Διέξοδο από τις αποκλειστικές συνεργασίες με τις αλυσίδες για να ανεβάσουν τις τιμές ψάχνουν οι παραγωγοί ελαιολάδου

Μέχρι στιγμής πωλούν μόνο για να καλύψουν τις ανάγκες τους

των Μαρίας Αντωνίου, Γιώργου Αργυρίου

Πολύ καλές ποιότητες, αφού αρκετά ελαιόλαδα που έχουν μείνει πίσω υπάγονται ακόμη και στην κατηγορία του εξτρίσιμου, αναφέρουν διάφορες περιοχές της Ελλάδας, με τις τιμές ωστόσο, αν και ικανοποιητικές σε σύγκριση με τα περσινά επίπεδα, να μην ανταποκρίνονται στη φετινή ποιότητα, υποστηρίζουν οι συνομιλητές.

Το πολυαναμενόμενο άνοιγμα τουρισμού και εστίασης εξακολουθεί και διατηρεί την προσδοκία των παραγωγών για καλύτερες τιμές. Παρ’ όλα αυτά, οι πράξεις της περιόδου ακολουθούν τις ανάγκες παραγωγών και αγοράς, με άλλους να αναφέρουν μία σταθερή ροή από τον παραγωγό και άλλους να κάνουν λόγο για λιγότερες πωλήσεις έναντι αντίστοιχων περιόδων προηγούμενων ετών, λόγω και της πανδημίας.

Περιμένουν τους Ιταλούς στη Λακωνία

Η παραγωγή κινήθηκε πάνω από το αρχικά αναμενόμενο για τον Δήμο Μονεμβασιάς, εν αντιθέσει με την υπόλοιπη Λακωνία, με τον Συνεταιρισμό Μολάων-Πακίων να φτάνει τους 2.500 τόνους συνολικής παραγωγής. Πρόκειται για ελαιόλαδα άριστης ποιότητας και χαμηλής οξύτητας, σύμφωνα με τον διευθυντή του, Παναγιώτη Ντανάκα, που εντάσσει στα αρνητικά της φετινής περιόδου τις λιγότερες ποσότητες που πουλήθηκαν σε σύγκριση με τις προηγούμενες χρονιές, λόγω της πανδημίας.

Τονίζοντας ένα εύρος τιμών μεταξύ 2,90-3,05 ευρώ, αλλά και μεμονωμένες περιπτώσεις που έφταναν και τα 3,10, ο κ. Ντανάκας ανέφερε μία αύξηση της τάξεως των 40 λεπτών από πέρυσι, με την επισήμανση όμως μίας σημαντικής μείωσης στη διάθεση του προϊόντος, αλλά και την ελπίδα για άρση των περιορισμών έως τέλος Μαρτίου. Άρση που αναμένεται να αναθερμάνει το ενδιαφέρον των Ιταλών, οι οποίοι ήταν παραδοσιακοί αγοραστές από την περιοχή.

Επιβεβαιώνοντας τους μικρότερους όγκους στα νότια, μία ποσότητα της τάξεως των 1.350 τόνων, χαμηλότερη από τους 2.000 πέρυσι, ανέφερε από τον ΑΣ Αγ. Αποστόλων, ο πρόεδρός του, Παναγιώτης Μπατσάκης, εξηγώντας ότι η οργάνωση, από τον Οκτώβρη που ξεκίνησε, έδωσε 783 τόνους με 3,80, 230 τόνους ακόμη με 3,30 και άλλους 20 τόνους με 3,10 ευρώ.

Η χρονιά ήταν καλή και για τον Συνεταιρισμό Μεταμόρφωσης, που έκλεισε με 920 τόνους. Η ποσότητα θα ήταν υψηλότερη κατά τουλάχιστον 150 τόνους, αν η παρατεταμένη καλοκαιρία δεν επέφερε μικρότερες αποδόσεις του ελαιοκάρπου. Η τιμή των 3,10 ευρώ ήταν αυτή που τελικά επικράτησε στις πωλήσεις, που ξεκίνησαν από τον Δεκέμβρη, για «ένα από τα καλύτερα λάδια που κυκλοφορούν στην ευρωπαϊκή αγορά», όπως τόνισε ο πρόεδρος του συνεταιρισμού, Γιάννης Λάγγης.

Λιγότερα, αλλά χαμηλόβαθμα τα φετινά ελαιόλαδα της Λέσβου

Εν αναμονή και των αποτελεσμάτων της φετινής χρονιάς από τη ΔΑΟΚ, την εκτίμησή του για προσέγγιση των μόλις 3.500 τόνων φέτος από την παραγωγή της Λέσβου ανέφερε ο πρόεδρος του ΑΣ Ακρασίου, Χρήστος Κουτλής, λόγω των καιρικών συνθηκών που επικράτησαν. «Όσοι έχουν ανάγκη, πουλάνε λάδια», σχολίασε, αναφερθείς στις πράξεις που αφορούν το προϊόν, το οποίο, όπως σημείωσε, φέτος αφορούσε χαμηλόβαθμα στη συντριπτική τους πλειοψηφία ελαιόλαδα, ιδιαίτερα στο νότιο τμήμα του νησιού, έξτρα παρθένα και μάλιστα οξύτητας 3, ακόμη και 2/10.

