Μίνιμουμ τιμή από 33 έως 35 λεπτά για τα συμπύρηνα της νέας σεζόν προτείνει η ΕΚΕ

Κίνητρο στους παραγωγούς να παραμείνουν στην καλλιέργεια του βιομηχανικού ροδάκινου σε μια δύσκολη, από άποψη κόστους, συγκυρία επιχειρεί να δώσει η Ένωση Κονσερβοποιών Ελλάδος (ΕΚΕ) θέτοντας ως βάση εκκίνησης τα 33-35 λεπτά/κιλό για την επόμενη σεζόν.

Σε σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε η ΈΚΕ, αφού κάνει μια αναδρομή της χρονιάς που ολοκληρώθηκε και εκθέτει τα προβλήματα που απορρέουν από τις αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών, καταλήγει βάζοντας στο τραπέζι πρόταση για μια μίνιμουμ τιμή απορρόφησης του συμπύρηνου από 33 έως 35 λεπτά/κιλό παραδοτέο στα εργοστάσιο, νούμερα που «μεταφράζονται» σε τιμή παραγωγού από 30 έως 32 λεπτά (αν αφαιρεθούν οι κρατήσεις έως 3 λεπτών/κιλό υπέρ των Ομάδων/συνεταιρισμών). Αυτό υπό την προϋπόθεση, όπως σημειώνει, ότι «θα έχουμε μια κανονική χρονιάςως προς το ύψος της παραγωγής και άριστη ποιότητα συμπύρηνου». Σημειωτέον εδώ ότι το περασμένο καλοκαίρι, λόγω της δραματικά μειωμένης παραγωγής, η τιμή του βιομηχανικού ροδάκινου ξεπέρασε τα 40 λεπτά.

Επιπλέον, στην ίδια ανακοίνωση υπογραμμίζεται η πρόθεση της βιομηχανίας να προμηθεύεται συμπύρηνα ροδάκινα μόνο από Ομάδες Παραγωγών και Συνεταιρισμούς οι οποίοι «διαθέτουν κέντρα παραλαβής που λειτουργούν σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΥΠΑΑΤ» και, επιπλέον, καλεί τους παραγωγούς «να στηρίξουν αυτούς τους φορείς και να δημιουργήσουν σταθερές σχέσεις με τις οργανώσεις τους και τη βιομηχανία».

Αναφορικά, με τη σεζόν που ολοκληρώθηκε, η ΈΚΕ σημειώνει ότι η αύξηση του κόστους παραγωγής καλύφθηκε σε σημαντικό βαθμό από την αύξηση των τιμών πώλησης της κονσέρβας λόγω της συνολικά μειωμένης προσφοράς και δηλώνει συγκρατημένα αισιόδοξη ότι οι τιμές αυτές θα γίνουν αποδεκτές και από τους καταναλωτές ώστε η καινούργια χρονιά να βρει τις επιχειρήσεις του κλάδου χωρίς αποθέματα.

Αναλυτικά η ανακοίνωση που φέρεται να υπογράφεται από τον πρόεδρο της ΕΚΕ, Κώστα Αποστόλου, έχει ως εξής:

 «Με την ολοκλήρωση της χρονιάς, θεωρώ υποχρέωσή μου να προχωρήσω σε μια αποτίμηση των δραστηριοτήτων του κλάδου μας με στόχο την ενημέρωση των συνεργατών μας και κυρίως των παραγωγών, αλλά και την κατάθεση προβληματισμών για τη διαχείριση της χρονιάς που έρχεται.

Κύριο χαρακτηριστικό του προηγούμενου έτους ήταν η δραματικά μειωμένη παραγωγή, στο μισό περίπου μιας κανονικής χρονιάς. Αυτό είχε ως συνέπεια τη θεαματική αύξηση της τιμής της α’ ύλης κατά 70% περίπου, ενώ παράλληλα και η ποιότητα ήταν ελάχιστα ικανοποιητική. Το κόστος αυτό, συνδυασμένο και με τις λοιπές αυξήσεις (κουτί, ενέργεια, ζάχαρη, μεταφορικά κλπ.) οδήγησε σε εντυπωσιακή αύξηση του τελικού κόστους τόσο της κομπόστας, όσο και των προϊόντων χυμού και κατάψυξης. Η αύξηση αυτή καλύφθηκε σε σημαντικό βαθμό από την αύξηση των τιμών πώλησης λόγω της συνολικά μειωμένης προσφοράς. Αναμένουμε πλέον να επιβεβαιωθεί η πρόθεση των τελικών καταναλωτών για αποδοχή των υψηλών τιμών των προϊόντων μας, ώστε η καινούργια χρονιά να μας βρει χωρίς αποθέματα. Υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία ότι αυτό θα συμβεί.

Παράλληλα, άλλη μία χρονιά, η λειτουργία απειράριθμων κέντρων παραλαβής ενέτεινε τα προβλήματα στη διαχείριση του προϊόντος.

Όσον αφορά την επόμενη χρονιά, εκτιμάται ότι το ήδη αυξημένο κόστος παραγωγής θα εκτιναχθεί ακόμη περισσότερο, αφού θεωρούνται δεδομένες αυξήσεις στα υλικά παραγωγής (κουτιά κλπ.) όπως και στην ενέργεια που θα ξεπεράσουν το 60% σε σχέση με τη χρονιά που πέρασε.

Γνωρίζουμε ότι και οι παραγωγοί αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα (αυξήσεις εφοδίων, εργατικών, ενέργειας κλπ.). Απαιτείται λοιπόν να προσπαθήσουμε για την καλύτερη οργάνωση διαχείρισης του προϊόντος, για τη βελτίωση της απόδοσης και τη βελτίωση της ποιότητας.

Από την πλευρά της βιομηχανίας, είναι δεδομένη η πρόθεση να προμηθεύεται τα ροδάκινα μόνο από Ομάδες Παραγωγών – Συνεταιρισμούς και όποιους διαθέτουν κέντρα παραλαβής που λειτουργούν σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΥΠΑΑΤ. Καλούμε τους παραγωγούς να στηρίξουν αυτούς τους φορείς και να δημιουργήσουν σταθερές σχέσεις με τις οργανώσεις τους και τη βιομηχανία.

Τέλος, είναι κατανοητό ότι υπάρχει προβληματισμός για την εξέλιξη της αξίας των προϊόντων και την κάλυψη του αυξημένου κόστους παραγωγής. Έχοντας την εκτίμηση ότι θα έχουμε μια κανονική χρονιά ως προς το ύψος της παραγωγής και άριστη ποιότητα συμπύρηνου, τα 0,33-0,35 ευρώ ανά κιλό προϊόντος παραδοτέου στο εργοστάσιο μπορούν να θεωρηθούν ένα δίκαιο επίπεδο τιμής».