Γιατί έχασε δυνάμεις ο ΣΥΡΙΖΑ στην ύπαιθρο

γράφει ο Νίκος Λάππας

Τον Ιανουάριο του 2015, το 39,8% των αγροτών ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ, συμβάλλοντας ουσιαστικά στη διαμόρφωση του τελικού ποσοστού του 36,3% με το οποίο επικράτησε στις εθνικές εκλογές. Την προηγούμενη Κυριακή, το ποσοστό αυτό υπολογίζεται ότι μειώθηκε στο 18%, δηλαδή κάτω από το μισό, ενώ υπολείπεται και του 23,8%, το οποίο έλαβε συνολικά ο ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές.

Είναι συχνά οι αδυναμίες μιας κυβέρνησης που καθορίζουν την εκλογική στάση μιας κοινωνικής ομάδας. Κάνοντας μια πρώτη αποτίμηση της εκλογικής συμπεριφοράς των αγροτών, δύο από τα πιο σημαντικά γεγονότα που άσκησαν επίδραση στη στάση τους, οδηγώντας στην κάθετη αυτή πτώση υποστήριξης, υπήρξαν το οικονομικό αποτέλεσμα των πολιτικών που ακολουθήθηκαν και η έλλειψη δίκαιου αναπτυξιακού οράματος.

Το αγροτικό εισόδημα

Την περασμένη τετραετία, το αγροτικό εισόδημα, όπως και κατά το παρελθόν, παρέμεινε καθηλωμένο. Με εξαίρεση το έτος 2015, την πρώτη χρονιά διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που αυξήθηκε σημαντικά, την επόμενη περίοδο και, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην υπόλοιπη ΕΕ, ακολούθησε φθίνουσα πορεία. Μάλιστα, το 2018 σε σύγκριση με το 2017 μειώθηκε κατά 5%. Δύο από τις αιτίες που εξηγούν το φαινόμενο αυτό είναι, αφενός, το υψηλό κόστος παραγωγής και, αφετέρου, οι δυσλειτουργίες της αγοράς.

Στην πρώτη περίπτωση, οι υπουργοί της σημερινής κυβέρνησης ήταν σε δυσμενέστερη θέση από τους προκατόχους τους, καθώς, αφήνοντας και οι ίδιοι ανεξέλεγκτη την αγορά των εισροών, δεν μπόρεσαν λόγω των δεσμεύσεων της χώρας να μειώσουν το κόστος επιδοτώντας την τιμή των καυσίμων και του ηλεκτρικού ρεύματος με εθνικές ενισχύσεις. Με άλλα λόγια, δεν μπόρεσαν να δώσουν κάποιας μορφής κρατικό αντιστάθμισμα, με το οποίο πορεύθηκε ο αγροτικός τομέας για περίπου δύο δεκαετίες.

Η δεύτερη αιτία της φθίνουσας πορείας του αγροτικού εισοδήματος ήταν η λειτουργία της αγοράς. Εάν στην υπόλοιπη ΕΕ οι αλυσίδες λιανικής, πρωτίστως, και οι μεταποιητικές βιομηχανίες, δευτερευόντως, δημιουργούν μεγάλες πιέσεις σε αγρότες και καταναλωτές έτσι ώστε, την περίοδο αυτή, να δρομολογούνται νέα μέτρα πολιτικής για την αντιμετώπιση των πρακτικών αθέμιτου ανταγωνισμού, στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι τεράστιο.

Τόσο, που με βάση τα στοιχεία που δημοσίευσε η Κομισιόν τον περασμένο Δεκέμβριο, ο Έλληνας αγρότης λαμβάνει τη μικρότερη τιμή στο σύνολο της ΕΕ των 28 σε προϊόντα όπως το μαλακό και σκληρό σιτάρι, το κριθάρι ζυθοποιίας, το ελαιόλαδο και σε αρκετά είδη κηπευτικών και φρούτων. Το ΥΠΑΑΤ συνήθως δίνει δύο αιτίες για την εξήγηση αυτού του φαινομένου. Αφενός τη χαμηλή λειτουργικότητα της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Αφετέρου, υπερτονίζει τη μειωμένη συνεταιριστική παρέμβαση. Είναι γεγονός ότι (τα λίγα) λαμπρά παραδείγματα στην Ελλάδα, αλλά και τα πολλά στον υπόλοιπο κόσμο καταδεικνύουν τον αναντικατάστατο ρόλο της αγροτικής συνεργασίας. Όμως, είναι σαφές ότι οι συνεταιρισμοί στην Ελλάδα ελέγχουν ουσιαστικά μονοψήφιο ποσοστό της αξίας της αγροτικής παραγωγής από τη δεκαετία του ’90 και, συνεπώς, η σημερινή καθήλωση του εισοδήματος δεν μπορεί να χρεωθεί στην απουσία τους.

