Ελληνικές και ευρωπαϊκές βιολογικές επιδόσεις μέσα από τον παγκόσμιο Άτλαντα των Βιολογικών 2021

Με το μερίδιο των βιολογικών εκτάσεων της ΕΕ να ξεπερνά κατά πολύ εκείνα των περισσότερων χωρών και περιοχών του πλανήτη, το έτος 2020 και η επικράτηση της πανδημίας υπήρξαν καθοριστικά, ανεβάζοντας ακόμη περισσότερο τις ταχύτητες ανάπτυξης. Παράλληλα, η Ευρώπη μέσω φιλόδοξων στόχων που απορρέουν από την Πράσινη Συμφωνία, όπως αυτός της αύξησης των εκτάσεων βιολογικών τουλάχιστον στο 25% των συνολικών έως το 2030, πέραν της αύξησης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, στοχεύει σε μεγαλύτερη ενδυνάμωση, αναμένοντας και τους νέους κανονισμούς που θα ισχύσουν από το 2022.

Ανάπτυξη στην οποία μπορούν να συμβάλουν μέτρα στήριξης, όπως ένα καλό ρυθμιστικό πλαίσιο, κατάλληλη στήριξη μέσω της ΚΑΠ, σχέδια δράσης και στήριξη για έρευνα και απόκτηση γνώσης, αναφέρει ο «Άτλας των Βιολογικών 2021», που εξέδωσε πρόσφατα το Ερευνητικό Ινστιτούτο Βιολογικής Γεωργίας της Fibl σε συνεργασία με την IFOAM International, στο πλαίσιο του Συνεδρίου Βιολογικών της BIOFACH.

Σε ιστορικά υψηλά εκτάσεις, καλλιεργητές και πωλήσεις

Σύμφωνα με τα στοιχεία 187 κρατών για το έτος 2019, εκτάσεις και λιανικές πωλήσεις στο κομμάτι των βιολογικών συνέχισαν αυξητικά, φτάνοντας σε ιστορικά υψηλά. Περισσότερα από 723 εκατ. στρέμματα βιολογικών καταγράφηκαν παγκοσμίως, με τα μισά να συγκεντρώνονται στην Ωκεανία (359 εκατ. στρέμματα). Ακολουθούν η Ευρώπη με 165 εκατ. στρέμματα, αντιπροσωπεύοντας το 23%, η Λατινική Αμερική με 83 εκατ. στρέμματα (11%), η Ασία με 59 εκατ. στρέμματα (8%), η Βόρεια Αμερική με 36 εκατ. στρέμματα (5%) και η Αφρική με 20 εκατ. (3%). Τα υψηλότερα μερίδια εντοπίζονται στην Ωκεανία (9,6%), αλλά και στην Ευρώπη (3,3%), ποσοστό που στην ΕΕ ανεβαίνει σε 8,1%.

Υψηλότερα μερίδια μεταξύ των κρατών εμφανίζουν το Λιχτενστάιν (41%) και η Αυστρία (26,1%), ενώ η έρευνα εντοπίζει ακόμη 16 χώρες με μερίδια άνω του 10%. Οι παγκόσμιες βιολογικές εκτάσεις το 2019 αυξήθηκαν κατά 1,6%, ενώ η υψηλότερη απόλυτη αύξηση καταγράφηκε σε Ευρώπη (5,9%), Βόρεια Αμερική (9,1%) και Λατινική Αμερική (3,5%). Αυξημένοι κατά 12,5% από το προηγούμενο έτος, οι βιοκαλλιεργητές το 2019 ήταν τουλάχιστον 3,1 εκατομμύρια. Το 51% βρίσκεται στην Ασία, το 27% στην Αφρική, το 14% στην Ευρώπη και το 7% στη Λατινική Αμερική. Οι παγκόσμιες πωλήσεις βιολογικών τροφίμων και ποτών την ίδια χρονιά ξεπέρασαν τα 106 δισ. ευρώ. Οι χώρες με τα υψηλότερα μερίδια βιολογικών αγορών ήταν οι ΗΠΑ (44,7 δισ. ευρώ), η Γερμανία (12 δισ. ευρώ) και η Γαλλία (11,3 δισ. ευρώ), με αυτήν της ΕΕ να ανέρχεται σε 41,4 δισ. ευρώ και το 39% της παγκόσμιας.

Ακόμη ένα ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί η τάση συρρίκνωσης των μεριδίων για τις μεγαλύτερες αγορές βιολογικών (ΗΠΑ και ΕΕ), παρόλο που παράγουν τις περισσότερες πωλήσεις. Τάση που μάλλον επιταχύνεται με την πανδημία, θεωρώντας πιθανή την ταχύτερη πρόοδο αναπτυσσόμενων αγορών, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία και η Ινδονησία. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ecovia Inteligence και συντάκτη του κεφαλαίου, Amarjit Sahota, η πανδημία θεωρείται πιθανό να μεταβάλλει παγκοσμίως τη βιομηχανία, αφού πολλές τάσεις επιδρούν πολλαπλά στην περαιτέρω ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας.

Τέτοια παραδείγματα περιλαμβάνουν την αποπαγκοσμιοποίηση των αλυσίδων τροφίμων, την αυξανόμενη σημασία για ασφάλεια των τροφίμων, την κυβερνητική στήριξη για ιχνηλασιμότητα και διαφάνεια στις αλυσίδες, αλλά και τις μεταβολές στις καταναλωτικές συμπεριφορές μαζί με το αυξανόμενο ενδιαφέρον για διαδικτυακές πωλήσεις.

Εστιάζοντας στα ελληνικά μεγέθη και στη Γηραιά Ήπειρο

Επί ευρωπαϊκού εδάφους, σε ό,τι αφορά τον φιλόδοξο στόχο αύξησης των βιολογικών εκτάσεων, ήδη Λιχτενστάιν και Αυστρία τον ξεπέρασαν (41% και 26,1% αντίστοιχα), ενώ Εσθονία και Σουηδία τον πλησιάζουν (22,3% και 20,4% αντίστοιχα). Όσον αφορά την Ελλάδα, με 5,28 εκατ. στρέμματα βιολογικής γης, η χώρα φιγουράρει στην ένατη θέση στη λίστα χωρών της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων κρατών, όπως η Ρωσία και η Τουρκία, συγκεντρώνοντας ένα μερίδιο βιολογικών 8,7%.

Μάλιστα, η χώρα μας κατατάχθηκε ένατη στη δεκάδα με την υψηλότερη ανάπτυξη βιολογικών εκτάσεων το 2019. Με τις αροτραίες καλλιέργειες να καταγράφουν τη μεγαλύτερη αύξηση εκτάσεων για την Ευρώπη (4,5%) και την ΕΕ (7,5%) την πενταετία 2015-2019, το 2019 η Ελλάδα ήταν εκτός της πρώτης δεκάδας. Από την άλλη, βρέθηκε στην 8η θέση (με 3 εκατ. στρέμματα), σε ό,τι αφορά τα μόνιμα βοσκοτόπια, αλλά και στην 5η θέση στις μόνιμες καλλιέργειες.

Σε ελαιοπρωτεϊνούχα και όσπρια οι μεγαλύτερες μεταβολές

Στην κατηγορία των βιολογικών αροτραίων, ελαιούχοι σπόροι και, στη συνέχεια, ξηρά όσπρια ήταν από τις κατηγορίες καλλιεργειών που είχαν τη μεγαλύτερη μεταβολή κατά την πενταετία 2015-2019 σε επίπεδο ΕΕ, 139,3% και 125% αντίστοιχα, με τα βιολογικά μερίδιά τους να ανέρχονται σε 3,1% και 21,6%. Πράσινες χορτονομές αυξήθηκαν κατά 73,8% στην πενταετία και το 2019 το μερίδιο των βιολογικών ανήλθε σε 11,1%. Κατά 70,7% αυξήθηκαν τα δημητριακά με μερίδιο βιολογικών 4,3%, ενώ μεγαλύτερη αύξηση στην πενταετία είχαν τα λαχανικά κατά 90% και μερίδιο 8,7%. Τελευταία στη λίστα τα κονδυλώδη με μερίδιο βιολογικών 1,4% και μεταβολή κατά 63,2%.

Ελληνικά βιολογικά αμπέλια και ελιές στις πρώτες δεκάδες

Ως προς τις μόνιμες καλλιέργειες, στην πενταετία, η μεγαλύτερη ανάπτυξη παρατηρήθηκε σε τροπικά και υποτροπικά φρούτα, το οποία υπερδιπλασιάστηκαν. Στην Ευρώπη, ελιές και αμπέλια καλύπτουν τα 2/3 των μόνιμων καλλιεργειών, με τις δύο αυτές καλλιέργειες να φτάνουν ένα μερίδιο βιολογικών μεγαλύτερο του 10%. Στο σταφύλι, τα υψηλότερα μερίδια βιολογικών συγκέντρωναν η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία μαζί με την Αυστρία. Σε ό,τι αφορά τις ελιές, Ιταλία και Ισπανία ηγούνται, ενώ Γαλλία και Ιταλία εμφανίζουν τα υψηλότερα βιολογικά μερίδια, με την υψηλότερη ανάπτυξη το 2019 να εντοπίζεται στην Ισπανία. Η Ελλάδα, με περίπου 570.000 στρέμματα βιολογικών ελαιώνων (μερίδιο 6,7%), κατατασσόταν πέμπτη σε όρους βιολογικών στρεμμάτων μετά τις ανταγωνίστριες Ιταλία, Τυνησία, Ισπανία και Τουρκία. Ταυτόχρονα, με περισσότερα από 54.000 στρέμματα βιολογικών αμπελώνων, ερχόταν δέκατη στην παγκόσμια κατάταξη υψηλότερων βιολογικών εκτάσεων.

