«All of Us Strangers» – Μια επίκαιρη «κατάθεση» στον απόηχο του νομοσχεδίου για τα ομόφυλα ζευγάρια

Ένα ψήφισμα-ορόσημο, το οποίο πέρασε πυροδοτώντας πανηγυρισμούς, αλλά και οργισμένες διαμαρτυρίες, έχει εδραιώσει κλίμα αντιπαράθεσης και διχασμού στην κοινωνία. Ταυτόχρονα, κυκλοφορούν στις ελληνικές αίθουσες οι «Άγνωστοι Μεταξύ μας», μια εξαίρετη ταινία που συλλογίζεται πάνω στη «γκέι μοναξιά». Μπορεί, άραγε, η τέχνη να συνεισφέρει στη συζήτηση; Ας το εξακριβώσουμε μαζί…

Στις 15 Φεβρουαρίου, η Βουλή των Ελλήνων προχωρά, εν μέσω ποικίλων αντιδράσεων, στην ιστορική ψήφιση του νομοσχεδίου για τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών και την τεκνοθεσία. Κάπως έτσι, η Ελλάδα γίνεται η πρώτη ορθόδοξη χώρα που παίρνει την απόφαση να νομιμοποιήσει τον γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου.

Την ίδια ημέρα, ξεκινά στη χώρα μας η κυκλοφορία της αγγλοαμερικανικής ταινίας «All of Us Strangers» («Άγνωστοι Μεταξύ μας»), σε σκηνοθεσία Άντριου Χέιγκ («45 Years», «Lean on Pete»). Συμπτωματικά, το εν λόγω έργο θέτει σε πρώτο πλάνο ένα ομόφυλο ζευγάρι και την απομόνωση που αυτό βιώνει.

Η συγκυρία είναι ιδανική: To νομοσχέδιο-ορόσημο ψηφίζεται εν μέσω επευφημιών, αλλά και αντιδράσεων, σκιαγραφώντας ένα κλίμα αντιπαράθεσης και διχασμού στην κοινωνία. Η ταινία, από την άλλη, αποσπά δικαίως διθυράμβους. Μοιραία αναρωτιέται κανείς αν έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση στην οποία η τέχνη μπορεί να συνεισφέρει στον δημόσιο διάλογο. Για να δοθούν πειστικές απαντήσεις, θα πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Το έργο

Η υπόθεση της επίμαχης ταινίας έχει ως εξής: Μια νύχτα σε έναν σχεδόν άδειο ουρανοξύστη στο σύγχρονο Λονδίνο, ο σαραντάρης Άνταμ (Άντριου Σκοτ) συναντά τυχαία έναν μυστηριώδη γείτονα, τον Χάρι (Πολ Μεσκάλ). Σύντομα, η καθημερινότητά του θα αλλάξει, καθώς οι δυο τους θα αρχίσουν να έρχονται πιο κοντά. Όσο η μεταξύ τους σχέση εξελίσσεται, ο Άνταμ θα κατακλυστεί από μνήμες του παρελθόντος, οι οποίες θα τον φέρουν πίσω στην επαρχιακή πόλη όπου μεγάλωσε και στο σπίτι της παιδικής του ηλικίας. Εκεί, μοιάζει να βρίσκεται ξανά μαζί με τους γονείς του (Κλερ Φόι και Τζέιμι Μπελ), οι οποίοι, όμως, έχουν… πεθάνει πριν από 30 χρόνια σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

Η ταινία του Χέιγκ ακουμπά στο µυθιστόρηµα «Strangers» (1987) του Γιαπωνέζου συγγραφέα Τάιτσι Γιαμάντα. Ο πρώτος το εµποτίζει με ημιαυτοβιογραφικά στοιχεία, διηγούμενος την ιστορία ενός µοναχικού γκέι συγγραφέα που «βουτάει» στο παρελθόν του, τη στιγμή που ξεκινάει µια καινούργια ερωτική σχέση. Η υπνωτιστική, παραισθησιογόνος σκηνοθεσία του Βρετανού δημιουργού εικονοποιεί αριστοτεχνικά τα στάδια της καταθλιπτικής καθημερινότητας του εσωστρεφούς άνδρα, παθητικά παραδομένου στην παραισθησιογόνο μέθη ενός «κοκτέιλ» μοναξιάς και αναμνήσεων, με φόντο το σκηνικό της αποξενωτικής σύγχρονης μεγαλούπολης.

