Δεν περνάνε πλέον οι μεταχρονολογημένες επιταγές ως μέσο εξόφλησης των παραγωγών

Με θετική προδιάθεση, αλλά και αρκετές επιφυλάξεις προσεγγίζουν παράγοντες της αγοράς το νομοσχέδιο του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, που φιλοδοξεί να βάλει τέλος σε αθέμιτες πρακτικές που ενδημούν εδώ και πολλά χρόνια στην αλυσίδα εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων, θίγοντας άμεσα τους αγρότες.
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, αναμένονταν οι πρώτες τοποθετήσεις των φορέων στην αρμόδια Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής, ενώ, σύμφωνα με τον σχεδιασμό του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, θα προωθηθεί προς ψήφιση στην Ολομέλεια μέχρι την Τετάρτη 7 Απριλίου.
Το νομοσχέδιο ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο την κοινοτική Οδηγία 2019/633, με σκοπό, όπως αναφέρεται στην επίσημη ενημέρωση, να διορθωθούν «σημαντικές ανισορροπίες στη διαπραγματευτική ισχύ μεταξύ προμηθευτών και αγοραστών γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, κυρίως των μεγάλων σούπερ μάρκετ».
Μία από τις πλέον σημαντικές διατάξεις έχει να κάνει με τις προθεσμίες εξόφλησης των παραγωγών (σ.σ. ως τέτοιοι λογίζονται και οι μεταποιητικές επιχειρήσεις όταν συναλλάσσονται με τους λιανέμπορους), οι οποίες σήμερα, όπως είναι γνωστό, συχνά υπερβαίνουν τους έξι μήνες.
Πλέον, τα αλλοιώσιμα προϊόντα θα πρέπει να εξοφλούνται εντός 30 ημερών, ενώ τα υπόλοιπα γεωργικά προϊόντα εντός 60 ημερών το αργότερο, με τον χρόνο να «μετρά» από την ημερομηνία παράδοσης ή την ημερομηνία καθορισμού του καταβλητέου ποσού, όποια από τις δύο είναι μεταγενέστερη.
Πέρα, όμως, από το χρονοδιάγραμμα αυτό καθαυτό, εξίσου σημαντικό είναι ότι, όπως ρητά αναφέρεται στο νομοσχέδιο, «δεν θεωρείται εξόφληση […] η παράδοση από τον αγοραστή στον προμηθευτή μεταχρονολογημένης επιταγής».
Αυτό αναπόφευκτα θα δημιουργήσει κλυδωνισμούς και ανακατατάξεις στην αγορά, φέρνοντας εκ των πραγμάτων σε δύσκολη θέση τις ουκ ολίγες μεταποιητικές επιχειρήσεις, οι οποίες, ελλείψει ρευστού, χρησιμοποιούν συστηματικά αυτή την πρακτική στις συναλλαγές τους με τους παραγωγούς.
Εξαιρούνται αγοραστές με τζίρο κάτω των 2 εκατ.

Σύμφωνα με το υπουργείο, οι προωθούμενες αλλαγές καλύπτουν όλους τους παραγωγούς με τζίρο έως 2 εκατ. ευρώ, πρακτικά δηλαδή το σύνολο των αγροτών που πραγματοποιούν πωλήσεις σε εμπόρους, μεταποιητικές βιομηχανίες ή και απευθείας σε αλυσίδες. Ωστόσο, δεν αφορούν αγοραστές με τζίρο μικρότερο των 2 εκατ. ευρώ, εξαίρεση που προφανώς έγινε με το σκεπτικό να μην ασκηθεί υπερβολική και, ενδεχομένως, μοιραία πίεση στις μικρές και πολύ μικρές μεταποιητικές επιχειρήσεις.
Όμως, σύμφωνα με τον Νίκο Δημόπουλο, πρόεδρο των Κτηνοτροφικών Συλλόγων Δυτικής Μακεδονίας (ο μοναδικός αγροτικός φορέας που διατύπωσε παρατηρήσεις κατά τη διαδικασία της διαβούλευσης στο opengov), η πρόβλεψη αυτή δεν αποκλείεται να δημιουργήσει τελικά νέες στρεβλώσεις: «Ίσως να κυριάρχησε η αντίληψη ότι οι μεγάλες εταιρείες είναι αυτές που εκμεταλλεύονται τον παραγωγό.
Ωστόσο, κανονικά θα έπρεπε να ισχύουν οι ίδιοι όροι και κανόνες για όλους. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι πολλά μικρά τυροκομεία εφαρμόζουν πρακτικές όπως αυτές που περιγράφονται στο νομοσχέδιο ως αθέμιτες», δηλώνει στην «ΥΧ». Εκφράζει, πάντως, την ικανοποίησή του που συμπεριλήφθηκε η πρόβλεψη για υποχρέωση αναγραφής στα συμβόλαια της τιμής πώλησης/αγοράς των προϊόντων. «Το είχαμε επισημάνει στην προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου και μας χαροποιεί που διατηρήθηκε στην τελική μορφή του νομοσχεδίου», υπογραμμίζει.
«Αυτόματοι έλεγχοι αντί για καταγγελίες»

Από καλή αφετηρία εκτιμά ότι εκκινεί το νομοσχέδιο ο Χρήστος Αποστολόπουλος, πρόεδρος του ΣΕΒΓΑΠ (Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων), ωστόσο, εκφράζει τον φόβο ότι κινδυνεύει να καταστεί μη λειτουργικό:
«Όλος ο μηχανισμός βασίζεται στην καταγγελία του θιγόμενου και δη του παραγωγού, κάτι που όμως στην πράξη είναι δύσκολο να εφαρμοστεί. Πόσο εύκολα ένας προμηθευτής θα καταγγείλει π.χ. ένα σούπερ μάρκετ, όταν υπάρχει ο φόβος το προϊόν του να μη βρει μετά θέση στο ράφι;», διερωτάται και συμπληρώνει: «Κατά τη γνώμη μας, θα έπρεπε να γίνεται ένας αυτόματος διασταυρωτικός έλεγχος στα τιμολόγια αγοραστών και προμηθευτών, ώστε να εντοπίζονται άμεσα πιθανές ‘‘εκτροπές’’ και παραβάσεις. Βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα και θεωρώ ότι υπάρχουν τα μέσα για να υλοποιηθεί κάτι τέτοιο».
Στέφανος Παντελιάδης
|