Αύξηση κατά 20% στις φορτώσεις κοµπόστας προς τη Βρετανία λόγω Brexit

Στροφή στις μικρές συσκευασίες από τις κονσερβοποιίες

Με διψήφιο ποσοστό αύξησης έκλεισαν οι εξαγωγές ελληνικής κομπόστας το 2020, εξέλιξη που αποδίδεται, κυρίως, σε δύο παράγοντες. Ο πρώτος ήταν η… φρενίτιδα αποθεματοποίησης που χαρακτήρισε τα νοικοκυριά στο πρώτο lockdown για προϊόντα διατροφής «μακράς διάρκειας» και η μέριμνα των αλυσίδων να δημιουργήσουν στοκ ενόψει μιας αυξημένης ζήτησης κατά το δεύτερο κύμα της COVID-19.

Ο δεύτερος παράγοντας ήταν οι αυξημένες παραγγελίες στις κονσερβοποιίες που εξάγουν στη Μ. Βρετανία στο πλαίσιο των εξελίξεων γύρω από το Brexit, εν μέσω δηλαδή της ανησυχίας για την έξοδο της χώρας από την ΕΕ χωρίς επίτευξη συμφωνίας, κάτι που θα έφερνε τα πάνω κάτω στη διακίνηση εμπορευμάτων.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην «ΥΧ» ο πρόεδρος της Ένωσης Κονσερβοποιών Ελλάδας (ΕΚΕ), Κώστας Αποστόλου, «για εμάς, σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς, δεν υπήρχε σχεδόν μήνας που να μην είχε βελτίωση σε σχέση με τον αντίστοιχο του 2019, μιλώντας σε επίπεδο εντεκαμήνου» (σ.σ.: δεν υπάρχουν ακόμη επίσημα στοιχεία για τον Δεκέμβριο).

Ζωηρή η ζήτηση στη λιανική

Με βάση τα στοιχεία της ΕΚΕ, το εντεκάμηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2021 οι εξαγωγές ελληνικής κομπόστας έφτασαν τους 282.216 τόνους, αυξημένες κατά 17,4% έναντι των 240.450 τόνων του αντίστοιχου εντεκαμήνου του 2019 και κατά 18,3% σε αξία. Χαρακτηριστικό της εκτίναξης των φορτώσεων τον Μάρτιο είναι ότι τον μήνα αυτόν οι εξαγωγές κομπόστας ήταν περισσότερες κατά 46,3% έναντι εκείνων του ίδιου μήνα του 2019. Επίσης, κατά 28,9% ήταν αυξημένες οι αποστολές του Σεπτεμβρίου 2020 σε σύγκριση με τις αντίστοιχες του Σεπτεμβρίου 2019. Αυτή η μεταβολή διατηρήθηκε με μικρές διαφοροποιήσεις μέχρι και τον Νοέμβριο. Η αύξηση των εξαγωγικών επιδόσεων του κλάδου συνοδεύτηκε από την υποχώρηση των μεγάλων, «επαγγελματικών» συσκευασιών και την ταυτόχρονη ενίσχυση της ζήτησης για μικρές συσκευασίες οικιακής κατανάλωσης.

Αυτό, όπως σημειώνει ο κ. Αποστόλου, «εξακολουθεί να παρατηρείται και στην παραγωγή που κάναμε φέτος η πλάστιγγα έγερνε προς την πλευρά της μικρής συσκευασίας, καθώς η μεγάλη δεν είχε πολλή ζήτηση. Και οι φορτώσεις ήταν ανάλογες, γεγονός το οποίο οφείλεται αποκλειστικά στο κλείσιμο της HORECA».

«Δεν προλάβαιναν να φορτώνουν»

Το Brexit και συγκεκριμένα οι παλινδρομήσεις που χαρακτήριζαν τις συζητήσεις γύρω από την επίτευξη μιας αμοιβαία συμφέρουσας συμφωνίας για τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Μ. Βρετανίας και ΕΕ αποδείχτηκαν καθοριστικές για τις εξαγωγές των τελευταίων μηνών του 2020. Μπροστά στον φόβο ενός «άτακτου Βrexit», πολλοί Βρετανοί αγοραστές έσπευσαν να δημιουργήσουν απόθεμα.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΚΕ, «γνωρίζουμε, χωρίς να έχουμε ακόμη απόλυτα στατιστικά νούμερα, ότι τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο έγιναν πολύ πιο έντονες φορτώσεις, γιατί όλοι ετοιμάζονταν να έχουν γεμάτες τις αποθήκες τους. Η διαφορά του Νοεμβρίου σε σχέση με τον περσινό ήταν πολύ μεγαλύτερη σε σύγκριση με άλλους μήνες του χρόνου. Η αίσθηση που έχω είναι ότι τα εργοστάσια που πουλάνε κατά κύριο λόγο στην Αγγλία δεν προλάβαιναν να φορτώνουν». Βέβαια, όπως εξηγεί, το στοκάρισμα αυτό μπορεί να το βρουν έως έναν βαθμό… μπροστά τους οι εταιρείες το επόμενο διάστημα.

Όμως, αυτό δεν θα κρατήσει για πολύ, καθώς αναμένεται ότι η αγορά και οι εξαγωγικές ροές θα ισορροπήσουν και πάλι, «ίσως όχι με την ορμή που είδαμε πριν, αλλά όσο θα υπάρχει στον αέρα η ιστορία με την πανδημία, προφανώς και θα υπάρχει ενδιαφέρον από την αγορά να έχει αποθέματα», σημειώνει χαρακτηριστικά.

ΔΑΣΜΟΙ
Με άλλους όρους πλέον η μάχη με τη Ν. Αφρική

Οι κονσερβοποιοί δεν προβληματίζονται ιδιαίτερα για τις διαδικασίες και τους όρους εξαγωγής που ισχύουν μετά την έξοδο της Μεγ. Βρετανίας από την ΕΕ. Ωστόσο, έχουν απέναντί τους νέα ζητήματα στο πεδίο του ανταγωνισμού, τα οποία προκύπτουν από επιμέρους εμπορικές συμφωνίες με άλλες χώρες. Όπως επισημαίνει ενδεικτικά ο κ. Αποστόλου, «σε ό,τι αφορά το Brexit και τη μορφή που πήρε, εμείς δεν έχουμε κανένα άμεσο πρόβλημα. Όμως, προφανώς οι ανταγωνιστικές μας δυνατότητες θα υστερήσουν σε σχέση με αυτές που είχαμε προηγουμένως, γιατί υπάρχει η συμφωνία της Μ. Βρετανίας με τη Ν. Αφρική.

Ενώ αντιμετώπιζαν έστω και έναν στοιχειώδη δασμό της τάξης του 6%-7% οι Νοτιοαφρικανοί όταν εξήγαγαν στη Μεγάλη Βρετανία ως μέλος της ΕΕ, πλέον αυτός είναι μηδενικός. Το χειρότερο είναι ότι παρότι η ποσόστωση που έδωσε η ΕΕ στην Ν. Αφρική, όταν έγινε η μεταξύ τους συμφωνία στο τέλος της δεκαετίας, στηρίχτηκε και στις βρετανικές εισαγωγές (αφορούν το 1/3 των νοτιοαφρικανικών εξαγωγών στην ΕΕ), δεν αναθεωρήθηκε μετά την αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας.

Και αυτό παρά το γεγονός ότι εμείς, ως κλάδος, το ζητήσαμε, αναδεικνύοντας με τις παρεμβάσεις μας ότι βγήκε πλέον εκτός ένας μεγάλος πελάτης τους», τονίζει ο πρόεδρος της ΕΚΕ.