Ανεβάζει και πάλι η Ισπανία την ευρωπαϊκή παραγωγή ελαιολάδου το 2020/2021

Οι αυξημένες ποσότητες με τις οποίες ξεκίνησε η περασμένη χρονιά φαίνεται ότι επηρέασαν τις τιμές, οι οποίες παρέμειναν συμπιεσμένες καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, κυρίως λόγω των μεγαλύτερων αποθεμάτων, που στο ξεκίνημα του 2020 βρήκαν ενεργό το ευρωπαϊκό μέτρο της αποθεματοποίησης. Η επιβολή των αμερικανικών δασμών στο ισπανικό τυποποιημένο προϊόν συμπίεσε έτι περαιτέρω την κατάσταση στην αγορά, ενώ και η αυξημένη παραγωγή άλλων κρατών, με αποκορύφωμα αυτήν της Τυνησίας, που οδήγησε σε επίπεδα ρεκόρ τις εξαγωγές προς την ΕΕ, συνέβαλε επιβαρυντικά.

Τι προβλέπει η Κομισιόν για το 2020/2021

Η ελληνική παραγωγή κατά την προηγούμενη περίοδο κινήθηκε σε ποσότητες σαφώς μεγαλύτερες από εκείνες του 2018/2019, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Κομισιόν, ενώ για το 2020/2021 προβλέπει μικρή μείωση, με την παραγωγή να ανέρχεται στους 265.000 τόνους, όταν η Ισπανία προβλέπεται ότι θα ανεβάσει και πάλι τον ευρωπαϊκό όγκο.

Σύμφωνα με το οδοιπορικό της «ΥX», με βάση και τα στοιχεία που διέθεταν οι ΔΑΟΚ ελαιοπαραγωγικών περιοχών στο τελείωμα του καλοκαιριού, φέτος η Ελλάδα θα κινηθεί σε όγκους μειωμένους κατά 9% των περσινών. Ενδεικτικά, μικρότερες ποσότητες αναμένει η Πελοπόννησος, με τις μειώσεις να αγγίζουν κατά τόπους και το 50%, ακόμη μεγαλύτερες απώλειες των αρχικά μειωμένων εκτιμήσεων προβλέπει η Λέσβος, όταν η Κρήτη απομακρύνεται από την περσινή καταστροφική εικόνα.

Προβληματίζουν τιμές και καιρικές συνθήκες

Για τη φετινή παραγωγή, πέραν της παρενιαυτοφορίας της ελιάς, καθοριστικές ήταν και οι καιρικές συνθήκες, με ολοένα και περισσότερους παραγωγούς να εκδηλώνουν ανησυχία για τις αλλαγές στο κλίμα. Με αποκορύφωμα τον καύσωνα του Μαΐου, καιρικά φαινόμενα, περίοδοι ανομβρίας και καθυστερημένες βροχοπτώσεις είχαν επιπτώσεις στην παραγωγή και στις αποδόσεις.

Η αυλαία της νέας ελαιοκομικής περιόδου ξεκίνησε περίπου στα περσινά επίπεδα τιμών για τα πρώτα συμβόλαια. Οι τιμές, ωστόσο, έδειξαν μία υποχώρηση στις περισσότερες ελαιοπαραγωγικές περιοχές, καθώς μεγάλωναν οι παραγόμενες ποσότητες, με τη ζήτηση να μην ακολουθεί το ίδιο διάστημα αντίστοιχα έντονο ρυθμό. Οι τιμές της νέας περιόδου, αν και δεν ικανοποίησαν παραγωγούς και συνεταιριστές που προσδοκούσαν καλύτερα επίπεδα, έχοντας καταγράψει απώλειες από τις προηγούμενες χρονιές αλλά και συγκριτικά με το κόστος παραγωγής, διαμορφώθηκαν έως τώρα υψηλότερες των περσινών, όχι όμως και του μέσου όρου της πενταετίας.