Για τις επιπτώσεις που είχε στον ελληνικό αγροτικό τομέα η οικονομική συγκυρία των τελευταίων εννέα χρόνων, αλλά και για τις δυνατότητες ανάκαμψης και αξιοποίησης των εγγενών πλεονεκτημάτων που έχει, μίλησε στη διεθνή ιστοσελίδα Freshplaza ο διευθυντής εξαγωγών της Hortiland, Stan Fijnaut.

Ο Fijnaut, που επί 22 συναπτά έτη ζει στην Ελλάδα, μεταφέροντας την εμπειρία του, έκανε λόγο για μικρής κλίμακας παραγωγή, η οποία επιμερίζεται σε 860.000 εκμεταλλεύσεις, με έναν μέσο όρο 50 στρεμμάτων η καθεμιά και με το 12,6% του ενεργού πληθυσμού να απασχολείται στον αγροτικό τομέα.

Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης στη χώρα επηρέασαν ευθέως όχι μόνον τους καλλιεργητές, αλλά και τον κλάδο των σπόρων, των λιπασμάτων και των φυτοφαρμάκων, συμπεραίνει, εξαιτίας της μείωσης των εκτάσεων και της χρήσης εφοδίων, αποτέλεσμα της πτώσης του τζίρου των παραγωγών. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, μόνο η χρήση λιπασμάτων έχει μειωθεί κατά περίπου 20% σε διάστημα μεγαλύτερο από έξι χρόνια.

«Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, τα φρούτα και τα λαχανικά στην Ελλάδα είναι ακριβά», υποστηρίζει το στέλεχος της πολυεθνικής, υποστηρίζοντας ότι οι καταναλωτές στη χώρα, παρόλο που έχουν την πεποίθηση ότι τα εγχώρια προϊόντα είναι ποιοτικά ανώτερα των εισαγόμενων, είναι αναγκασμένοι λόγω της συγκυρίας, να αναζητούν οικονομικότερες λύσεις, που δίνουν ορισμένες φορές τα εισαγόμενα. Την ίδια στιγμή, οι μεγάλες αλυσίδες του λιανεμπορίου ελέγχουν περισσότερο από το 50% του κλάδου, ποσοστό το οποίο αναμένεται ότι θα διευρυνθεί περαιτέρω. Αυτές οι αλυσίδες έχουν αυξημένες απαιτήσεις ως προς τις ποσότητες, την ποιότητα, την ιχνηλασιμότητα και την αξιόπιστη παράδοση, απαιτήσεις στις οποίες ο ελληνικός πρωτογενής τομέας, έχοντας έλλειμμα εκσυγχρονισμού, δυσκολεύεται να ανταποκριθεί, «παρόλο που η Ελλάδα έχει τα πάντα για να αναπτύξει έναν διεθνώς επιτυχημένο αγροδιατροφικό τομέα».

Τα φορολογικά βάρη για τον μέσο φορολογούμενο, η υψηλή ανεργία, το υψηλό ιδιωτικό χρέος προς το δημόσιο και τις τράπεζες, η απουσία πιστωτικής πρόσβασης που χαρακτηρίζουν τη γενικότερη κατάσταση στη χώρα, παρά τις μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει, επηρεάζουν αναλόγως και τον πρωτογενή τομέα. Εκεί, έχουν περικοπεί σε σημαντικό βαθμό και ο τομέας πρέπει να καταστεί βιώσιμος από μόνος του. Με δεδομένο ότι ο παραδοσιακός αγροτικός χώρος εν μέρει στηρίζεται στις επιδοτήσεις και δεν εκσυγχρονίζεται επαρκώς προκειμένου να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του μέλλοντος, όλες αυτές οι αλλαγές έχουν προκαλέσει αναστάτωση. «Τα σημεία όπου η ανάπτυξη του ελληνικού αγροτικού τομέα λιμνάζει πρέπει να αναζητηθούν στην κυβέρνηση και στους ίδιους τους παραγωγούς. Στην Ελλάδα υπάρχει δυσκολία στην ένωση των πολυκερματισμένων εκμεταλλεύσεων που δεν έχουν τα κεφάλαια να χρηματοδοτήσουν μεγάλες επενδύσεις, παρά την ανάγκη εκσυγχρονισμού και καινοτομίας προκειμένου να ανταποκριθούν απέναντι στον ανταγωνισμό της διεθνούς ανάπτυξης. Επιπροσθέτως, υπάρχει έλλειμμα τεχνογνωσίας, ενώ οι παλαιότεροι παραγωγοί συχνά δεν τολμούν να ρισκάρουν», τονίζει.

Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, η κυβέρνηση προσπαθεί να δώσει ώθηση, επιδοτώντας νέους παραγωγούς και ανανεώσεις υποδομών, αλλά τα αποτελέσματα δεν είναι ευρέως αντιληπτά ακόμη. Γίνεται λόγος για καινοτομία, branding και μεγάλες σημαντικές εξαγωγές, αλλά ελάχιστοι παραγωγοί έχουν δει κάτι απ’ όλα αυτά. «Οι μεγάλες αλλαγές πρέπει να γίνουν από τους ίδιους και όχι μόνο από τις επιδοτήσεις ή την κρατική υποστήριξη», σχολιάζει ο Stan Fijnaut. «Καλύτερο οικονομικό κλίμα, νέα δυναμική και κίνητρο χρειάζονται για να αφήσει πίσω της η χώρα την αρνητική συγκυρία. Ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα πρέπει να γίνει πιο εξωστρεφής και να αξιοποιηθούν περισσότερο να πλεονεκτήματα, όπως η γεωγραφική θέση, το κλίμα, το μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού που απασχολείται σε αυτόν, τα χαμηλότερα κόστη παραγωγής συγκρινόμενα με τις βόρειες χώρες», καταλήγει.

Προοπτικές διακρίνονται στην τάση για νέες καλλιέργειες, όπως τα βότανα, οι υπερτροφές, τα δόρια, οι ελαιούχοι σπόροι, και στις τεχνικές καλλιέργειας, που, παρά το γεγονός ότι οι τιμές των φρέσκων προϊόντων ήταν χαμηλές για τους παραγωγούς το 2017, μπορούν να τους δώσουν ώθηση. Θετική εξέλιξη είναι, ακόμη, ο τουρισμός που έφερε 25 εκατ. τουρίστες τον προηγούμενο χρόνο, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η εγχώρια κατανάλωση από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο.