Ελαιόλαδο: Εμπορική απραξία προκαλεί η απουσία ξένων αγοραστών

Στάσιμες ή και μικρότερες οι τιμές, με τους παραγωγούς να αντιστέκονται

Σταθερότητα, αλλά και υποχώρηση τιμών αναφέρεται από παραγωγικά κέντρα της χώρας τις τελευταίες μέρες, γεγονός που αποδίδεται σε μια κατάσταση εμπορικής απραξίας για την τρέχουσα περίοδο. Οι αγοραστές του εξωτερικού φαίνεται να απουσιάζουν αυτό το διάστημα από την αναζήτηση προϊόντος, συνθήκη, βέβαια, που προβλέπεται ότι θα αλλάξει, καθώς προχωρούμε στον Φλεβάρη.

Τα αποτελέσματα από την ισπανική αγορά, που αναμένονται περίπου στα μέσα του μήνα, αλλά και η έναρξη του ανεφοδιασμού του κλάδου HORECA, που θα ξεκινήσει μέσα στον Φλεβάρη, προβλέπεται να αλλάξουν την εικόνα, ξαναφέρνοντας ίσως και την ανιούσα στις τιμές, όπως εκτιμούν συνομιλητές. Το τελευταίο, άλλωστε, αποτελεί και σταθερή προσδοκία κατά τους τελευταίους μήνες για τον Έλληνα παραγωγό, που αναλόγως των δυνατοτήτων του κρατά ποσότητες με την προσδοκία περαιτέρω ανόδου.

Αυτή, βέβαια, η συγκράτηση είναι και ο λόγος που η ελληνική τυποποίηση δυσκολεύεται να βρει ποσότητες, όπως αναφέρει εκπρόσωπος του κλάδου, λόγος που μάλλον υπερισχύει εκείνου των μειώσεων στην παραγωγή, δεδομένων και των όχι και τόσο μεγάλων ποσοτήτων που έχει ανάγκη η εγχώρια τυποποίηση.

ΣΥΤΕΚ: «Πόλεμος» η φετινή εμπορική περίοδος

«Φέτος, είναι πόλεμος. Δεν είναι μια απλή εμπορική περίοδος», σχολιάζει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του Συνδέσμου Τυποποιητών Ελαιολάδου Κρήτης (ΣΥΤΕΚ), Γιώργος Ανδρεαδάκης, δίνοντας την εικόνα των μειωμένων ποσοτήτων στην ελληνική παραγωγή, αλλά και την υποχώρηση της κατανάλωσης που καταγράφεται τόσο εγχωρίως όσο και διεθνώς κατά τουλάχιστον 40%-50%.

Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται και στις πιέσεις που ασκούν στις τιμές οι αλυσίδες του εξωτερικού, εκεί όπου διοχετεύονται και οι μεγαλύτερες ποσότητες προϊόντος, καθώς και στα εκπτωτικά καταστήματα, με τα ντελικατέσσεν να γράφουν μικρότερη πτώση. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο κ. Ανδρεαδάκης, η φετινή παραγωγή της Κρήτης έχει πέσει στο 1/4 της περσινής, ενώ και πανελλαδικά οι ποσότητες εκτιμώνται γύρω στους 100.000-120.000 τόνους, ελλείψει επίσημων στοιχείων.

Λαμβάνοντας υπόψη την παραπάνω εικόνα, εκτιμά ότι η φετινή παραγωγή στη λεκάνη της Μεσογείου θα καλύψει τη ζήτηση, δεδομένου ότι, όπως σχολιάζει, «όσο αυξάνεται η τιμή, τόσο πέφτει η κατανάλωση, ενώ υπάρχουν και πολλά υποκατάστατα».

Στα, δε, υποκατάστατα δεν περιλαμβάνονται μόνο τα φθηνότερα φυτικά έλαια, αλλά και τα μείγματα που επιτρέπει η ΕΕ, κάτι που αποτελεί και τον «θάνατο του λαδιού», όπως τονίζει, καθώς «δημιουργούν αλυσιδωτές αντιδράσεις στην αγορά, αλλά και ανακατατάξεις σε ό,τι αφορά τις προμήθειες, τους πελάτες κ.ά.». Το ζητούμενο, όμως, είναι «τι θα γίνει με τη νέα σοδειά», προσθέτει, παραπέμποντας περίπου στον Μάιο, οπότε και θα υπάρχει εικόνα της εκτιμώμενης παραγωγής και, άρα, του πώς θα κινηθούν οι τιμές.

Ο κ. Ανδρεαδάκης εκτιμά ότι ελλείψεις τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά δεν θα υπάρξουν, εξηγώντας ότι οι 35.000-40.000 τόνοι, που τυποποιεί ετησίως η χώρα, θα βρεθούν. Το μεγαλύτερο εμπόδιο για την εγχώρια τυποποίηση, πάντως, αποτελεί η συγκράτηση των παραγωγών, που προσδοκούν περαιτέρω άνοδο τιμής και δεν δίνουν ποσότητες. «Η έλλειψη προκαλείται από το γεγονός ότι δεν πουλάνε οι παραγωγοί», αναφέρει, μεταξύ άλλων.

Ερωτηθείς για το ζήτημα των τιμών, ο κ. Ανδρεαδάκης απαντά ότι σε επίπεδο παραγωγών Κρήτης η τιμή κυμαίνεται από 9 έως 10 ευρώ αυτή την περίοδο, αναλόγως ποιότητας, χωρίς τις αυξήσεις που κατέγραφε κατά το προηγούμενο πεντάμηνο περίπου. Σημειώνει, ωστόσο, ότι η τιμή δεν είναι κάτι που καθορίζεται εγχώρια, αλλά από την Ισπανία και την Ιταλία, χώρες οι οποίες ελέγχουν και τα κανάλια διανομής.

Παραμένει «φθηνό προϊόν» για την ελληνική οικογένεια

Σε ό,τι αφορά τη λιανική τιμή του προϊόντος εγχώρια, ο ίδιος εκτιμά ότι ακόμη δεν έχουν περάσει στο ράφι τιμές της τάξεως των 9-10 ευρώ, κάτι, όμως, που είναι θέμα χρόνου. Σχολιάζει, δε, ότι παρά την άνοδο της τιμής του ελαιολάδου, το κόστος του δεν είναι κάτι που δεν μπορεί να σηκώσει μία ελληνική οικογένεια, αναλογικά με άλλες καθημερινές δαπάνες που κάνει χωρίς δεύτερη σκέψη, όπως π.χ. ο καφές.

Μία τετραμελής οικογένεια καταναλώνει ετησίως 40-50 κιλά λάδι. Ας πούμε ότι αυτό κοστίζει 500 ευρώ. Αν διαιρέσουμε το ποσό στις 360 μέρες, είναι περίπου 1,5 ευρώ τη μέρα», υπολογίζει, υπογραμμίζοντας ότι, και με τις υψηλότερες τιμές και πάλι το λάδι είναι ένα φθηνό προϊόν σε σχέση με την ετήσια κατανάλωση, αλλά και τα σημαντικότατα οφέλη του για την υγεία.

«Ταυτόχρονα, συστήνει στους καταναλωτές την αποφυγή του ανώνυμου τενεκέ και την προτίμηση ενός τυποποιημένου προϊόντος, στο οποίο μπορεί κανείς ανά πάσα στιγμή να βρει τον τυποποιητή.

Στοιχειωδώς καλύπτει φέτος τις ανάγκες του στην τυποποίηση ο ΑΣ Κριτσάς

Στην ανάγκη ανάδειξης των ευεργετικών ιδιοτήτων του ελαιολάδου αναφέρεται και ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού Κριτσάς, στον Αγ. Νικόλαο Λασιθίου, Νίκος Αφορδακός, χαρακτηρίζοντας «εξωφρενικό» αυτό που συμβαίνει την τελευταία περίοδο στα μέσα ενημέρωσης με την τιμή του λαδιού, αλλά και επιρρίπτοντας ευθύνες στους κυβερνώντες για τη διαχρονική έλλειψη ελαϊκής πολιτικής.

«Ναι μεν έχει αυξηθεί η τιμή του ελαιολάδου, αλλά όλα τα προηγούμενα χρόνια η τιμή ήταν συμπιεσμένη και δεν καλυπτόταν το κόστος παραγωγής», τονίζει, μιλώντας στην «ΥΧ», και προσθέτει ότι και φέτος με την έλλειψη ποσοτήτων και πάλι δεν καλύπτεται το κόστος για τον παραγωγό. «Υπήρχε χρονιά που το λάδι πωλήθηκε με 1,95 ευρώ και δεν είμαστε μακριά από εκείνη τη χρονιά, αλλά τότε κανείς δεν μιλούσε», υπενθυμίζει. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της έλλειψης πολιτικής, τονίζει ότι οι άλλες ελαιοπαραγωγικές χώρες, Ισπανία και Ιταλία, έχουν φορολογικό συντελεστή της τάξεως του 4%-5% και όχι 13% που έχουμε εμείς για το ελαιόλαδο, με την Ισπανία προσφάτως να τον καταργεί και αυτόν για να βοηθήσει την κατανάλωση.

Με βάση την εικόνα του τυποποιημένου προϊόντος που διαθέτει ο συνεταιρισμός, ο ίδιος σχολιάζει ότι οι αγορές που είχε η οργάνωση δείχνουν να διατηρούνται, με τον συνεταιρισμό, βέβαια, να περιορίζει τις διαθέσιμες ποσότητες λόγω των δραματικών μειώσεων στη φετινή παραγωγή. Όπως υπολογίζεται, αυτή θα είναι μικρότερη κατά 90%-95% από την περσινή, με τις ποσότητες φέτος να καλύπτουν «στοιχειωδώς τις ανάγκες του συνεταιρισμού για τυποποίηση», αναφέρει ο κ. Αφορδακός, αποκλείοντας να διατεθεί κάποια ποσότητα σε βυτίο.

Ως προς τις τρέχουσες τιμές παραγωγού, αυτές βρίσκονται μεταξύ 9,5-10 ευρώ στην περιοχή, αλλά δεν γίνονται πράξεις, όπως εξηγεί, αφενός λόγω της μειωμένης ποσότητας και αφετέρου λόγω της στάσης αναμονής που παρατηρείται από το εμπόριο. «Προσπαθούν να ρίξουν τις τιμές. Οι παραγωγοί προσπαθούν να πουλήσουν ακριβότερα και γι’ αυτό υπάρχει αυτή η αναμονή», αναλύει.

Υποχώρησαν οι τιμές μετά την απουσία των Ιταλών εμπόρων στη Μεσσηνία

Στασιμότητα στην αγορά προϊόντος που, σε αυτή την περίπτωση, έχει προκαλέσει και υποχώρηση τιμών, καταγράφεται στη Μεσσηνία, με τις τελευταίες να έχουν φτάσει στα 8,60-8,70 ευρώ. Πρόκειται για εικόνα των τελευταίων 7-10 ημερών, όπως εξηγεί ο Γιάννης Πάζιος, γενικός διευθυντής στην «Ένωση» Μεσσηνίας.

