνοντας τη γη κάτω από τα πόδια του (σ.σ. ένα σασπένς που επικοινωνείται άψογα, μέσα από χτυπήματα δεικτών ρολογιού, τα οποία υπαγορεύουν το πέρασμα του χρόνου μέσα σε απεγνωσμένη σιωπή).

Στα μεγάλα ατού της ταινίας περιλαμβάνεται και η άρτια ανάπτυξη του συνόλου των χαρακτήρων, βγαλμένων, θα έλεγε κανείς, από σελίδες νατουραλιστικού ηθογραφικού πεζογραφήματος, καθώς οι δύο ετερόκλητοι πρωταγωνιστές είναι μόνο μερικοί από τους πολύ ενδιαφέροντες και πολυδιάστατους ήρωες με τους οποίους ερχόμαστε σε επαφή στη μικρή κοινωνία της αμερικανικής υπαίθρου.

Το πέταγμα του Ίκαρου

Στην αντιφατική φυσιογνωμία του Πολ συνυπάρχουν… αντιμαχόμενες δυνάμεις: Από τη μια, η φυσική τελειότητα/κάλλος (το μοναδικό αλιευτικό ταλέντο, αλλά και η χαρισματική αύρα που είναι τόσο ιδανικός στο να εκπέμπει ο Πιτ) και, από την άλλη, τα έμφυτα ελαττώματα (παρορμητικότητα) και τα επίκτητα πάθη (αλκοολισμός, χαρτοπαιξία). Ένας χαρακτήρας τραγικός, που ακτινοβολεί ακαταμάχητα και, ταυτόχρονα, βρίσκεται σε συγκρουσιακή τροχιά με τα πάντα γύρω του, στοιχείο που σφραγίζει τη μοίρα του ως διάττοντος αστέρα, ή ως άλλου Ίκαρου, που πέταξε πολύ κοντά στον ήλιο, επιβεβαιώνοντας τη συμπαντική νομοτέλεια «Ύβρις-Άτις-Νέμεσις-Τίσις».

Αντίθετα, ο πιο μετρημένος Νόρμαν, ο οποίος δεν αρέσκεται στο να προκαλεί ή να ριψοκινδυνεύει όπως ο αδελφός του, είναι εκείνος που τελικά θα ζήσει για να διηγηθεί την ιστορία τους, σε ένα ειρωνικό παιχνίδι της μοίρας: Ο Πολ ήταν εκείνος που συνήθιζε να διηγείται τις ιστορίες στα οικογενειακά τραπέζια και ο λιγομίλητος Νόρμαν εκείνος που περιοριζόταν στο να ακούει.

Όπως προκύπτει στην πορεία, η ταινία έχει δομηθεί πανέξυπνα, ως μια αποτύπωση των αναμνήσεων του ηλικιωμένου Νόρμαν, με την προτεραιότητα που εκείνες έχουν ταξινομηθεί στο μυαλό του, και είναι λογικό η παρουσία του ξεχωριστού, πρόωρα χαμένου Πολ να καταλαμβάνει τη μερίδα του λέοντος. Έτσι, ο επιζών αδελφός, που ξεκινάει ως ο βασικός πρωταγωνιστής της ιστορίας, μένει τελικά στο μυαλό μας ως ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, αφού το σημείο αναφοράς είναι πια ο… Ίκαρος.

Βαθυστόχαστα νοήματα

Εκτός από ποίηση, η ταινία είναι και ένα φιλοσοφικό δοκίμιο. Περιεργάζεται μια κοινωνία που είναι φτιαγμένη για τους «συμμορφωμένους» (ο Νόρμαν είναι εκείνος που τελικά θα κάνει μια λαμπρή καριέρα ως καθηγητής πανεπιστημίου), όμως δεν θα είχε ούτε ενδιαφέρον, ούτε εξέλιξη, ούτε ελπίδα, χωρίς την ανεπανάληπτη, φευγαλέα λάμψη του αντισυμβατικού νου.

Εκείνου που, στον λίγο χρόνο που του δόθηκε, πρόφτασε να της προσδώσει άλλη διάσταση, αψηφώντας τα «πρέπει» και τα όριά της και καταφέρνοντας να εξυψώσει για λίγο τον εαυτό του πάνω από τους κανόνες της, τόσο τους κυριολεκτικούς (εκείνος που τολμούσε να εισέρχεται στα μπαρ συνοδευόμενος από μια «ανεπιθύμητη» Ινδιάνα) όσο και τους νόμους των πιθανοτήτων της (ως σπουδαίος ψαράς που αλίευσε τη μεγαλύτερη
–ίσως– πέστροφα στη Μοντάνα).

Συνοψίζοντας την παρουσία του Πολ, ο αδελφός του τον περιγράφει ως «ένα έργο τέχνης». Μιας τέχνης αστείρευτης, αιρετικής και ριζοσπαστικής, που μπορεί να συμπαρασύρει τον κόσμο μας μπροστά, θα προσθέσουμε εμείς. Άλλωστε, δύσκολα υφίσταται τέτοια τέχνη χωρίς κάποια ανοιχτή πληγή, που να καθοδηγεί την έμπνευση του δημιουργού της.

Το έργο φαίνεται ότι δίνει, επίσης, το στίγμα της συλλογιστικής του εμβληματικού Γάλλου διαφωτιστή Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, ο οποίος πρόκρινε έναν φυσικό τρόπο ζωής ως αντίδοτο στην παρακμή της ανθρώπινης κοινωνίας. Η κυρίαρχη αντίληψή του, ότι οι άνθρωποι είναι εγγενώς καλοί, αλλά έχουν διαφθαρεί από τους κοινωνικούς θεσµούς και τον πολιτισμό, αιωρείται διακριτικά πάνω από τα δρώμενα της ταινίας.

Τελικά, κάποιοι άνθρωποι είναι προορισμένοι να παραμείνουν ένας γρίφος –και ταυτόχρονα ένας μύθος–, ακόμα και για τα πολύ οικεία τους πρόσωπα. Εκείνα που τους αγάπησαν με την καρδιά τους, αλλά δεν μπόρεσαν ποτέ να τους κατανοήσουν απόλυτα και να τους προσφέρουν μια ουσιαστική χείρα βοηθείας. Όμως, μια περιπλάνηση στον ποταμό Μπλάκφουτ, εκεί που η πλάση κατακτά και κατακτιέται από την ανθρώπινη ψυχή και οι συλλογισμοί ανακατεύονται με τους χαλαρωτικούς, κελαριστούς ήχους και το θρόισμα των φύλλων, ενδείκνυται για να αρχίσεις να ξετυλίγεις τον μίτο ενός ανώτερου νοήματος.

«Στο τέλος, όλα τα πράγματα συγχωνεύονται σε ένα, και το ποτάμι κυλά ανάμεσά τους», αποφαίνεται ο αφηγητής. Πράγματι, οι άνθρωποι που ζωντανεύουν μέσα από τις μακρινές του αναμνήσεις, η ματιά του Ρέντφορντ μέσα από το masterclass του διευθυντή φωτογραφίας Φιλίπ Ρουσλό, το θρησκευτικό κήρυγμα του πατέρα στην εκκλησία και η ιεροτελεστία του ψαρέματος, όλα μαζί μοιάζουν να μπλέκονται μεταξύ τους κι έπειτα με το νερό του ποταμού, γενόμενα ένα με τη ροή του, σε ένα από τα ωραιότερα φινάλε που μας έχει χαρίσει η έβδομη τέχνη. Παντρεύοντας το «τίποτα» με το «παν»…