Διαπρέπει στην Ιταλία η ελληνική ελιά, αλλά όχι ως επώνυμο προϊόν

Κυρίαρχη στις εισαγωγές της γειτονικής αγοράς η χώρα μας

των Μαρίας Αντωνίου, Γιάννη Τσατσάκη

Σημαντική παρουσία στην ιταλική αγορά έχουν οι ελληνικές επιτραπέζιες ελιές, ως επί το πλείστον όμως πωλούνται με εμπορικά σήματα της γειτονικής χώρας. Για την ακρίβεια, σύμφωνα με το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) του Μιλάνου, μόλις μία ελληνική επιχείρηση (η Γαία) έχει παρουσία στα ράφια των ιταλικών καταστημάτων με συσκευασμένο προϊόν δικής της επωνυμίας.

Όπως επισημαίνει η πρόσφατη κλαδική μελέτη του γραφείου, πρόκειται για μια αγορά που δίνει ιδιαίτερη σημασία στην προέλευση, κυρίως σε ό,τι αφορά τα «γηγενή» προϊόντα και στην ετικέτα Made in Italy. Γι’ αυτό και, σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης, οι Έλληνες εξαγωγείς χρειάζεται να είναι οπλισμένοι με υπομονή και να είναι προετοιμασμένοι για αποστολές μικρών αρχικά παραγγελιών, μέχρι να εδραιωθούν.

Πάντως, όπως τονίζεται στη μελέτη, υπάρχει περιθώριο και προοπτική για ενίσχυση της ελληνικής παρουσίας σε επώνυμο συσκευασμένο προϊόν και οι προσπάθειες των εγχώριων επιχειρήσεων πρέπει να επικεντρωθούν στην εδραίωση της αναγνωρισιμότητάς τους και στην προώθηση του λογότυπου «ελιές ελληνικής προέλευσης».

Καθοριστικής σημασίας, επίσης, είναι η οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης και η σωστή επιλογή του εισαγωγέα, καθώς και η συμμετοχή σε εκθέσεις όπως η Tuttofood (μόλις φυσικά οι υγειονομικές συνθήκες το επιτρέψουν), οι οποίες παρέχουν μια καλή ευκαιρία στους ενδιαφερόμενους να κατανοήσουν την ιταλική αγορά και να συναντήσουν πιθανούς Ιταλούς διανομείς.

 

Ιδιωτική ετικέτα προτιμούν οι Ιταλοί

Οι Ιταλοί εισαγωγείς επιτραπέζιων ελιών είναι συνήθως εξειδικευμένες εταιρείες που ασχολούνται με τη λιανική και σε μικρότερο βαθμό με τις λαϊκές αγορές. Ωστόσο, όπως σημειώνεται στη μελέτη, σημαντικές ποσότητες εισάγονται από εταιρείες παραγωγής, προκειμένου να συμπληρώσουν τα δικά τους αποθέματα. Στο λιανεμπόριο, οι ελιές διατίθενται ως επώνυμες, ως προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (private label), αλλά και σε χύδην μορφή.

Οι πωλήσεις στα σούπερ μάρκετ και στις υπεραγορές κατέχουν το μεγαλύτερο ποσοστό. Σε ό,τι αφορά τις συσκευασμένες ελιές, σύμφωνα με στοιχεία της Nielsen που επικαλείται το γραφείο ΟΕΥ, η ιδιωτική ετικέτα καταλαμβάνει το 50,3% των πωλήσεων. Οι Ιταλοί δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στα μεταλλικά δοχεία των 150 γραμμαρίων (αντιστοιχούν στο 13,24% των πωλήσεων ιδιωτικής ετικέτας και την κατηγορία με την υψηλότερη συνολικά αξία), τα οποία πάντως πωλούνται στη χαμηλότερη τιμή.

Αν και το ηλεκτρονικό εμπόριο είναι λιγότερο δημοφιλές στην Ιταλία από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, το γραφείο ΟΕΥ εκτιμά ότι η προώθηση επώνυμων συσκευασμένων επιτραπέζιων ελιών μέσω e-shops θα μπορούσε να έχει θετικά αποτελέσματα για τους Έλληνες παραγωγούς-τυποποιητές.

Αναγνωρίσιμες οι Καλαμών, δημοφιλείς και οι πράσινες

Με μία μέση κατανάλωση που τα τελευταία τρία χρόνια υπολογίζεται σε 124.000 τόνους ετησίως και 2,3 κιλά/έτος κατά κεφαλήν, η αυτάρκεια της Ιταλίας σε επιτραπέζιες ελιές ανέρχεται στο 48,1%. Για να καλύψει το υπόλοιπο ποσοστό, η χώρα εισάγει ποσότητες κυρίως από την Ελλάδα και την Ισπανία. Βάσει των στοιχείων που παραθέτει η έρευνα, το μερίδιο της Ελλάδας την περίοδο 2015-2019 στις ιταλικές εισαγωγές επιτραπέζιων κυμαίνονταν μεταξύ 73%-82%, εξασφαλίζοντας στη χώρα μας σταθερά την πρώτη θέση. Το 2019, ειδικότερα, το 77,49% των συνολικών εισαγωγών της Ιταλίας, στην κατηγορία όσων προορίζονται για χρήσεις άλλες από την ελαιοποίηση, προερχόταν από την Ελλάδα, με το αντίστοιχο ποσοστό της Ισπανίας να αγγίζει το 21,7%. Οι ελληνικές Καλαμών απολαμβάνουν ιδιαίτερη αναγνώριση στο ιταλικό κοινό, ενώ παρουσία στα ράφια των αλυσίδων έχουν επίσης και οι πράσινες (Χαλκιδικής και Θρούμπες Θάσου). Ως επώνυμες ελληνικές συσκευασμένες τοποθετούνται μόνο οι βιολογικές Καλαμών της Γαία. Οι μαύρες ποικιλίες της Ελλάδας διατίθενται ως φυσικές (καθώς δεν προστίθεται χρωματισμός κατά τη γαλακτική ζύμωση), αντίθετα ο τύπος των πράσινων Χαλκιδικής θεωρείται πιο επεξεργασμένος.