Η βιολογική γεωργία και τα παράγωγά της αναπτύσσονται με γοργούς ρυθμούς σε ολόκληρη την ΕΕ τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με έκθεση του οίκου αξιολόγησης «S&P Global Ratings». Ωστόσο, ο τομέας δεν βρίσκεται σε καλό δρόμο για την επίτευξη του στόχου της εμβληματικής στρατηγικής «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο» (F2F) για επέκταση των βιολογικών στο 25% των ευρωπαϊκών καλλιεργούμενων εκτάσεων έως το 2030.

Στα τέλη Φεβρουαρίου, η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία Eurostat δημοσίευσε τα ετήσια στοιχεία της για τη συνολική έκταση της βιολογικής γεωργίας στην ΕΕ. Όπως διαπιστώθηκε, αυτή έφτασε τα 147 εκατομμύρια στρέμματα το 2020, κάτι που αντιστοιχεί στο 9,1% της συνολικής καλλιεργούμενης γης. Αυτά τα δεδομένα έρχονται σε συμφωνία και με τις περσινές προβλέψεις της IHS Markit, η οποία εκτιμούσε ότι οι εκτάσεις υπό βιολογική γεωργία θα μπορούσαν να φτάσουν περίπου στο 9% με βάση τους υπάρχοντες ρυθμούς προόδου.

Η Eurostat ανέφερε ότι αυτό το μερίδιο των βιολογικών είναι 56% υψηλότερο από το ό,τι το 2012, όταν άρχισαν να συλλέγονται δεδομένα για πρώτη φορά, και 6,5% υψηλότερο από το αμέσως προηγούμενο έτος (2019), όταν η βιολογική γεωργία κάλυπτε 138 εκατομμύρια στρέμματα σε ολόκληρη την ΕΕ.

Παρά την αξιοσημείωτη αύξηση της εκπροσώπησης των βιολογικών στις ευρωπαϊκές καλλιέργειες, οι υπολογισμοί της Eurostat δείχνουν ότι θα χρειαστεί ταχύτερη επέκταση για να επιτευχθούν οι φιλοδοξίες της στρατηγικής F2F για τη διαμόρφωση ενός πιο βιώσιμου συστήματος τροφίμων της ΕΕ έως το 2030.

Λαμβάνοντας υπόψη τους προηγούμενους ετήσιους ρυθμούς επέκτασης της βιολογικής παραγωγής κατά τις περιόδους 2012-2020 (5,61% κατά μέσο όρο) και 2019-2020 (6,95% κατά μέσο όρο), η Ευρώπη θα μπορέσει να ανταποκριθεί μόνο στο 15%-18% της επέκτασης των βιολογικών, μένοντας μακριά από τον στόχο του 25%, μια απόκλιση τουλάχιστον 7% στο καλύτερο σενάριο. Η S&P Global υπολογίζει ότι η επίτευξη του στόχου 25% θα απαιτήσει ρυθμούς επέκτασης που θα πρέπει να υπερβούν το 10% κάθε χρόνο μέχρι το τέλος της δεκαετίας, γεγονός που αποτελεί τεράστια πρόκληση για τον αγροτικό τομέα στην Ευρώπη.

Πώς ανταποκρίνονται τα κράτη-μέλη

Τα στοιχεία της Eurostat σκιαγραφούν ένα άνισο σκηνικό μεγάλων αποκλίσεων στο ευρωπαϊκό ανάγλυφο, με τα κράτη-μέλη να βρίσκονται σε πολύ διαφορετικά στάδια βιολογικής μετάβασης.

Η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που έχει επιτύχει ήδη τον στόχο του 25% είναι η Αυστρία, με ποσοστό εκτάσεων υπό βιολογική γεωργία που προσεγγίζει το 26%. Την τριάδα συμπληρώνουν η Εσθονία (22,4%) και η Σουηδία (20,3%), που μπορεί να βρίσκονται εδώ και καιρό κοντά στον στόχο, ωστόσο τον τελευταίο χρόνο δεν έχουν καταφέρει να αυξήσουν τα μερίδιά τους. Από εκεί και πέρα, υπάρχει ένα χάσμα, με τις Ιταλία (16%), Τσεχία (15,3%) και Λετονία (14,5%) να ακολουθούν από πολύ μακριά. Τουλάχιστον η Ιταλία πραγματοποίησε σημαντικό άλμα 5% τον περασμένο χρόνο, σε αντίθεση με την Τσεχία που κατέγραψε ισχνή επέκταση 0,9%, ή με τη Λετονία, το μερίδιο της οποίας παρέμεινε σταθερό.

