Ξενάγηση με την «ΥΧ»: Η ιστορία της σιτοπαραγωγού Θεσσαλίας ξαναζωντανεύει μέσα από το Μουσείο Σιτηρών και Αλεύρων

Στον ιστορικό Μύλο του Παππά, στη Λάρισα, «στεγάζεται» ένα εγχείρημα που επανασυνδέει τον σύγχρονο άνθρωπο της πόλης τόσο με την παραγωγή της τροφής όσο και με το παρελθόν του θεσσαλικού τόπου

H Κωνσταντίνα Κόντσα, επιστημονική υπεύθυνη του Μουσείου Σιτηρών και Αλεύρων, αρχαιολόγος – κοινωνική ανθρωπολόγος.

Eνας χώρος που δεν φιλοδοξεί απλώς να προσελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερους επισκέπτες, αλλά και να προωθήσει ουσιαστικά τη σύνδεση των ανθρώπων με την πρωτογενή παραγωγή, με τη διοργάνωση σεμιναρίων εκδηλώσεων και συνεδρίων, είναι το Μουσείο Σιτηρών και Αλεύρων, που έχει ιδρυθεί στη Λάρισα και λειτουργεί εδώ και μια πενταετία. Έτσι το παρουσιάζει στην «ΥΧ» η επιστημονική υπεύθυνή του, αρχαιολόγος – κοινωνική ανθρωπολόγος, Κωνσταντίνα Κόντσα.

Το Μουσείο στεγάζεται στον παλιό Μύλο του Παππά, ένα εμβληματικό κτήριο αλευροποιίας με πορεία από το 1893 έως το 1983, όντας, πλέον, ένα ζωντανό κομμάτι της ιστορίας της πόλης.

«Το σιτάρι και η επεξεργασία του είναι σαφώς ταυτισμένα με τον ετήσιο κύκλο παραγωγής. Θέλουμε να επανασυνδεθούμε με αυτό το πεδίο, την παραγωγή τροφής. Να μιλήσουμε για παραμέτρους που στην εποχή μας είναι τελείως παραγκωνισμένες, όπως η εποχικότητα και η τοπικότητα. Ζούμε σε μια εποχή που υπάρχει απίστευτο πλεόνασμα τροφής, ωστόσο δεν έχουμε σύνδεση με την παραγωγική διαδικασία», λέει χαρακτηριστικά η επιστήμονας.

Ας κάνουμε, όμως, μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν…

Ο εμβληματικός αλευρόμυλος

Τα πρώτα χρόνια, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881, ανοίγουν αρκετές προσωποπαγείς επιχειρήσεις. Ο Μύλος ξεκινά με τρεις συνέταιρους, αλλά τελικά μένει στα χέρια της οικογένειας Παππά. Το 1918, την περίοδο της ατμοκίνησης, καταστρέφεται από φωτιά και ακολούθως ένα νέο, σύγχρονο εργοστάσιο χτίζεται πάνω στις «στάχτες» του παλιού. «Άλεθε στάρι που παραγόταν τοπικά, αλλά έκανε και εισαγωγές σε μεγάλη κλίμακα από Αργεντινή και Καναδά, διότι πουλούσε αλεύρι σε μεγάλες βιομηχανίες ζυμαρικών, όπως η ΜΙΣΚΟ και η ΑΒΕΖ, αλλά και σε βιομηχανίες μπισκότων, όπως τα μπισκότα Παπαδοπούλου. Το 1920, η Θεσσαλία είχε 420 αλευρόμυλους. Δεν υπήρχε ούτε ένας οικισμός χωρίς μύλο», διηγείται η κ. Κόντσα.

Μετά από 90 χρόνια πορείας, η αλευροβιομηχανία κλείνει το 1983, το κτήριο αγοράζεται από τον Δήμο Λαρισαίων το 1988 και το 2002 ξανακαίγεται. «Οι αλευρόμυλοι είναι πολύ επιρρεπείς στις πυρκαγιές λόγω της αλευρόσκονης», εξηγεί η κ. Κόντσα. Επομένως, το κτήριο που σήμερα στεγάζεται το μουσείο είναι κατά βάση καινούργιο, ωστόσο υπάρχουν πολλά στοιχεία από τα παλαιά εργαλεία και τις μηχανές που χρησιμοποιούνταν.

Η πορεία της καλλιέργειας στον χρόνο

Από πότε, όμως, ξεκίνησε πραγματικά να καλλιεργείται σιτάρι στη Θεσσαλία; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μάς γυρίζει πολύ πιο πίσω: «Όλα ξεκίνησαν τη νεολιθική εποχή, την 7η χιλιετία π.Χ. Η μόνιμη εγκατάσταση γίνεται ακριβώς επειδή υπάρχει η εξημέρωση σπόρων σιτηρών και, βέβαια, και κτηνοτροφία. Εδώ, στη Θεσσαλία, υπήρξαν όλοι αυτοί οι νεολιθικοί οικισμοί· το Σέσκλο, το Διμήνι κ.ά. Σιγά-σιγά, διαμορφώθηκε ένας τρόπος ζωής που έχει σχέση με το σιτάρι, ο οποίος ξεκινάει 9.000 χρόνια πριν και φτάνει μέχρι και το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα», συνοψίζει η κα Κόντσα.

