«And Life Goes On» (1992) – Ένα οδοιπορικό στα συντρίμμια της ιρανικής υπαίθρου

Τον Ιούνιο του 1990, ένα πρωτοφανές χτύπημα του Εγκέλαδου θα άφηνε πίσω του δεκάδες χιλιάδες νεκρούς στο Bόρειο Ιράν. Όμως, οι κάτοικοι των σεισμόπληκτων περιοχών δεν θα το έβαζαν κάτω. Ο διεθνούς φήμης σκηνοθέτης Αμπάς Κιαροστάμι, ψάχνοντας για δυο γνωστά του μικρά παιδιά ανάμεσα στα ερείπια, πήρε το πείσμα και το σθένος αυτών των ανθρώπων και το μετέτρεψε σε κινηματογραφικό παιάνα για τον θρίαμβο της ζωής ενάντια στον θάνατο.

Το 1987, η μοντέρνα νεορεαλιστική ματιά του Ιρανού σκηνοθέτη Αμπάς Κιαροστάμι θα αναρριχόταν για πρώτη φορά στο προσκήνιο της διεθνούς προσοχής, λαμβάνοντας τη Χάλκινη Λεοπάρδαλη στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο για την ταινία «Πού Είναι το Σπίτι του Φίλου μου;» (Where is the Friend’s Home?).

Τρία χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1990, περίπου 40.000 άνθρωποι θα έχαναν τη ζωή τους στο Bόρειο Ιράν από έναν καταστροφικό σεισμό της τάξης μεγέθους των 7,4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, με επίκεντρο κοντά στην Κασπία Θάλασσα. Εντός της σοβαρότερα πληγείσας περιοχής βρισκόταν και το Κοκέρ, το χωριό στο οποίο είχε γυριστεί η προ τριετίας βραβευμένη ταινία.

Ανησυχώντας για τη μοίρα των δύο παιδιών που είχαν πρωταγωνιστήσει στο έργο του, ο Κιαροστάμι θα έπαιρνε τη μεγάλη απόφαση να επιστρέψει στο απομονωμένο χωριό της Κασπίας για να διαπιστώσει τι απέγιναν. Μέσα από αυτή την αναζήτηση, θα προέκυπταν άλλες δύο ταινίες, που, μαζί με την πρώτη, θα ονοματίζονταν από τους μελετητές ως η «Τριλογία του Κοκέρ».

Επιστρέφοντας στο χωριό Κοκέρ

Η ταινία «Και η Ζωή Συνεχίζεται» («And Life Goes On»), η οποία κέρδισε το Βραβείο Ροσελίνι στις Κάνες το 1992, ήταν εμπνευσμένη από εκείνη τη δεύτερη εξόρμηση του Κιαροστάμι στο Κοκέρ. Εδώ, η νεορεαλιστική ματιά του σκηνοθέτη εμπλουτίζεται από μια προσέγγιση τύπου νατουραλιστικού ντοκιμαντέρ, που, όπως θα διαπιστώσουμε εκ των υστέρων, διαθέτει αρκετή μυθοπλαστική επικάλυψη.

Στον πρωταγωνιστικό ρόλο βρίσκεται ένας πατέρας-σκηνοθέτης, ο οποίος δεν ονοματίζεται. Τον υποδύεται ο ερασιτέχνης Φαράντ Κεραντμάντ, ένας οικονομολόγος που γνωρίστηκε τυχαία με τον Κιαροστάμι σε ένα πάρτι. Ο ίδιος, ένα προφανές alter ego του Ιρανού δημιουργού, ταξιδεύει με προορισμό το Κοκέρ, μαζί με τον γιο του, Πούγια (Πούγια Πέιβαρ), ευελπιστώντας να βρει ζωντανά τα παιδιά με τα οποία είχε συνεργαστεί στην προ ετών δημιουργία του. Ξεκινά, έτσι, ένα road trip διαφορετικό από τα άλλα, ακολουθώντας τα βήματα του σαρωτικού μονοπατιού του Εγκέλαδου.