Το πρόβλημα πρέπει να αναζητηθεί αλλού, και σίγουρα στην έλλειψη πολιτικού θάρρους για αντιπαράθεση με όσους το δημιουργούν. Έτσι, για παράδειγμα, όταν γνωστές επιχειρήσεις μειώνουν την τιμή πρόβειου γάλακτος κατά 30%, απομειώνοντας τη μεικτή είσπραξη ανά ζώο ακόμα και κατά 100 ευρώ το έτος, η πληρωμή de minimis των 5 ευρώ δεν μπορεί να εκληφθεί ως μέρος μιας συνεκτικής κτηνοτροφικής πολιτικής. Και, βέβαια, ο αντίλογος ότι «εμείς δεν μπορούμε να ορίσουμε ελάχιστες τιμές» δεν ευσταθεί. Για τον απλούστατο λόγο ότι οι τιμές αυτές είναι συχνά προϊόν παρατυπίας, ελληνοποιήσεων, παραπλάνησης του καταναλωτή και όχι αποτέλεσμα εύρυθμης λειτουργίας μιας ανταγωνιστικής και διαφανούς αγοράς.

Σοβαρή υστέρηση παρέμβασης υπήρξε και σε ένα μεγάλο εθνικό προϊόν, το ελαιόλαδο. Ενώ η δακοκτονία αποτελεί συχνά την επιτομή της κρατικής ανεπάρκειας, πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν αδιανόητη την εξέλιξη της προηγούμενης χρονιάς, που η μείωση της παραγωγής κατά 50% δεν συνοδεύθηκε από αύξηση της τιμής παραγωγού, όπως συνέβη για παράδειγμα στην Ιταλία, αλλά από την καθήλωσή της.

Έλλειψη αναπτυξιακού οράματος

Μια άλλη κατηγορία ζητημάτων που ενέτειναν την αποδοκιμασία κατά τις ευρωεκλογές σχετίζεται με επανάληψη πρακτικών του παρελθόντος, όπως:

✱ Να πιστώνεται στο ΥΠΑΑΤ ό,τι θετικό έχει η ΚΑΠ και να χρεώνεται στις Βρυξέλλες ό,τι αρνητικό, καθώς και οι αδυναμίες της χώρας.

✱ Μία συστημική αντιμετώπιση των οργανώσεων των αγροτών, που έλαβε και τη μορφή μιας αέναης προσμονής κατάθεσης ενός νέου νομοσχεδίου, το οποίο βέβαια ακόμη αναμένεται. Έτσι, ο πολιτικός υπεύθυνος ενός υπουργείου, προερχόμενος από μία πολιτική δύναμη που διαθέτει προνομιακές σχέσεις με τους φορείς της γεωργίας και της υπαίθρου, αναγάγει ένα ζήτημα με βαθιές πολιτικές προεκτάσεις σε απλά νομοθετικό.

✱ Τέλος και ίσως το πιο σημαντικό, οι παλινωδίες στην υλοποίηση ενός συνεκτικού πλαισίου δίκαιης παραγωγικής ανάταξης. Η έλλειψη στρατηγικής για τη βελτίωση της παραγωγικότητας, για παράδειγμα, που ταλανίζει την Ελλάδα για χρόνια, καθηλώνει το αγροτικό εισόδημα και τη δημιουργία εθνικού πλούτου, καθώς και η ταύτιση με τα συμφέροντα μιας μικρής ομάδας γεωτεχνικών που ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη διανομή των αγροτικών ενισχύσεων παρά για τη μεταφορά της γνώσης και της καινοτομίας στον παραγωγό, χαρακτήρισαν δυστυχώς τους επικεφαλής της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΑΑΤ.

Σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνεται η προσπάθεια που καταβλήθηκε τα τελευταία χρόνια, με θετικά πολλές φορές αποτελέσματα. Όμως, δεν ήταν αρκετή για να βελτιώσει τη σκληρή καθημερινότητα ή έστω να δώσει ένα έναυσμα ότι έρχονται καλύτερες ημέρες. Και τώρα είναι η ευκαιρία, η ηγεσία του ΥΠΑΑΤ να μιλήσει με θάρρος, να παραδεχτεί τα λάθη ή τις παραλείψεις της, καταθέτοντας παράλληλα ένα σχέδιο για τη δίκαιη ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα.