Εμπλοκή ξανά στο βιοντίζελ με ευθύνη των διυλιστηρίων

Μειωµένες παραλαβές και πιεσµένες τιµές απειλούν τη βιωσιµότητα του κλάδου

Σε νέες περιπέτειες μπαίνει η υπόθεση των ενεργειακών καλλιεργειών στη χώρα μας, με ευθύνη κυρίως των δυιλιστηρίων που απορροφούν το τελικό προϊόν (βιοντίζελ) και τα οποία μοιάζουν να ενεργούν δίχως να λαμβάνουν υπόψη τη βιωσιμότητα ούτε των αγροτών ούτε και των μεταποιητών που εμπλέκονται στην αλυσίδα αξίας.

Αν η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί, στην περίπτωση των ενεργειακών φυτών οι οιωνοί από το ξεκίνημα σχεδόν της φετινής σεζόν δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικοί. Στην ελαιοκράμβη, οι πρώτες συμβάσεις που υπογράφηκαν το φθινόπωρο είχαν, όπως πρώτη έγραψε η «ΥΧ», ως «τιμή ασφαλείας» τα 36 λεπτά/κιλό, με «παράθυρο» αύξησης σε μεταγενέστερο στάδιο, όταν πέρυσι έκλεισαν στα 40 λεπτά/κιλό.

Στον δε ηλίανθο, στον πρόσφατο διαγωνισμό της ΕΑΣ Ορεστιάδας, οι προσφορές που υποβλήθηκαν κινούνταν κάτω από τα 35 λεπτά/κιλό έναντι των 37 λεπτών/κιλό που δόθηκαν πέρυσι, με αποτέλεσμα εύλογα η διοίκηση της δραστήριας Ένωσης να τις απορρίψει.

Κοινός παρονομαστής σε όλα τα παραπάνω είναι η στάση των διυλιστηρίων και, πιο συγκεκριμένα, του ενός εξ αυτών που, με πρόσχημα τον περιορισμό των μετακινήσεων λόγω της πανδημίας, έχει χαμηλώσει επικίνδυνα τις παραλαβές βιοντίζελ. Όπως αναφέρουν στην «ΥΧ» ιδιοκτήτες μονάδων βιοντίζελ, ο εν λόγω όμιλος έχει απορροφήσει μεσοσταθμικά (σ.σ. τα επιμέρους ποσοστά διαφέρουν από εταιρεία σε εταιρεία) ένα 65% των ποσοτήτων που, βάσει της περσινής κατανομής, του αναλογούν, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για τον έτερο «παίκτη» του κλάδου είναι 95%.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, επιτρέπεται μια απόκλιση μέχρι ποσοστού 10% σε μηνιαία βάση και μέχρι 5% σε ετήσια στις παραλαβές για κάθε κάτοχο άδειας διύλισης ανά δικαιούχο της κατανομής. Επιπλέον, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, οι κατανεμηθείσες ποσότητες παραμένουν σταθερές και παραλαμβάνονται κατά προτεραιότητα από τα διυλιστήρια, «εφόσον μειωθεί έως και 15% η κατανάλωση του πετρελαίου κίνησης ως προς τις προβλέψεις της κατανάλωσης βάσει των οποίων καθορίστηκε η προς κατανομή ποσότητα αυτούσιου βιοντίζελ».

Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο η επίπτωση της πανδημίας στην εγχώρια αγορά καυσίμων δικαιολογεί αυτούς τους ρυθμούς απορρόφησης από την πλευρά του συγκεκριμένου διυλιστηρίου. Η απάντηση, σύμφωνα τουλάχιστον με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, φαίνεται να είναι αρνητική. Ειδικότερα, σύμφωνα πάντα με τη Στατιστική Αρχή, η κατανάλωση πετρελαιοειδών υποχώρησε το 2020 κατά 8,5%, με το ποσοστό της μείωσης στο πετρέλαιο κίνησης να φτάνει το 17% και στα καύσιμα κίνησης εν γένει το 13%. Αυτές οι απώλειες αντισταθμίστηκαν αλλά μόνο εν μέρει από την αύξηση 15% που καταγράφηκε στο πετρέλαιο θέρμανσης, με αποτέλεσμα η χρονιά για την αγορά καυσίμων να κλείσει, όπως προαναφέρθηκε, με συνολική πτώση 8,5%.