«Κατά βάση, έχει σταματήσει να αγοράζει η Ιταλία, η οποία προηγουμένως ήταν και ο λόγος που οι τιμές είχαν ξεπεράσει τα 9 ευρώ», εξηγεί, εντοπίζοντας μια υποχώρηση τιμών την τρέχουσα περίοδο. Τονίζει, μάλιστα, ότι οι παραγωγοί εξακολουθούν να είναι επιφυλακτικοί στη διάθεση ποσοτήτων, αφού προηγουμένως διέθεσαν κάποιες ποσότητες κατά την περίοδο της συγκομιδής. Σύμφωνα με τον ίδιο, από τα μέσα προς τέλη Φλεβάρη θα αρχίσει να διαμορφώνεται μια εικόνα, αφού εκείνο το χρονικό διάστημα αναμένεται να ξεκινήσουν οι προμήθειες του κλάδου HORECA σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο για την καλοκαιρινή περίοδο. «Θεωρούμε ότι θα ανέβει ξανά η τιμή το επόμενο διάστημα», εκτιμά, δεδομένων των παραπάνω, χαρακτηρίζοντας ως κάμψη αυτό που παρατηρείται τώρα.

Ως προς την παραγωγή στον νομό, ο κ. Πάζιος καταλήγει, λέγοντας ότι οι ποσότητες δεν αποκλείεται να ξεπεράσουν τελικά και τους 35.000 τόνους, στο 50% περίπου των δυνατοτήτων του, φτάνοντας ίσως και τους 40.000 τόνους, καθώς κατασταλάζει η εικόνα.

Εμπορική απραξία αναφέρει η Λακωνία

«Είμαστε σε μια νεκρά περίοδο», υπογραμμίζει, ως προς την εμπορική δραστηριότητα, από τον Δήμο Μονεμβασιάς στη Λακωνία, ο Παναγιώτης Ντανάκας, διευθυντής στον Συνεταιρισμό Μολάων-Πακίων. Κατά τον ίδιο, είναι η δεύτερη βδομάδα τώρα που καταγράφεται εμπορική απραξία, με τελευταία τιμή για την περιοχή να παραμένουν τα περίπου 9,53 ευρώ, που έκανε πράξη ο Συνεταιρισμός της Μεταμόρφωσης. Σύμφωνα με τον κ. Ντανάκα, αυτό που περιμένει η αγορά είναι τα αποτελέσματα ως προς την κατανάλωση και τα αποθέματα των ευρωπαϊκών κρατών, ιδιαίτερα της Ισπανίας, περί τα μέσα του μήνα, οπότε και θα φανούν οι ανάγκες της αγοράς. «Από τη στιγμή που υπάρχει εμπορική απραξία, δεν θα προκαλέσουμε εμείς την αγορά. Θα περιμένουμε να εκδηλώσει ενδιαφέρον, είναι που είναι μικρή η παραγωγή», σχολιάζει χαρακτηριστικά, υπενθυμίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι η μείωση φέτος είναι στο 60%-70% σε σύγκριση με τους περσινούς όγκους.

Ο ίδιος κάνει λόγο, ουσιαστικά, για απουσία ενδιαφέροντος από τους αγοραστές του εξωτερικού και υπενθυμίζει ότι οι 100 τόνοι προϊόντος, που διέθεσε η οργάνωση προ τριών εβδομάδων, στα 9,42 ευρώ, πήγαν στην Κρήτη. Παράλληλα, μιλά και για τα προβλήματα που προκαλεί η δυσκολία του τραπεζικού συστήματος να εγκρίνει πιστώσεις στις εταιρείες για να αγοράσουν λάδι. «Τους ζητάνε μπροστά το συμβόλαιο. Η όλη εικόνα έχει αλλάξει και στο τραπεζικό σύστημα. Δηλαδή, κλείνεται μία συμφωνία (σ.σ. για την αγορά ελαιολάδου) και με δυσκολία πληρώνεται. Όχι ότι ακυρώνεται, αλλά χρονικά πληρώνεται με δυσκολία», εξηγεί, τονίζοντας, από την άλλη, και τη μικρή προσφορά προϊόντος από πλευράς παραγωγών, οι οποίοι προσδοκούν υψηλότερη τιμή.