Αφετηρία της ταινίας είναι ένας σύγχρονος εθνικός αυτοκινητόδρομος, ο οποίος διασχίζει άγονες πεδινές εκτάσεις και προσπερνά γιγαντιαία τσιμεντένια εργοστάσια. Αυτά συνεχίζουν να στέκουν αγέρωχα, παρά τη σφοδρότητα του πρωτοφανούς φαινομένου που έχει μεσολαβήσει.

Ωστόσο, η αποσπασματική, μεταβαλλόμενη θέα έξω από τα παράθυρα του οχήματος του σκηνοθέτη θα ολισθήσει σταδιακά σε μια εικόνα διάλυσης: Πλησιάζοντας στο επίκεντρο του σεισμού, πληθαίνουν οι παραστάσεις από φτωχικά παλαιά κτίσματα που έχουν καταρρεύσει, αυτοκίνητα που έχουν θαφτεί κάτω από βράχους, σωστικά συνεργεία που έχουν συρρεύσει για να εξομαλύνουν την κατάσταση και κατοίκους που υπομένουν με στωικότητα και αγωνίζονται με πείσμα, οργώνοντας τους λοφίσκους που έχουν δημιουργήσει τα συντρίμμια. «Είναι σαν τιμωρία. Δεν ξέρω τι έχει κάνει η πόλη μας για να αξίζει κάτι τόσο φοβερό», δηλώνει αφοπλιστικά ένας διερχόμενος οδηγός που εγκαταλείπει το τοπίο της φρίκης.

Ένα σκηνοθετικό τέχνασμα

Παρότι έχουν χάσει σχεδόν τα πάντα, οι άνθρωποι της σεισμόπληκτης περιοχής, που είναι οι αληθινοί της κάτοικοι και όχι επαγγελματίες ηθοποιοί ή κομπάρσοι, παραμένουν στην πλειονότητά τους δραστήριοι: Εκτελούν πυρετώδεις εργασίες πάνω στα ερείπια του ισοπεδωμένου τόπου, επιταχύνοντας την αποκατάσταση των ζωών τους· όπως μια αποικία μυρμηγκιών που μόλις έχει δει τη φωλιά της να τσαλαπατιέται από κάποιο απρόσεκτο ανθρώπινο πέλμα, αλλά, χωρίς να χάσει χρόνο, ξεκινά να συνεργάζεται για να επιδιορθώσει τη ζημιά.

Στην πραγματικότητα, όλα οφείλονται σε ένα τέχνασμα του Κιαροστάμι, ο οποίος, καθότι αποστρέφεται το «εμπόριο» συναισθηματισμού, έχει αποφασίσει να μην ξεκινήσει τα γυρίσματά του προτού παρέλθει ένα πεντάμηνο από την καταστροφή. Έτσι, ο φακός συναντά τους ανθρώπους σε ένα στάδιο που εκείνοι έχουν πια αποδεχθεί τις απώλειές τους και έχουν γυρίσει τον «διακόπτη» του μυαλού τους, ώστε να ανασυνταχθούν. Αυτή η σημαντική παράμετρος διαφοροποίησης σε σχέση με την πραγματικότητα προσδίδει στην ταινία μια αυθεντικά αισιόδοξη νότα.

Πληγωμένη γη, λαβωμένες ζωές

Προσπαθώντας να βρει τον δρόμο προς το Κοκέρ, ο πατέρας θα εγκαταλείψει το μποτιλιαρισμένο και ταλαιπωρημένο από κατολισθήσεις επαρχιακό δίκτυο, ακολουθώντας διαισθητικά έναν κακοτράχαλο χωματόδρομο, που προσομοιάζει περισσότερο με απροσπέλαστο «ναρκοπέδιο», σπαρμένο με λακκούβες σε μέγεθος μικρών κρατήρων και εντυπωσιακά βαθιές σχισμές –που μιμούνται τις ρωγμές των χωριατόσπιτων–, ανάμεσα σε ελιές, βουνά, λαγκάδια, ισοπεδωμένα χωριά και ξεσπιτωμένους ανθρώπους, οι οποίοι κουβαλούν στις πλάτες τους τα απομεινάρια των περιουσιών τους, αλλά και τα ψυχικά και τα σωματικά τους τραύματα.