Εν μέσω αυτής της ανεξέλεγκτης περιδίνισης, η τυχαία ερωτική γνωριμία με τον μυστηριώδη γείτονα Χάρι, ο οποίος με τον αφοπλιστικό του αυθορμητισμό ξεκλειδώνει τις άμυνες του Άνταμ και τον βοηθά να αφεθεί, μοιάζει εκ πρώτης όψεως με σανίδα σωτηρίας. Άγνωστοι μεταξύ τους, μετέωροι σε έναν χαοτικό κόσμο, στον οποίο είναι αναγκασμένοι να πορεύονται μοναχικά λόγω των επιλογών τους, οι δυο τους θα επανανακαλύψουν υπερβατικά την εμπειρία της σύνδεσης και θα χαρίσουν ο ένας στον άλλον στιγμές πάθους, διέγερσης, ρομαντισμού και τρυφερότητας, τις οποίες τόσο μα τόσο φαίνεται να έχουν στερηθεί ή καταπιέσει.

Όμως, τελικά, ίσως τα πράγματα να μην είναι ακριβώς όπως φαίνονται. Όλη αυτή η σχέση μπορεί να είναι απλά μια προβολή απωθημένων επιθυμιών, μακροχρόνια αποθηκευμένων στο υποσυνείδητο του Άνταμ.

Ο ευαίσθητος πρωταγωνιστής της µεταφυσικής αυτής ιστορίας βρίσκεται, παράλληλα, σε ανοιχτή επικοινωνία με τα φαντάσματα του παρελθόντος του. Διασχίζοντας τα νοητά σύνορα και εισβάλλοντας στο νοσταλγικά οικείο περιβάλλον των παιδικών του χρόνων στα 80s, ο συγγραφέας αντιπαρατίθεται με διαδραστικές αναμνήσεις και τακτοποιεί τους ανοιχτούς του λογαριασμούς με το συμπλεγματικό παρελθόν.

Το coming out στους γονείς του, η εξομολόγηση για την ενδοσχολική βία και το μπούλινγκ που βίωσε, αλλά και το «κατηγορώ» για την έλλειψη κατανόησης και υποστήριξης που είχε από το σπίτι του, συνοδευόμενα από τα ανάλογα φλέγοντα ερωτήματα που δεν πρόλαβε να κάνει ποτέ, ή τις επώδυνες, αλλά και τις λυτρωτικές απαντήσεις που δεν πρόλαβε να πάρει, γίνονται μέρος μιας θεραπευτικής διαδικασίας εξωτερίκευσης των τραυματισμένων εσώψυχων. Έστω και μέσω φανταστικών διαλόγων που εκτυλίσσονται αποκλειστικά στο μυαλό του, ο ίδιος θα βοηθηθεί στο να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με τους γονείς του και εν τέλει να επανεκκινήσει το βαλτωμένο του παρόν, χωρίς τα βαρίδια που τον κρατούν οχυρωμένο στο κλειστό του καβούκι και δέσμιο των ανασφαλειών του.

Ακολουθούν spoilers!

Στον αντίποδα, ο Χάρι, ο οποίος συστήνεται ως ένας ακομπλεξάριστος τύπος, ο οποίος δείχνει να κουβαλά περισσότερη διεκδικητικότητα απέναντι στη ζωή, εκδηλώνει μια αναδυόμενη μελαγχολία ενόσω συμπορεύεται με τον Άνταμ και τις βαθιές εξομολογήσεις του.

Η κοινωνικοποίησή του, κυρίως μέσω της σαρκικής απόλαυσης, καμουφλάρει το τραύμα ενός ανθρώπου που νιώθει περιθωριακός, παραγκωνισμένος από την οικογένειά του, αλλά και αποστερημένος από ουσιαστική αγάπη και κατανόηση. Ο εθισμός του στα ναρκωτικά και το αλκοόλ υποδηλώνει πόσο δύσκολα διαχειρίσιμη είναι αυτή η κατάσταση.

Σιγά σιγά, η µοναξιά και η κατάθλιψη του Άνταμ αντανακλώνται στον Χάρι και ξανά πίσω, σαν μπαλάκι του πινγκ πονγκ. Μόνο που, σε αντίθεση με τον Άνταμ και την κάθαρση του βιώνει, ο Χάρι δεν έχει τα αποθέματα ώστε να μεταβολίσει τον πόνο του και να τον αφοµοιώσει στη ζωή του. Συνεχίζει, έτσι, να κατατρώγεται από τους δαίμονές του, ώσπου τελικά κατανοούμε ότι αυτό που βλέπουμε με σάρκα και οστά στην περίπτωσή του, δεν είναι παρά ο υπόκωφος αντίλαλος μιας ύστατης, αγωνιώδους κραυγής του για βοήθεια, που έχει απομείνει να αντηχεί στο μυαλό του Άνταμ. Η αποκάλυψη έρχεται με τρόπο συνταρακτικό, σε μια ούτως ή άλλως υποβλητικότατη, βραδυφλεγή ταινία, που μαγνητίζει με την ένταση και τον ηλεκτρισμό της ατμόσφαιράς της.

