«Don’t Look Up»: Μια σάτιρα για την κλιματική αλλαγή, την πανδημία, ή και τα δύο;
Καθώς τα ακραία καιρικά φαινόμενα διεισδύουν ολοένα και πιο επιθετικά στην καθημερινότητά μας, το θέμα της κλιματικής αλλαγής εγείρει εκτεταμένες συζητήσεις τόσο στην κοινωνία και τον δημόσιο διάλογο όσο και μεταξύ των υπευθύνων χάραξης πολιτικής των κρατών.
Και όπως συμβαίνει με κάθε φλέγον ζήτημα της εποχής μας, μια μερίδα της κοινής γνώμης δηλώνει χωρίς αναστολές υπέρμαχος της καταπολέμησης του προβλήματος, ενώ ένα άλλο κομμάτι στέκεται αρκετά επιφυλακτικό.
Πώς, όμως, μπορεί κάποιοι να φθάνουν στο σημείο να αμφισβητούν μέχρι και την ύπαρξη του φαινομένου, όταν απτά επιστημονικά δεδομένα δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας;
Αυτό μοιάζει να αναρωτιέται ο Αμερικανός σκηνοθέτης Άνταμ Μακ Κέι («Το Μεγάλο Σορτάρισμα», 2015) στο «Don’t Look Up» («Μην Κοιτάτε Πάνω»), την ταινία που πριν από μια διετία, εν μέσω πανδημίας COVID-19, προσγειώθηκε σαν… κομήτης για να ταράξει τα νερά της συνδρομητικής πλατφόρμας του Netflix, σπάζοντας μάλιστα το εβδομαδιαίο ρεκόρ ωρών τηλεθέασης για τις ταινίες στη δημοφιλή διαδικτυακή streaming υπηρεσία.
Και φαίνεται ότι το αλληγορικό περιεχόμενό της, το οποίο βρήκε έναν επιπλέον σημειολογικό συσχετισμό εν καιρώ κορωνοϊού, θα συνεχίσει να μας απασχολεί και τα επόμενα χρόνια, όσο θα τελείται η επίδοξη πράσινη μετάβαση.
Η Κέιτ Ντιμπιάσκι (Τζένιφερ Λόρενς), πτυχιούχος φοιτήτρια στο τμήμα αστρονομίας του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν που εργάζεται με το τηλεσκόπιο Subaru, κάνει μια τεράστια ανακάλυψη σχετικά με έναν κομήτη σε τροχιά εντός του ηλιακού συστήματος.
Ο καθηγητής της, Δρ Ράνταλ Μίντι (Λεονάρντο Ντι Κάπριο), έντρομος διαπιστώνει ότι ο κομήτης βρίσκεται σε πορεία σύγκρουσης με τη Γη σε περίπου έξι μήνες και είναι αρκετά μεγάλος, ώστε να αφανίσει τη ζωή σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Έχοντας την υποστήριξη της NASA, η Ντιμπιάσκι και ο Δρ Μίντι παρουσιάζουν τα ευρήματά τους στον Λευκό Οίκο, όμως αντιμετωπίζονται με απάθεια από την Αμερικανίδα πρόεδρο Τζέινι Ορλίν (Μέριλ Στριπ) και τον γιο της, επικεφαλής του επιτελείου της,
Τζέισον (Τζόνα Χιλ).
Μην έχοντας άλλη επιλογή, οι δύο αστρονόμοι ξεκινούν μια επείγουσα εκστρατεία στα μέσα ενημέρωσης, προκειμένου να προειδοποιήσουν την ανθρωπότητα για τον θανάσιμο κίνδυνο.
Στο «Don’t Look Up», η αρχική πρόθεση του Μακ Κέι είναι να χτίσει μια παραβολή που να μιλά για την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή, αντικαθιστώντας την υπερθέρμανση του πλανήτη με έναν κομήτη, ο οποίος βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης με τη Γη.
Το θέμα είναι ότι στην πορεία των γυρισμάτων της ταινίας οι εξελίξεις τον πρόλαβαν, καθώς είχαμε το ξέσπασμα της COVID-19, γεγονός που φαίνεται να επηρέασε ορισμένες πτυχές του σχολιασμού της ταινίας. Κοινός παρονομαστής και στις δύο περιπτώσεις είναι το βιτριολικό χιούμορ με αποδέκτες τους θιασώτες του «τραμπισμού», την ακροδεξιά πολιτική τους βάση και το καπιταλιστικό σύστημα που τους εκτρέφει.
Η πρόεδρος Ορλίν, η οποία είναι πρόδηλα μια θηλυκή εκδοχή του Τραμπ (να σημειωθεί ότι η Στριπ τον είχε παρωδήσει σε παλαιότερες δημόσιες εμφανίσεις της), δεν θα αφουγκρασθεί τους επιστήμονες, παρά μόνο έπειτα από το ξέσπασμα ενός σεξουαλικού σκανδάλου με πολιτικές προεκτάσεις που κλυδωνίζει τον Λευκό Οίκο.