Η περιπλάνησή του διατηρεί πάντοτε την οπτική της επαφή με τα αλλεπάλληλα χαλάσματα, είτε αυτά είναι άψυχα κτήρια είτε ανθρώπινες ζωές.

Οι περισσότεροι από τους κατοίκους που συναντά ο σκηνοθέτης δοκιμάζονται από απώλειες αγαπημένων τους προσώπων, ωστόσο όλοι ανεξαιρέτως αφήνουν κατά μέρος τον πόνο, την αγωνία ή την απελπισία για να δώσουν οδηγίες ή συμβουλές στον αποπροσανατολισμένο οδηγό, ενώ εκείνος, συναναστρεφόμενος μαζί τους, επωμίζεται φευγαλέα ένα μικρό, ενδεικτικό βάρος του φορτίου που κουβαλούν.

Πολλούς από αυτούς, τους είχε σκηνοθετήσει στην προηγούμενη ταινία του, χωρίς όμως ποτέ να τους γνωρίσει εις βάθος. Τώρα, έχει την ευκαιρία να πάρει μια γεύση από την αληθινή τους ζωή και προσωπικότητα, να τους αφουγκρασθεί, να αντλήσει δύναμη και έμπνευση από το κουράγιο τους. Είναι σαν, με αυτόν τον τρόπο, να υπονοείται το σημείο στο οποίο θα πρέπει να φθάνει μια πραγματικά διεισδυτική τέχνη όταν απεικονίζει τον άνθρωπο, παραμερίζοντας σαν νυστέρι το επιφανειακό μελόδραμα.

Στα γενικά της πλάνα, η ταινία του Κιαροστάμι δίνει μια αφοπλιστικά ολιστική άποψη του αποτυπώματος της φυσικής καταστροφής στο ηλιοκαμένο και άνυδρο τοπίο, ενώ οι πιο αποσπασματικές ματιές μέσα από το κινούμενο όχημα καδράρουν τους ανθρώπους και τις πληγές τους στο σκηνικό της καταστροφής. Αμφότερες οι σκοπιές γεννούν αποστομωτικές εικόνες δέους και περιγραφικής ειλικρίνειας, εντάσσοντας τον θεατή από κάθε άποψη στην καθημερινότητα της πραγματικής τραγωδίας που είχε χτυπήσει την περιοχή.

Ένας στοχαστικός, φύσει και θέσει αισιόδοξος δημιουργός

Όπως προαναφέραμε, αυτά που απουσιάζουν επιμελώς από την ταινία του Κιαροστάμι είναι το μελόδραμα και οι εύκολοι, εκβιαστικοί συναισθηματισμοί. Με τα λόγια ενός ηλικιωμένου ντόπιου που συμπορεύεται προσωρινά με τον πατέρα και τον γιο, «η τέχνη είναι για να αναζωογονεί τους ανθρώπους, όχι να τους εξασθενεί. Οπότε, το να συνεχίζεις να ζεις είναι, επίσης, μια τέχνη· νομίζω η πιο μεγαλειώδης από όλες».

Αυτό ακριβώς επιδιώκει ο καταξιωμένος Ιρανός δημιουργός μέσα από αυτή την ταινία: Να διαβεβαιώσει ότι ακόμη και η χειρότερη τραγωδία δεν είναι ικανή να καταπνίξει τη θέληση των ανθρώπων να αγωνίζονται, να στέκονται ξανά στα πόδια τους και, τελικά, να χαμογελούν μπροστά στην κακοδαιμονία. Και όχι μόνο αυτό, αφού εκείνοι, που έχουν έρθει φάτσα με τον θάνατο, είναι οι μόνοι που μπορούν να εκτιμήσουν την πραγματική αξία της ζωής, όπως παραδέχεται ο πρεσβύτερος συνοδοιπόρος.