Ο Χέιγκ διευθύνει με απαράμιλλη σκηνοθετική μαεστρία, ρυθμίζοντας σαν καλοκουρδισμένη ορχήστρα τον φακό, τις παλέτες των χρωμάτων, τις φωτοσκιάσεις και το εκπληκτικό μοντάζ, ώστε να παραγάγει ένα συνεκτικό αποτέλεσμα, στο οποίο οι σεκάνς κουμπώνουν στοιχειωτικά μεταξύ τους και απηχούν την ψυχολογική κατάσταση των ηρώων.

Η ειδολογική ταυτότητα του έργου είναι εν μέρει ψυχολογικό θρίλερ, εν μέρει στοχαστικό δράμα και εν μέρει ρομαντική ταινία φαντασίας. Αυτή η πολυσυλλεκτικότητα περνά και στο οικοδόμημα του σκηνικού περιβάλλοντος, το οποίο είναι ένα υβρίδιο μεταξύ πραγματικού κόσμου (απρόσωπος και ψυχρός) και ενός μεταφορικού άβατου υποσυνείδητων σκέψεων (οι ανοιχτές πληγές και η απέλπιδα ανάγκη των απομονωμένων για πραγµατική σύνδεση), το οποίο παρουσιάζεται με αφηγηματική οικονομία, θέτοντας στο επίκεντρο την καταπληκτική χημεία των Σκοτ και Μεσκάλ.

Οι δυο τους, στα παπούτσια των αντίστοιχων χαρακτήρων, είναι αινιγματικοί και ευάλωτοι με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Οι ταγμένες ερμηνείες τους και ο γνήσιος τρόπος που επικοινωνούν τις λεπτές αποχρώσεις του ραγισμένου τους ψυχισμού μέσα στο αστικό χάος που τους περιστοιχίζει, υποχρεώνουν τον θεατή να συνδεθεί μαζί τους με έναν τρόπο οργανικό, ο οποίος δεν εκβιάζει, αλλά καλλιεργεί συναίσθημα. Το ξεδίπλωμά τους τους καθιστά πρωταρχικό συστατικό στοιχείο του σασπένς και της ατμοσφαιρικότητας της ταινίας.

Όλοι θέλουν –και πρέπει– να νιώθουν συνδεδεµένοι

Χωρίς να κηρύττει ή να κουνά το δάχτυλο, το «All of Us Strangers» καταδεικνύει τον κεφαλαιώδη ρόλο που διαδραματίζει για κάθε μέλος της κοινωνίας μας η αποδοχή, η ενθάρρυνση και η συμπερίληψη, αντί της ψυχρής ουδετερότητας και της απαξιωτικής ανοχής, οι οποίες διαιωνίζουν υπογείως την προκατάληψη και τα στερεότυπα. Ακόμα χειρότερα, στη δική μας κοινωνία βλέπουμε να αφθονούν οι εκφράσεις ευθείας απόρριψης, μίσους και στιγματισμού. Δυστυχώς, τέτοιες συμπεριφορές είναι συνήθεις σε βάρος ανθρώπων που ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες ή παντός είδους μειονότητες.

Πριν από μερικές μέρες, μέσα από το ψήφισμα του επίμαχου νομοσχεδίου για τα ομόφυλα ζευγάρια, η Ελλάδα αναγνώρισε σε εκείνα το δικαίωμα του πολιτικού γάμου και της τεκνοθεσίας. Αυτό, όπως είπαμε, κατέστησε αυτομάτως την Ελλάδα ως την πρώτη ορθόδοξη χώρα που νομιμοποιεί τον γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Μπορεί η συγκεκριμένη «παραχώρηση» να έχει ξεσηκώσει θύελλα συζητήσεων –λες και έγινε χαριστικά–, όμως στην πραγματικότητα θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη, από τη στιγμή που η ψηφοφορία δεν αφορούσε τίποτα περισσότερο από την επίτευξη ισότητας, εν προκειμένω στον γάμο. Λέξη-κλειδί, λοιπόν, η ισότητα.