Σε ό,τι αφορά τις τιμές, μεγάλο μέρος των ελαιοτριβείων ακολουθεί τα 2,70-2,80 ευρώ/κιλό, ενώ αυτές φτάνουν μέχρι και τα 3,30 και κατ’ εξαίρεση τα 3,50 ευρώ. «Στην περιοχή του Πλωμαρίου, έχουμε ως επί το πλείστον τα 3,30 και κατ’ εξαίρεση τα 3,50» λόγω της ιδιάζουσας κατάστασης που μάλλον ξεπερνά τα όρια του καλώς εννοούμενου ανταγωνισμού, εξήγησε.

Ανάσταση τιμών περιμένουν στα Χανιά

«Όλοι προσδοκούν μια ανάσταση τιμών», ανέφερε χαρακτηριστικά από πλευράς του ο Νεκτάριος Παρασκάκης, υπεύθυνος δραστηριότητας ελαιολάδου στον ΑΣ Χανίων, εντοπίζοντας μια γενικότερη αισιοδοξία λόγω των σχετικά ικανοποιητικών τιμών -πάνω από τα 3 ευρώ για κάποια λάδια χαμηλής οξύτητας και ποιοτικών χαρακτηριστικών που αρέσουν στους αγοραστές- και γνωρίζοντας ότι στην Κρήτη τα περισσότερα λάδια είναι έτσι λίγο-πολύ. Πρόκειται για κάτι που λέει η πιάτσα, αν επιτέλους αρχίσουν να λειτουργούν με όποιον τρόπο ο τουρισμός και η εστίαση και οι τυποποιητικές μονάδες ξεφύγουν από τις αποκλειστικές συνεργασίες με τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ, ότι το λάδι θα έχει καλύτερη μοίρα, εξήγησε.

Μία ανάσταση όμως που για την ώρα δεν έρχεται, αφού ο μεγάλος όγκος των βυτίων πληρώνεται με τιμές της τάξεως των 2,75-2,85 αφήνοντας στάσιμες τις τιμές για τον παραγωγό, με εξαίρεση τη διεκδίκηση κάποιων καλύτερων από συνεταιριστικά σχήματα, σχολιάζει, παρακολουθώντας γενικότερα την αγορά. Οι τιμές που αυτή την περίοδο επικρατούν χονδρικά στα Χανιά κυμαίνονται από 2,55 έως 2,70 ευρώ, με την οργάνωση να πληρώνει 2,60 το έξτρα παρθένο 0,3 οξύτητας και 2,70 το ΠΟΠ Κολυμβαρίου.

Ερωτηθείς για το ενδιαφέρον για πράξεις, ο κ. Παρασκάκης υποστήριξε ότι δίνονται τόσα όσα χρειάζονται, όσα καθορίζει και η ροή αγοράς από τον παραγωγό, επισημαίνοντας ότι παρά την πρόθεση των αγοραστών να πάρουν λάδια, δεν διαφαίνεται η διάθεσή τους στην παρούσα φάση να πληρώσουν αυτό που αξίζει το προϊόν, εκτός βέβαια περιπτώσεων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που ζητούν οι τυποποιητές. Το γεγονός αυτό, αν και μπορεί να αλλάξει στην πορεία, δεν ανταμείβει τον κόπο των παραγωγών, ιδιαίτερα μετά από την περσινή δύσκολη χρονιά για το νησί.

Πάνω από 90% το έξτρα παρθένο

«Στα Χανιά πρέπει να προσεγγίζουμε τους 25.000 τόνους» εκτίμησε ο κ. Παρασκάκης, ποσότητα της οποίας πάνω από το 90% αφορά το εξαιρετικά παρθένο. «Κι όχι απλά εξαιρετικά παρθένα», τόνισε, «αλλά ελαιόλαδα με αρώματα, εκπληκτικά χαρακτηριστικά και χημικές αναλύσεις, που πληρούν τις προδιαγραφές και τους αξίζει μία καλύτερη τιμή».

Μάλιστα όπως υπογράμμισε ο ίδιος, ενώ στην τυποποίηση το σύνηθες είναι να μπαίνουν λάδια περίπου 5,5 γραμμών με όριο μέχρι τις 8, τώρα μπαίνουν λάδια 4 γραμμών. «Και στο ελαιουργείο του συνεταιρισμού το υψηλότερο που υπάρχει είναι στις 5 γραμμές, ενώ ένα μεγάλο μέρος των δεξαμενών περιέχει εξτρίσιμα ελαιόλαδα», πρόσθεσε.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Υπαιθρος Χώρα»
την Παρασκευή 11 Μαρτίου 2021