Σε ό,τι αφορά τα φρούτα που καλλιεργούνται σε εύκρατα κλίματα, το ποσοστό επί του συνόλου της συγκεκριμένης καλλιέργειας ανήλθε σε 9,7% στην ΕΕ, με μεγαλύτερες παραγωγούς τις Ιταλία, Γαλλία και Τουρκία. Παράλληλα, η μεγαλύτερη περιοχή άγριας συλλογής στην Ευρώπη, αλλά και στον κόσμο εντοπίζεται στη Φινλανδία, με 46 εκατ. στρέμματα.

Ζωικό κεφάλαιο

Περισσότερα από 4,8 εκατ. βοοειδή, 5,2 εκατ. αιγοπρόβατα, 1,5 εκατ. χοίροι και 59,6 εκατ. πουλερικά αποτελούν το βιολογικό ζωικό κεφάλαιο της ΕΕ. Σε αντίθεση με τις καλλιέργειες, το βιολογικό μερίδιο των εκτροφών παραμένει σχετικά μικρό σε επίπεδο Ευρώπης, με τα χαμηλότερα μερίδια να εντοπίζονται στα μονογαστρικά ζώα. Η ανεπαρκής προμήθεια
βιολογικών ζωοτροφών τοπικά και οι δυσκολίες παροχής ιχνηλατίσιμων πιστοποιημένων εισαγωγών τους, το υψηλό κόστος επένδυσης σε χοιροτροφικές και πτηνοτροφικές μονάδες σε σύγκριση με τις συμβατικές, αλλά και τα υψηλότερα αντίτιμα που πρέπει να καταβάλουν οι καταναλωτές, περιλαμβάνονται μεταξύ των αιτιών.

Τα υψηλότερα μερίδια καταγράφηκαν σε πρόβατα και βοοειδή, η μετατροπή των οποίων φαίνεται πιο εύκολη. Ταυτόχρονα, δεν πωλούνται όλα τα προϊόντα ζωικής προέλευσης σε πρίμιουμ τιμές στις βιολογικές αγορές, αναφέρουν οι ερευνητές.

Στις πρώτες θέσεις η Ελλάδα σε βιολογικά βοοειδή και αιγοπρόβατα

Για το σύνολο της Γηραιάς Ηπείρου, η μεγαλύτερη αύξηση (110%) καταγράφηκε στην πτηνοτροφία, από το 2010 έως το 2019, κυρίως λόγω της ζήτησης για αβγά, ωστόσο, βοοειδή και αγελάδες γαλακτοπαραγωγής αυξήθηκαν επίσης κατά 81% περίπου, ενώ αύξηση κατά σχεδόν 110% σημείωσε και ο αριθμός των χοίρων. Στα βοοειδή οι υψηλότεροι αριθμοί καταγράφηκαν στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Αυστρία, ενώ τα υψηλότερα μερίδια βιολογικών παρατηρήθηκαν σε Λετονία, Λιχτενστάιν, Σουηδία, Αυστρία και Ελλάδα (σε όλες άνω του 20%).

Για τα αιγοπρόβατα, οι υψηλότεροι αριθμοί συγκεντρώνονταν σε Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία, ενώ τα υψηλότερα μερίδια βιολογικών σε Λετονία, Εσθονία και Τσεχία (άνω του 40%). Η Γερμανία, η Δανία, η Γαλλία και η Ολλανδία είχαν τους μεγαλύτερους αριθμούς χοίρων, με τις Δανία και Γαλλία όμως να παρέχουν στοιχεία μόνο του αριθμού σφάγιων. Το Λιχτενστάιν, η Δανία και η Γαλλία είχαν τα υψηλότερα μερίδια. Με την παραγωγή αγελαδινού γάλατος να ανέρχεται σε 6,35 εκατ. μετρικούς τόνους στην Ευρώπη και 6,04 εκατ. στην ΕΕ (3,4% της συνολικής κοινοτικής γαλακτοπαραγωγής), η βιολογική γαλακτοπαραγωγή σχεδόν διπλασιάστηκε από το 2007, ακολουθώντας τη ζήτηση.