Κάποιες φορές, φιλτράροντας με την καλλιτεχνική ματιά του Κιαροστάμι, ο φακός μπορεί να εκμαιεύσει ποιητικά αχτίδες αισιοδοξίας μέσα από τις «χαραμάδες» των χαλασμάτων, όπως όταν βλέπουμε ένα ηλιόλουστο καταπράσινο λιβάδι να ξεπροβάλλει μέσα από την πόρτα της διασωθείσας πρόσοψης ενός παλιού βουκολικού σπιτιού, από το σημείο που άφησε ακάλυπτο η κατάρρευση του πίσω τοίχου.

Άλλοτε, μέσω της ίδιας ποίησης, εστιάζει στη συνεργατικότητα, τον αλτρουισμό και την αλληλοβοήθεια μεταξύ των ανθρώπων, τις οποίες αντιμετωπίζει ως αρωγούς της προόδου, είτε αυτή έχει να κάνει με την ανοικοδόμηση, είτε με το ταξίδι της αναζήτησης που πραγματοποιεί ο πρωταγωνιστής στο Κοκέρ (βλ. τελευταία σεκάνς).

«Η ζωή πάντοτε θριαμβεύει μέσα από τον θάνατο», μοιάζει να διατρανώνει ο Ιρανός δημιουργός: Άλλοτε μέσα από στιγμές ανθρωπιάς, τις οποίες μας χαρίζουν απλόχερα ο πατέρας, ο γιος και οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι που συναντούν, άλλοτε μέσα από περιπτώσεις πείσματος και μαχητικότητας, άλλοτε απλά μέσα από τη θέληση των πληγέντων να προχωρήσουν μπροστά και να εξεύρουν υποκατάστατα της προηγούμενης καθημερινής τους ρουτίνας, εκτοπίζοντας την τραγωδία στο πίσω μέρος του μυαλού τους.

Κάποιες φορές, αρκούν οι φωνές από το κατσάδιασμα μιας μάνας στα σκανταλιάρικα τέκνα της, εντός του ημιυπαίθριου προσωρινού τους καταλύματος. Άλλες, η συναναστροφή του πρωταγωνιστή με ένα νιόπαντρο ζευγάρι, το οποίο αποφάσισε να προγραμματίσει τον γάμο του μόλις μία ημέρα μετά (!) τον σεισμό.

Επιπλέον, σε σημείο αναφοράς μετατρέπεται ο ενθουσιασμός ενός ολόκληρου καταυλισμού σεισμοπαθών, οι οποίοι προετοιμάζονται σχολαστικά, δίπλα στα αντίσκηνά τους, για τη θέαση του αγώνα Βραζιλία-Αργεντινή για το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου ή, τέλος, η διήγηση ενός παιδιού, που έχει λιγότερα να πει για την τραυματική εμπειρία του Εγκέλαδου από ό,τι για τον μουντιαλικό αγώνα που είχε προλάβει να παρακολουθήσει το ίδιο βράδυ…

Χιούμορ που ξορκίζει τον θάνατο

Το χιούμορ, μαύρο ή μη, είναι και αυτό αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής που ξορκίζει τον θάνατο, για αυτό και η διήγηση διανθίζεται με μικρές τέτοιες «ενέσεις», κλείνοντας διακριτικά το μάτι στον θεατή: Μια χαροκαμένη χωριάτισσα πληροφορεί τον γεμάτο απορίες Πούγια ότι οι κάτοικοι του μόνου ανέπαφου σπιτιού του οικισμού στην πραγματικότητα δεν στάθηκαν και τόσο τυχεροί, αφού την ώρα του σεισμού είχαν μεταβεί σε ένα φεστιβάλ, όπου και καταπλακώθηκαν.

