Εκρηκτικό το κλίμα στην αγορά λιπασμάτων

Πάνω από 1.000 δολ./τόνο τον Νοέμβριο τα αζωτούχα, δεν βλέπουν σύντομα αποκλιμάκωση των τιμών οι αναλυτές

Οι τιμές των λιπασμάτων συνέχισαν την ανηφορική τους πορεία και στο τρίτο τρίμηνο του 2021, φτάνοντας ή και υπερβαίνοντας, σε ορισμένες περιπτώσεις, επίπεδα που είχαν να καταγραφούν από το 2008 και την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση.Την ιδιότυπη αυτή κούρσα οδηγούν τα αζωτούχα, τα οποία, σύμφωνα με το Reuters, ξεπέρασαν τον Νοέμβριο για πρώτη φορά τα 1.000 δολ./τόνο, νούμερο που σηματοδοτεί νέο ιστορικό υψηλό.

Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που, σύμφωνα με προβλέψεις που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο Argus Media, οι πωλήσεις αζωτούχων λιπασμάτων, οι οποίες έφτασαν το 2020 τα 53 δισ. δολάρια σε παγκόσμιο επίπεδο αναμένεται να αυξηθούν το 2021 κατά τουλάχιστον 80%.

Στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνουν ότι τον Οκτώβριο η τιμή του φωσφορικού
διαμμωνίου (DAP) είχε αναρριχηθεί στα 672,9 δολ./τόνο από 357,1 δολ./τόνο έναν χρόνο πριν, ενώ η ουρία εκτοξεύτηκε στα 612,5 δολ./τόνο από 245 δολ./τόνο τον Οκτώβριο του 2020.

Εξίσου αποκαλυπτικός είναι και ο δείκτης Green Markets North American Fertilizer Index, που χρησιμοποιείται συχνά στις ΗΠΑ ως σημείο αναφοράς και ο οποίος, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της CoBank, έχει καταγράψει άνοδο 265% από τον Μάιο του 2020.

Μάλιστα, οι αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας, η οποία δραστηριοποιείται έντονα στο κομμάτι των αγροτικών χρηματοδοτήσεων, όχι μόνο δεν βλέπουν πολλούς λόγους για να αναστραφεί η πορεία αυτή το αμέσως επόμενο διάστημα αλλά, αντίθετα, προεξοφλούν ότι θα διατηρηθεί τουλάχιστον για το πρώτο εξάμηνο του 2022.

Καταλύτης το φυσικό αέριο

Η αύξηση των τιμών των λιπασμάτων απειλεί να «καταπιεί» ένα μεγάλο μέρος των αυξήσεων στις τιμές των αγροτικών προϊόντων. Είναι ουσιαστικά αποτέλεσμα ενός εκρηκτικού κοκτέιλ, τα βασικά συστατικά του οποίου συνίστανται στην άνοδο του ενεργειακού κόστους και των υπόλοιπων πρώτων υλών, στις αναταραχές στα δίκτυα εφοδιασμού (συμπεριλαμβανομένων των ακριβών ναύλων και των προβλημάτων στα logistics), αλλά και σε γεωπολιτικές εξελίξεις που συνδυάζονται ή επηρεάζουν άμεσα τις εμπορικές συναλλαγές, δεδομένου ότι περίπου το 44% των λιπασμάτων που παράγονται παγκοσμίως εξάγονται.

Ειδικότερα, η αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου, το οποίο αντιστοιχεί στο 80% του κόστους παραγωγής των αζωτούχων λιπασμάτων είχε ως αποτέλεσμα πολλές λιπασματοβιομηχανίες να περικόψουν ή και να αναστείλουν τους προηγούμενους μήνες την παραγωγή αμμωνίας.

Χαρακτηριστικά, στο περιθώριο της πρόσφατης διάσκεψης για το κλίμα (COP 26) στη Γλασκώβη, ο διευθύνων σύμβουλος της Yara Ιnternational, Tore Holsether, δήλωνε στο Fortune ότι το κόστος παραγωγής ενός τόνου αμμωνίας ανέρχεται πλέον σε 1.000 δολάρια, από 110 δολάρια το καλοκαίρι του 2020.