Όσοι διαμαρτύρονται για το ανωτέρω ψήφισμα, θεωρώντας ότι η ετυμηγορία του προσβάλλει ή αποκαθηλώνει τα χρηστά ήθη της κοινωνίας μας, θα πρέπει να αναρωτηθούν ποια μελλοντική κοινωνία οραματίζονται: Εκείνη που διαιωνίζει τα χάσματα και τους διαχωρισμούς ανάμεσα στα μέλη της, ή αυτή που θεσμοθετεί ίσα προνόμια για όλους; Και ας μην ξεχνούν ότι αύριο μπορεί να ανήκουν και οι ίδιοι ή τα παιδιά τους σε ένα σύνολο αντίστοιχα στοχοποιημένο ή απόβλητο.

Ας αναρωτηθεί και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία αρκείται στο να εκδίδει αναχρονιστικές εγκυκλίους, οι οποίες απέχουν παρασάγγας από το εμβληματικό μήνυμα «Αγαπάτε αλλήλους», πάνω στις βάσεις του οποίου χτίστηκε η επιρροή του δόγματός της.

First world problems?

Επιπλέον, τα ζητήματα των οποίων άπτονται οι σύγχρονες κοινωνικές κατακτήσεις μπορεί για κάποιους να θεωρούνται προβλήματα του «πρώτου κόσμου» (τα λεγόμενα «first world problems»), δηλαδή πλασματικά, που επινοήθηκαν για να κρατούν απασχολημένους τους ανθρώπους των πολύ ανεπτυγμένων χωρών, οι οποίοι έχουν λύσει τα ουσιαστικά τους θέματα.

Αυτή είναι μια υπεραπλουστευμένη και αφελής λογική (έχει λύσει η Ελλάδα το πρόβλημα της οικονομίας της, της απασχόλησης και του βιοτικού της επιπέδου των πολιτών της;), η οποία συνήθως παπαγαλίζεται παρέα με κηρύγματα περί «woke κουλτούρας», η οποία αντιμάχεται τις παραδοσιακές κοινωνικοηθικές αντιλήψεις και δήθεν δρα εκφυλιστικά προς την κοινωνία μας – λες και αυτή ήταν ποτέ αγγελικά πλασμένη και όχι βουτηγμένη στον βούρκο της πατριαρχίας.

Πρόκειται για συλλογιστική που αντανακλά μια υποσυνείδητη φοβία των κυριαρχικών αρσενικών που την αναπτύσσουν, διαισθανόμενα τον επικείμενο ευνουχισμό της εξουσίας τους. Χορηγεί, δε, φθηνά άλλοθι για την απουσία ενσυναίσθησης και τη διατύπωση μιας πολύ επιθετικής, μισαλλόδοξης και ομοφοβικής ρητορικής, η οποία δεν θυμίζει σε τίποτα… first world, και μάλλον περισσότερο παραπέμπει σε συντηρητική θεοκρατία!

Τα τείχη του διαχωρισμού που πρέπει να πέσουν

Αυτό ακριβώς είναι το τείχος που προσπαθεί να ρίξει το «All of Us Strangers». Η ταινία δεν προσβλέπει στο να κάνει τον θεατή να λυπηθεί τα «μοναχικά» –ή μη– ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, αλλά στο να τον παρακινήσει να κοιτάξει τον εαυτό του στον «καθρέφτη» της αυτοκριτικής. Να δει πόσο μεγάλη ζημιά προξενεί ο ίδιος, μαζί με τον όχλο των όμοιών του, αρνούμενος να επιδείξει κατανόηση ή να προβεί σε μια ανιδιοτελή χειρονομία αγάπης, προτιμώντας να περιφρονεί, να λοιδορεί ή να αποκλείει τα μέλη μιας οποιασδήποτε μειονότητας, καταδικάζοντάς τα σε μοναξιά ή περιθωριοποίηση.

Τελικά, ξέρετε κάτι; Ίσως η ψήφιση του νομοσχεδίου για τα ομόφυλα ζευγάρια να είναι ένα δειλό πρώτο βήμα για περισσότερη συμπερίληψη και λιγότερους παραγκωνισμούς. Και αυτό μόνο ως χαρμόσυνη είδηση θα έπρεπε να ηχεί. Εάν παρακολουθήσει κανείς την ταινία του Χέιγκ, όχι μόνο με ανοιχτά μάτια, αλλά και με ανοιχτό μυαλό, είναι σίγουρο ότι θα το καταλάβει.

Η ταινία κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες από τη Feelgood Entertainment