Εκείνος, με τη σειρά του, προσπαθεί να κατευνάσει το πένθος της, λέγοντάς της ότι η χαμένη της κόρη στάθηκε τυχερή με το φευγιό της, καθότι απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά της στο σχολείο, ενώ και τα υπόλοιπα τέκνα της θα εκτιμούν στο εξής περισσότερο τη μητέρα τους, όπως και την ίδια τη ζωή.

Ένα άλλο παιδί εξιστορεί ότι σώθηκε επειδή, το βράδυ του σεισμού, τα τσιμπήματα των κουνουπιών το ξύπνησαν, αναγκάζοντάς το να εγκαταλείψει το υπνοδωμάτιο που λίγα λεπτά αργότερα κατέρρευσε. Όμως, οι γονείς του κρατούν κακία στα κουνούπια, που δεν τσίμπησαν και τον αδικοχαμένο αδελφό του!

Η έμφυτη δύναμη των ανθρώπων να υπερπηδούν τα εμπόδια

Στην τελική ευθεία προς το Κοκέρ –και, ταυτόχρονα, την ολοκλήρωση του έργου–, η ανηφορική κλίση του επαρχιακού χωματόδρομου μοιάζει να ορθώνει ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στο ταλαιπωρημένο όχημα του σκηνοθέτη. Όταν το αυτοκίνητο χάνει την ισχύ του και οπισθοδρομεί, γλιστρώντας σιγά-σιγά έξω από το γενικό πλάνο, τα περιθώρια αισιοδοξίας εξανεμίζονται. Κι όμως, ο πρωταγωνιστής θα επιμείνει, καταφέρνοντας τελικά, σε πείσμα κάθε πρόβλεψης, να «σκαρφαλώσει» με το σαραβαλάκι του, με την πολύτιμη βοήθεια ενός διαβάτη, τον οποίο και θα εξυπηρετήσει με τη σειρά του.

Τελικά, όπως τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει εκείνον από το να αναζητήσει τα αγνοούμενα παιδιά του Κοκέρ, έτσι και οι επιζήσαντες της περιοχής είναι αποφασισμένοι να συνεχίσουν τις ζωές τους: Πάνω στα συντρίμμια που κάποτε στέγασαν τα όνειρά τους, δίπλα στα σημεία που θρηνούν τους νεκρούς τους, ή σε μια γαμήλια «σουίτα» που φιλοτεχνήθηκε από τέσσερις πασσάλους και τμήματα της πλαστικής μεμβράνης για την κάλυψη των ορυζώνων –για οροφή.

Έτσι, τη θέα σε ένα αυτοσχέδιο νεκροταφείο στην ύπαιθρο διαδέχεται η εικόνα δύο μανάδων που μαζεύουν χόρτα μαζί με τα παιδιά τους, δίπλα στους ελαιώνες. Παραπέρα, μια άλλη παρέα παιδιών επιδίδεται σε ξέγνοιαστα ακροβατικά, πάνω στα αγέρωχα δέντρα ενός κατεστραμμένου οικισμού.

Αυτό είναι πάνω από όλα το νόημα μιας ταινίας που μετατρέπει το ταξίδι της επίμονης αναζήτησης σε παραβολή για την έμφυτη δύναμη του ανθρώπου να αντεπεξέρχεται στα δεινά, να συμπαραστέκεται και να αλληλοβοηθιέται. Ένα έργο από το οποίο εκπηγάζει ένα αναζωογονητικό ρεύμα ανθρωπισμού και φιλοσοφικής αισιοδοξίας.

Διαβάστε για την εμβληματική αφετηρία και τη συγκλονιστική ταινία-κλείσιμο της «Τριλογίας του Κοκέρ» στο επόμενο φύλλο της «ΥΧ».