Εκεί απέδωσε ο ίδιος και την απόφαση του ομίλου να μειώσει κατά 40% την παραγωγή αμμωνίας από τον περασμένο Σεπτέμβριο. Το ίδιο διάστημα περίπου, στις ΗΠΑ, ο τυφώνας Ida «χτυπούσε» τις εγκαταστάσεις μεγάλων ομίλων, όπως η CF Ιndustries και η Mosaic, προκαλώντας διακοπές ή καθυστερήσεις στην παραγωγή.

Παράλληλα, στην Κίνα, η άνοδος των τιμών του θερμικού άνθρακα είχε ως αποτέλεσμα οι αρχές να εισάγουν ποσοστώσεις στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, αναγκάζοντας έτσι εκ των πραγμάτων πολλά εργοστάσια λιπασμάτων να αναστείλουν την παραγωγή τους.

Tιμές βασικών λιπασμάτων για τον μήνα Οκτώβριο

Πηγή: World Bank, Bloomberg, επεξεργασία: «ΥΧ»

 

Κόβουν εξαγωγές η Κίνα και η Ρωσία

Στο εμπορικό επίπεδο τώρα, η Κίνα έχει ήδη ανακοινώσει ότι διακόπτει τις εξαγωγές λιπασμάτων μέχρι τον Ιούνιο του 2022, προκειμένου να διασφαλίσει την κάλυψη της εσωτερικής αγοράς.

Σημειωτέον εδώ ότι οι κινεζικές εξαγωγές φωσφορικού διαμμωνίου (DAP) και ουρίας αντιστοιχούν στο 1/3 και στο 1/10 του παγκόσμιου εμπορίου αντίστοιχα. Η Ρωσία, από την πλευρά της, εφαρμόζει περιορισμούς στις εξαγωγές αζωτούχων και φωσφορικών λιπασμάτων για ένα εξάμηνο, ξεκινώντας από τον Δεκέμβριο του 2021, ενώ στην εξίσωση έρχονται να προστεθούν και οι κυρώσεις που έχουν επιβάλει ή σκοπεύουν να επιβάλουν πολλές χώρες στη Λευκορωσία.

Βέβαια, τα εν λόγω μέτρα αφορούν κυρίως τις εισαγωγές καλιούχων λιπασμάτων όπου, για την ώρα τουλάχιστον, οι αυξήσεις τιμών είναι συγκρατημένες. Ενδεικτικά, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η τιμή του ΜΟP (xλωριούχο κάλι) τον Οκτώβριο βρισκόταν στα 221 δολ./τόνο από 202,5 δολ./τόνο έναν χρόνο πριν.

Οι μικρές σχετικά αυξήσεις πιθανότατα οφείλονται στο γεγονός ότι οι κυρώσεις, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν αφορούν το σύνολο των εισαγωγών καλιούχων λιπασμάτων ή δεν έχουν καν ενεργοποιηθεί ακόμα, όπως στην περίπτωση των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποφάσισε να τις θέσει σε ισχύ από τον Μάιο του 2021 (σ.σ. το αρχικό πλάνο μιλούσε για Δεκέμβριο του 2021), προκειμένου να μην πυροδοτήσει ένα νέο ανοδικό σπιράλ τιμών και, ταυτόχρονα, να δώσει στους Αμερικανούς αγρότες το περιθώριο να εξασφαλίσουν εγκαίρως τις αναγκαίες προμήθειες.

Η διαφορά με το 2008

Είναι γεγονός ότι η άνοδος των λιπασμάτων και των υπόλοιπων εισροών αυξάνει τα λειτουργικά κόστη των εκμεταλλεύσεων και συμβάλλει στην ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων στα τρόφιμα, οι τιμές των οποίων, σύμφωνα με τον FAO, «χτύπησαν» τον περασμένο Οκτώβριο υψηλό δεκαετίας. Η τελευταία φορά που οι τιμές των λιπασμάτων έφτασαν σε τέτοια ύψη ήταν το 2008.

Ωστόσο, όπως σημειώνουν οι Financial Times, η βασική διαφορά είναι ότι, λόγω των κλιματικών περιορισμών, σε πολλές περιοχές του πλανήτη δεν υπάρχει σήμερα η δυνατότητα να αυξηθεί η παραγωγή φυσικού αερίου, κάτι που είχε λειτουργήσει ως «βαλβίδα αποσυμπίεσης» για την αγορά το 2008.