Η αρχαιολόγος εξηγεί ότι ο θεσσαλικός τόπος ήταν ανέκαθεν ταυτισμένος με τη σιτάρκεια, δηλάδή την επάρκεια σε σιτηρά. «Στη Θεσσαλία, υπήρχε πάντα μεγάλη διαθεσιμότητα σίτου, κάτι που ισχύει μέχρι σήμερα. Έχοντας αυτήν τη σιτάρκεια, ο συγκεκριμένος τόπος εξελίχθηκε εντελώς διαφορετικά από άλλες περιοχές, που έπρεπε να εμπορευτούν και να ανοιχτούν σε θάλασσες για να καταφέρουν να έχουν επάρκεια τροφής».

Και συνεχίζει: «Ακόμα και σήμερα υπάρχει πολύ μεγάλος αριθμός αρτοποιείων στην πόλη, στοιχείο ενδεικτικό της οργανικής σχέσης των ανθρώπων με το ψωμί και τα αρτοσκευάσματα».

Νέες συνήθειες

Οι νεότερες συνθήκες άλλαξαν κατά ένα μέρος τις παλιές συνήθειες. «Παλιά, ήταν οι νοικοκυρές που άνοιγαν φύλλο για τις πίτες που υπήρχαν και υπάρχουν σε κάθε τραπέζι γιορτινό ή και πένθιμο. Σήμερα, υπάρχουν μικροί συνεταιρισμοί και οικοτεχνίες, από όπου μπορείς να παραγγείλεις πίτες», διηγείται η κ. Κόντσα.

Επί έναν αιώνα, οι Θεσσαλοί –όπως και όλη η Ελλάδα– δεν έτρωγαν λευκό αλεύρι, αλλά προσμείξεις· το λεγόμενο μιγαδερό, σίκαλη και πίτουρα. Όταν ο Μύλος του Παππά διαχώρισε για πρώτη φορά το αλεύρι από το πίτουρο και το φύτρο, φτιάχνοντας λευκό αλεύρι, επρόκειτο για μια μεγάλη τομή.

Τώρα, βέβαια, τα πράγματα έχουν αλλάξει και το λευκό ψωμί θεωρείται λιγότερο υγιεινό, για αυτό και δεν προτιμάται. Έχει επανέλθει, πλέον, το άλευρο ολικής άλεσης και το πίτουρο. «Εδώ, στη Λάρισα, πάντως, οι παππούδες, αν δεν τους το απαγορεύσει ο γιατρός, παίρνουν το ψωμί αφρό. Αυτό θεωρούν “καλό”», υπογραμμίζει η κ. Κόντσα.

Η επόμενη μέρα

Ίσως για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, μετά από τις πλημμύρες και τις καταστροφές, η Θεσσαλία νιώθει ότι τίποτα, πλέον, δεν είναι δεδομένο. «Το μήνυμα των καιρών είναι ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Πραγματικά, οι πρόσφατες πλημμύρες αποτελούν ένα ακόμη καμπανάκι για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής», προσθέτει η επιστήμονας.

Σήμερα, η Θεσσαλία εξακολουθεί να παράγει πολύ καλής ποιότητας και μεγάλης ποσότητας σκληρό στάρι, κατά συνέπεια και σκληρό αλεύρι. Υπάρχουν μερικές τοπικές βιομηχανίες ζυμαρικών που έχουν αναβιώσει προϊόντα και προσπαθούν να παράγουν με υπεραξία, δείχνοντας τον δρόμο για ένα καλύτερο μέλλον.

Φωτογραφική έκθεση

Στο μουσείο εντάσσεται και η μόνιμη φωτογραφική έκθεση του Λαρισαίου Τάκη Τλούπα, με ασπρόμαυρες φωτογραφίες που αφορούν την προμηχανική και πρωτομηχανική καλλιέργεια και παραγωγή του σιταριού στον θεσσαλικό κάμπο, κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Κοιτώντας τους ανθρώπους να καλλιεργούν με λίγα μέσα και μεγάλες δυσκολίες, τις γυναίκες να λυχνίζουν το στάρι και να αλέθουν με τις μυλόπετρες, βλέπει κανείς τις τεράστιες αλλαγές που έχουν συντελεστεί μέσα σε μόλις μια πεντηκονταετία.

«Τα τρακτέρ ήρθαν στην Ελλάδα το 1975, αλλά ποιος είχε λεφτά να αγοράσει τρακτέρ; Οι αγρότες στα χωράφια έτρωγαν ειδική τροφή, μια σούπα που είχε σκόρδο και ξίδι –το ταρατόρι ή σκορδάρι– για να μπορέσουν να αντέξουν στις υψηλές θερμοκρασίες του κάμπου», ανακαλεί, κλείνοντας η κ. Κόντσα.