«Το Δέντρο που Πληγώναμε» (1986) – Ένα παιδί «ενηλικιώνεται» δίπλα στα «δακρυσμένα» μαστιχόδεντρα της Χίου

Ο κινηματογραφικός ποιητής της χιώτικης υπαίθρου, Δήμος Αβδελιώδης, εμπνέεται από τις εργασίες του «κεντήματος», οι οποίες ξεκινούν κάθε χρόνο στις 15 Ιουλίου, για να μας διηγηθεί μια τρυφερή και συνάμα νοσταλγική αυτοβιογραφική ιστορία

Αραγε, υπάρχει άλλος δημιουργός που να μπορεί να «μιλήσει» για τον τόπο του με εικόνες και συναισθήματα τόσο αυθεντικά όσο εκείνα που γέννησε η τέχνη του Δήμου Αβδελιώδη;

Δύσκολα! Σε μια φιλμογραφία που έχει περιοριστεί σε μόλις τέσσερα έργα (σ.σ. όλα πριν το μιλένιουμ), αλλά έχει καταφέρει να αφήσει το στίγμα της στον ελληνικό κινηματογράφο, ο Χιώτης σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιός και παραγωγός του θεάτρου και του σινεμά πέτυχε να συζεύξει τον λυρισμό με τη ρεαλιστική καθαρότητα, μυώντας μας σε μια άκρως προσωπική ρομαντική μυσταγωγία που ανέδειξε εντελώς άκοπα τη φυσική ομορφιά του «νησιού της μαστίχας».

Με αφορμή τις επικείμενες εργασίες του «κεντήματος» στη Χίο, οι οποίες ξεκινούν κάθε χρόνο στις 15 Ιουλίου και διαρκούν μέχρι τα μέσα Αυγούστου, ανακαλούμε στη μνήμη μας τη φιλμική ιστορία ενός παιδιού που «ενηλικιώθηκε» πλάι στα «δακρυσμένα» μαστιχόδεντρα, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στο σελιλόιντ εν έτει 1986.

Στο βραβευμένο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Αβδελιώδη, «Το Δέντρο που Πληγώναμε» («The Tree We Hurt», 1986), ο χρόνος γυρίζει πίσω στο 1960, ξεδιπλώνοντας το θερινό αυτοβιογραφικό χρονικό μιας παιδικής φιλίας στον τόπο που άνδρωσε τον Έλληνα δημιουργό.

Σε έναν γραφικό βουκολικό οικισμό, δύο χωριατόπαιδα της Δ’ τάξης Δημοτικού, ο Γιάννης (πρωταγωνιστεί όχι τυχαία ο γιος του σκηνοθέτη, Γιάννης Αβδελιώδης) και ο Βαγγέλης (Νίκος Μειωτέρης) ψυχραίνονται μετά από ένα εκατέρωθεν συμπεριφορικό «ολίσθημα», μπροστά στο κατώφλι της καλοκαιρινής ανάπαυλας των σχολικών τους υποχρεώσεων. Σύντομα, η κλονισμένη σχέση των αγοριών θα επουλωθεί και μαζί θα ζήσουν νέες περιπέτειες, πειραματιζόμενοι με νέα ερεθίσματα κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο.

«Το Δέντρο που Πληγώναμε», τίτλος ο οποίος παραπέμπει στη διαδικασία του «κεντήματος» (σ.σ. πλήγωμα) των μαστιχόδεντρων που πραγματοποιείται παραδοσιακά κατά το μεσοκαλόκαιρο, φέρνει εις πέρας μια έξοχη ανασύσταση του πορτρέτου της ελληνικής επαρχιακής κοινωνίας της εποχής, με τις λειψές υποδομές και τα μηδαμινά οικονομικά και γνωστικά εφόδια.

Εντός αυτού του περιβάλλοντος, το σενάριο του Αβδελιώδη χτίζει μια ιστορία ενηλικίωσης. Η ταινία σκιαγραφεί το «σαλπάρισμα» των παιδιών από το «λιμάνι» της προεφηβικής αθωότητας και τη διέλευσή τους από τις «συμπληγάδες» μιας σαρωτικής διεργασίας που διαπλάθει και ολοκληρώνει τον χαρακτήρα του ατόμου. Η ζωή της υπαίθρου και το φυσικό τοπίο της «μυροβόλου Χίου» πρωταγωνιστούν στον βομβαρδισμό ερεθισμάτων που εγείρει αυτή η καινούργια φάση στη ζωή των δύο λιλιπούτειων πρωταγωνιστών. Ο Γιάννης σπεύδει να βοηθήσει τη μητέρα του με το κρίσιμο «κέντημα», χρησιμοποιώντας ένα μικρό αιχμηρό εργαλείο για να καταφέρει μικρές τομές στον φλοιό του δέντρου.

Μέσα σε αυτές τις «κεντιές» θα πήξει η μαστίχα, σχηματίζοντας τα «δάκρυα» που θα συλλεχθούν κατόπιν. Από τη μία, λοιπόν, τα θέματα της «ενηλικίωσης» περιλαμβάνουν τη χειρωνακτική εργασία στο χωράφι, τη διάσωση μικρών πουλιών από τις παγίδες των κυνηγών (σ.σ. ο Γιάννης γλυτώνει μόλις και μετά βίας από τα σκάγια ενός που τον παίρνει χαμπάρι) και την παροχή καταφυγίου σε κατατρεγμένα οικόσιτα ζώα.

Επιπλέον, τα παιδιά σκληραγωγούνται μέσα από την τριβή με αυταρχικές φιγούρες (σ.σ. η μητέρα του Βαγγέλη που τον κυνηγά με τον πλάστη και ο δάσκαλος που ραπίζει τον Γιάννη με τη βέργα), εισάγονται στον κόσμο της επ’ αμοιβή εργασίας χάρη στη συμμετοχή σε εξόδιους ακολουθίες και εκτονώνονται σε σκανταλιάρικα παιχνίδια (επιθέσεις σε σφηκοφωλιές, έριδες με γειτονικούς οικισμούς, οχλήσεις στον «τρελό του χωριού») και ξέγνοιαστες στιγμές στη φύση.

Ως επιστέγασμα, βιώνουν την εμπειρία του πρώτου τσιγάρου, του πρώτου σκιρτήματος της καρδιάς και της πρώτης ερωτικής απογοήτευσης, η οποία θα συμπέσει με το πρόωρο τέλος του καλοκαιριού και την έλευση του φθινοπώρου, σε μια άτυπη επανεκκίνηση. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα εξελικτικό μονοπάτι γλυκόπικρων εμπειριών που εισάγουν στη σκληρή ενήλικη ζωή, αλλά ιδώνονται «μαγευτικά», μέσα από την αφέλεια και το δέος των παιδικών ματιών. Οι διερευνητικές τάσεις του φακού συχνά εκπεφρασμένες με «καλπασμό» της παλλόμενης κάμερας στο χέρι και το ανά διαστήματα στακάτο ή αναρχικό μοντάζ παραπέμπουν σε αυτή την αδέξια ψηλάφηση του «άγνωστου» νέου κόσμου που ορθώνεται ολόγυρα.

Έναν κόσμο που η ταινία καταφέρνει να τον ξαναγεννήσει από την αρχή ως ένα γνήσια «πρωτόγνωρο» και «αχαρτογράφητο» θέαμα για άγουρους οφθαλμούς, ακαταμάχητο και συνάμα απειλητικό όσο η άγρια ομορφιά της παρθένας χιώτικης πλάσης και ταυτόχρονα να τον υπενθυμίσει ως «οικείο», υπό το αναστοχαστικό πρίσμα της νοσταλγίας του ενήλικου Αβδελιώτη.

Τις δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες έρχεται να συμβιβάσει σε μια ενιαία μάζα «χωροχρονικής ύλης» ο επαναλαμβανόμενος κύκλος της ζωής, ο οποίος συνοψίζεται ποιητικά στον παχύρρευστο χυμό της μαστίχας: Κάθε θέρος, εκείνη τρέχει σαν «δάκρυ» από τον πληγωμένο κορμό του δέντρου που τη «γέννησε». Ο λυρικός ρεαλισμός του Αβδελιώδη, χωρίς ποτέ να καταντά γλυκανάλατος, προσθέτει πόντους στη διαχρονικότητα του εγχειρήματος.