Βλέπουμε, δηλαδή, μια κυβέρνηση που εξωθείται στο να ασχοληθεί –επιτέλους– σοβαρά με το κρίσιμο θέμα του κομήτη, αλλά το πράττει μόνο και μόνο για να εκτραπεί η προσοχή των μαζών από την αρνητική δημοσιότητα των εις βάρος της αποκαλύψεων.
Από την άλλη μεριά, τα μέσα ενημέρωσης διαδραματίζουν περισσότερο ρόλο αγχολυτικού παρά έγκυρης πηγής πληροφόρησης, βομβαρδίζοντας το ακροατήριο με κίτρινα θέματα ήσσονος σημασίας και προβάλλοντας αλόγιστα τα κενά είδωλα της βιομηχανίας του θεάματος.
Μπροστά στην ανώδυνη ψυχαγωγία επιπέδου «πρωινάδικου», οι απεγνωσμένες προειδοποιήσεις ειδικών, όπως η Ντιμπιάσκι και ο Δρ Μίντι, περνούν στα ψιλά γράμματα. Ταυτόχρονα, οι μάζες φαίνεται να έχουν γαλουχηθεί πλήρως στις πρακτικές ύπνωσης που τους έχουν «συνταγογραφηθεί», ακολουθώντας άκριτα τις πιο ανόητες τάσεις του διαδικτύου.
Για παράδειγμα, οι τηλεθεατές λοιδορούν και μετατρέπουν σε meme την αντισυστημική Ντιμπιάσκι, όταν εκείνη ξεσπά σε ζωντανή μετάδοση, αντιδρώντας ενάντια στη γενικότερη αδιαφορία και αναλγησία που συναντά.
Ένας πλανήτης με ελλιπή αντανακλαστικά
Συνοψίζοντας στα της πλοκής, η αρχική (μη) αντίδραση του πολιτικού συστήματος και της κοινής γνώμης μπροστά στον επιστημονικά τεκμηριωμένο κίνδυνο δίνει τη σκυτάλη στην ολιγωρία ανάληψης δράσης εξαιτίας της νεοεμφανιζόμενης προοπτικής κέρδους από την εκμετάλλευση του κομήτη.
Αυτή προάγεται από έναν δισεκατομμυριούχο «ευαγγελιστή» της ψηφιακής εποχής, ο οποίος αποτελεί ένα κράμα Στιβ Τζομπς – Έλον Μασκ – Μαρκ Ζάκερμπεργκ – Μπιλ Γκέιτς με «διαστημικές» βλέψεις επιπέδου Τζεφ Μπέζος – Ρίτσαρντ Μπράνσον.
Ο ίδιος, ως κυβερνητικός… χορηγός, είναι το πρόσωπο-κλειδί που, με την εγκληματική του αμέλεια, εφοδιάζει με κάρβουνο το τρένο της αναβλητικότητας, όσον αφορά την αντιμετώπιση της κρίσιμης απειλής, εδραιώνοντας την άποψη ότι στη σύγχρονη Αμερική τα ωφελιμιστικά κίνητρα για ανεξέλεγκτο πλουτισμό μπορούν να (παρα)κάμψουν την κοινή λογική.
Σε τελικό στάδιο, έχουμε τη λειτουργία ενός συνόλου μηχανισμών πειθούς από πλευράς κράτους, οι οποίοι επενδύουν στη συνωμοσιολογία, στην παραπληροφόρηση και στην εθνικολαϊκιστική ρητορική για να επηρεάσουν τις μάζες, ενώ απέναντι ορθώνει μετά κόπων και βασάνων ανάστημα μια κατεπείγουσα εκστρατεία αφύπνισης από πλευράς του επιστημονικού κόσμου.
Οι εν λόγω ζυμώσεις επιφέρουν την πόλωση και τον τελικό διαχωρισμό της κοινωνίας ανάμεσα σε «αφυπνισμένους» και «αρνητές» του προβλήματος.
Σαν στοχευμένη σάτιρα μαζικής καταστροφής που χτυπά πάνω στο θέμα της αναιμικής ανταπόκρισης στην κλιματική αλλαγή, την παράνοια των social media, τη συνωμοσιολογία που ενθάρρυνε ο τραμπισμός και την εναπόθεση των ελπίδων της ανθρωπότητας σε μεγαλοεπιχειρηματίες που προφασίζονται εταιρική κοινωνική ευθύνη, αλλά στην πραγματικότητα αδιαφορούν για τον άνθρωπο και θυσιάζουν κάθε πτυχή της ιδιωτικότητάς του για ίδιον όφελος, η ταινία του Μακ Κέι είναι μια πολύ ευπρόσδεκτη καταγγελία του καπιταλιστικού οικοδομήματος.
Επιπλέον, ο τρέχων ρους των γεγονότων την καθιστά διαχρονικά επίκαιρη, διατηρώντας τον ντόρο που δικαιωματικά έχει δημιουργηθεί γύρω από το όνομά της.