«Έκοψαν» 150 ευρώ από την τιμή

Πέραν του «κράτει» στις παραλαβές, οι επιχειρήσεις βιοντίζελ πιέζονται και από τη μείωση της τιμής, η οποία από 1.250 ευρώ/χιλιόλιτρο έχει σταθεροποιηθεί πλέον στα 1.100 ευρώ, δίχως να λείπουν και οι «κρούσεις» για ακόμα χαμηλότερα επίπεδα της τάξης των 1.075-1.080 ευρώ. Κι εδώ, όπως καταγγέλλουν οι μεταποιητές, πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε ο ίδιος όμιλος, ο οποίος έκανε την αρχή, με τον ανταγωνιστή του σύντομα να ακολουθεί, καθώς η διαφορά των 150 ευρώ/χιλιόλιτρο «μεταφραζόταν» σε ένα όφελος 11 ευρώ/χιλιόλιτρο στην τιμή του πετρελαίου κίνησης.

«Αυτές οι τιμές παραλαβής είναι στα όρια, αν όχι και κάτω από τα επίπεδα του κόστους», δηλώνει στην «ΥΧ» επικεφαλής επιχείρησης βιοντίζελ από τη Βόρεια Ελλάδα, προσθέτοντας ότι την ίδια στιγμή οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούν οι μονάδες για τις αντιδράσεις τους έχουν ακριβύνει από 20% έως 25%: «Η μεθανόλη μέσα σε έναν μήνα έχει ανέβει από τα 330 στα 465 ευρώ/τόνο, ο καταλύτης αυξήθηκε κατά 115 ευρώ/τόνο, ενώ το υγραέριο κατά 110 ευρώ/τόνο. Αντίστοιχες αυξήσεις έχουμε και στο ρεύμα. Το μόνο που πέφτει είναι τα τιμολόγια του βιοντίζελ», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Έτερος επιχειρηματίας του χώρου δηλώνει στην «ΥΧ» ότι «για να μπορέσουμε να δώσουμε στους αγρότες τιμές της τάξης των 35 ευρώ/κιλό για τον ηλίανθο και 40 ευρώ/κιλό για την ελαιοκράμβη, θα πρέπει η τιμή του βιοντίζελ να είναι κατ’ ελάχιστον 1.180- 1.200 ευρώ/χιλιόλιτρο. Με τις σημερινές τιμές και τους τωρινούς ρυθμούς απορρόφησης, γράφουμε ζημιές και αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί».

Ψαλιδισμένη μάλλον η φετινή κατανομή

Επιχειρηματίες από τη Βόρεια Ελλάδα αναφέρουν ότι οι ελπίδες των επιχειρήσεων του κλάδου εναποτίθενται στον πρωθυπουργό ο οποίος, όπως σημειώνουν, ανέκαθεν έβλεπε με θετικό μάτι τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και τη σύνδεσή της με τον πρωτογενή τομέα και τις τοπικές οικονομίες.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι μέχρι στιγμής δεν έχει δημοσιευθεί η πρόσκληση ενδιαφέροντος προς τις βιομηχανίες για την κατανομή του 2021, η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, αναμένεται να είναι μειωμένη, κάτω από 132.500 χιλιόλιτρα που ήταν το 2020. Όπως τονίζουν επιχειρηματίες του κλάδου, ένα πρώτο βήμα θα ήταν η αυστηροποίηση των κυρώσεων στα διυλιστήρια, ώστε να συναρτώνται με την απόκλισή τους από τις ποσότητες που υποχρεούνται να απορροφήσουν.

Σημειώνεται ότι, με το ισχύον πλαίσιο, τα πρόστιμα κυμαίνονται από 5.000 έως 1,5 εκατ. ευρώ, ωστόσο, το ύψος τους καθορίζεται βάσει κριτηρίων όπως «η βαρύτητα της παράβασης, οι συνέπειες που προκύπτουν από αυτήν, ο βαθμός υπαιτιότητας και η τυχόν υποτροπή του παραβάτη». Μέχρι σήμερα το ανώτατο πρόστιμο που έχει επιβληθεί σε διυλιστήριο είναι 30.000 ευρώ (μηδαμινό). «Με τα σημερινά δεδομένα, τα διυλιστήρια μπορούν ουσιαστικά ανενόχλητα να ‘‘κόβουν’’ ποσότητες από τους Έλληνες παραγωγούς βιοντίζελ και να καλύπτουν το κενό εισάγοντας από βαλκανικές χώρες ποσότητες βιοντίζελ σε πολύ χαμηλότερη τιμή αλλά και χαμηλότερης ποιότητας το οποίο παράγεται από παλμολεΐνες (πάμφθηνη πρώτη ύλη), με αποτέλεσμα να αποκομίζουν υπερκέρδη», σημειώνουν οι ίδιες πηγές.