 

 

Σημαντικός ο αριθμός των Ελλήνων παραγωγών, μικρά τα μεγέθη της αγοράς

Αυξημένος κατά 2,8% ήταν και ο αριθμός των παραγωγών το 2019 σε επίπεδο Ευρώπης, αριθμός αυξημένος κατά 5% στην ΕΕ. Μετά τις Τουρκία (74.545 παραγωγούς), Ιταλία (70.561), Γαλλία (47.196), Ισπανία (41.838) και Γερμανία (34.136), στην έκτη θέση βρέθηκε η Ελλάδα με 30.124 παραγωγούς, αναφέρουν τα στοιχεία της Fibl. Με την Ιταλία να συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο αριθμό μεταποιητών, 21.940, αυτοί συνολικά στην ΕΕ ανήλθαν σε 78.240, αυξημένοι κατά 9,1%. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα εμφάνιζε έναν αριθμό 1.642 μεταποιητών. Οι εισαγωγείς όμως ήταν εκείνοι που είδαν τη μεγαλύτερη αύξηση, αφού ο αριθμός τους μεγάλωσε κατά 12,1% στην Ευρώπη και 13,9% σε επίπεδο Ένωσης, με πρώτη τη Γερμανία (1.831 εισαγωγείς).

Σε όρους αγοράς, Ευρώπη αλλά και ΕΕ υπερδιπλασίασαν την αξία των βιολογικών τους πωλήσεων από το 2010 στο 2019, με την υψηλότερη ανάπτυξη την τελευταία χρονιά να παρατηρείται στη Γαλλία, κατά 13,4%, αλλά και τη Γερμανία να παραμένει η μεγαλύτερη αγορά βιολογικών της Ευρώπης και δεύτερη παγκοσμίως, με 11,97 δισ. ευρώ λιανικών πωλήσεων. Η χώρα μας, με στοιχεία του 2017, απείχε αρκετά από τις πρώτες θέσεις, αλλά και τη λίστα των χωρών με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη, με την αξία των λιανικών πωλήσεων βιολογικών της στα 66 εκατ. ευρώ και την κατ’ άτομο δαπάνη στα 6 ευρώ.

Από την άλλη, η αγορά βιολογικών της ΕΕ αναπτύχθηκε περισσότερο από ό,τι οι εκτάσεις (8% και 6% αντίστοιχα). Η κατά κεφαλήν κατανάλωση βιολογικών έχει διπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία, ενώ το 2019 κατ’ άτομο ανερχόταν στα 56 ευρώ στην Ευρώπη και στα 84 ευρώ στην Κοινότητα, με τους Δανούς και τους Ελβετούς να ξοδεύουν τα περισσότερα (344 και 338 ευρώ αντίστοιχα).

Με το μερίδιο βιολογικών της Δανίας να είναι το υψηλότερο διεθνώς (12,1%) και την Αυστρία να ακολουθεί με 9,3% αναμένοντας σύντομα να ξεπεράσει το ορόσημο του 10%, τα κράτη της Ένωσης μετρούν τα υψηλότερα μερίδια πωλήσεων βιολογικών τροφίμων, ως ποσοστά των αντίστοιχων αγορών τους.

Επιτυχημένα παραδείγματα μεμονωμένων προϊόντων

Στα μεμονωμένα προϊόντα, τα βιολογικά αβγά στις αγορές λιανικής αρκετών χωρών αποτέλεσαν το επιτυχημένο παράδειγμα, φτάνοντας μερίδια της τάξεως του 30% σε Δανία και Γαλλία. Μετά από αυτά έρχονται τα λαχανικά. Αντιπροσωπεύοντας 10% ή και πλέον στην αξία πωλήσεων όλων των λαχανικών, τα βιολογικά σε χώρες όπως η Ελβετία, η Αυστρία, η Δανία και η Σουηδία, εξακολουθούν ως δημοφιλείς αγορές στην κατηγορία. Αντίστοιχα ποσοστά «πιάνουν» τα βιολογικά γαλακτοκομικά σε Σουηδία και Ελβετία, ενώ στη Δανία το βιολογικό γάλα κατέχει ένα μερίδιο 30%. Στον αντίποδα, βιολογικά ποτά (εκτός του κρασιού), αλλά και κρέας (κυρίως πουλερικών) έχουν χαμηλά μερίδια σε αρκετές χώρες. Υψηλή επεξεργασία, φτηνή συμβατική αγορά, αλλά και περιορισμός της κατανάλωσης κρέατος στους βιολογικούς καταναλωτές, θεωρούνται υπεύθυνα.