Με ποσοστό που υπερβαίνει οριακά το 10%, η Ελλάδα βρίσκεται στην 11η θέση και θα πρέπει να διανύσει πολύ δρόμο αν θέλει να βρεθεί σε απόσταση βολής από τον στόχο. Ακόμη κι έτσι, η χώρα μας υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των 27 κρατών-μελών, ο οποίος, όπως προαναφέραμε, περιορίζεται περίπου στο 9%.

Γενικά, τα σχετικά χαμηλά μερίδια βιολογικών εκτάσεων εξακολουθούν να είναι διαδεδομένο φαινόμενο στην ΕΕ. Για παράδειγμα, εννέα κράτη-μέλη βρίσκονται περίπου στα μισά του ευρωπαϊκού στόχου με ποσοστό 10%-15%, ενώ δεκατέσσερις χώρες υπολείπονται του μέσου όρου.

Η ενδεδειγμένη οδός

Ορισμένοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν δηλώσει ότι θέλουν να προσεγγίσουν τον ευρωπαϊκό στόχο, «προσπαθώντας να ανεβάσουν αυτές τις χώρες από τα χαμηλά τους μερίδια», ωστόσο οι εξελίξεις του τελευταίου έτους στον πάτο της κατάταξης είναι ανάμεικτες: Η Ρουμανία και η Μάλτα σημείωσαν πολλά υποσχόμενη αύξηση βιολογικών γαιών κατά 20,6% και 31,9% αντίστοιχα, ωστόσο αυτές οι χώρες έχουν περιορισμένο αντίκτυπο στον μέσο όρο της ΕΕ, με μερίδια βιολογικών εκτάσεων μόλις 3,5% και 0,6% η καθεμία. Στο μεταξύ, η Ιρλανδία κατέγραψε μικρή αύξηση των βιολογικών της εκτάσεων κατά 1,8% (σ.σ. μερίδιο 1,7%), η Πολωνία παρέμεινε στάσιμη με μερίδιο 3,5%, ενώ η Βουλγαρία είδε το ήδη περιορισμένο μερίδιό της να μειώνεται κατά 2%, στο 2,3% της συνολικής καλλιεργούμενης γης.

Ως εκ τούτου, μια πιο ρεαλιστική πορεία προς έναν υψηλότερο ευρωπαϊκό μέσο όρο θα μπορούσε να είναι μια επέκταση στις χώρες με την περισσότερη βιολογική γεωργική γη σε απόλυτες τιμές. Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι τέσσερα κράτη-μέλη αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ της βιολογικής έκτασης της ΕΕ και, μάλιστα, όλα ανεξαιρέτως εμφάνισαν εντυπωσιακή πρόοδο το 2020. Η Ιταλία είδε το μερίδιό της στη βιολογική καλλιέργεια να αυξάνεται κατά 5%, η Ισπανία κατά 3%, η Γαλλία κατά 13% και η Γερμανία κατά το εντυπωσιακό 24%.

Η νέα κυβέρνηση της Γερμανίας επιδιώκει να συνεχίσει αυτή την ανοδική τάση και στοχεύει να κάνει το 30% της γεωργικής γης της βιολογικό έως το 2030, μια φιλοδοξία που υπερβαίνει τον στόχο της ΕΕ. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της IHS Markit, το μερίδιο βιολογικής γεωργίας της Γερμανίας θα μπορούσε να καταλήξει σε πολύ περισσότερο από 30%, εάν συνεχίσει στους ρυθμούς του περασμένου έτους. Εφόσον η χώρα πραγματοποιήσει αυτήν τη φιλοδοξία, θα έχει συμβάλει κατά πολύ στην υποστήριξη του στόχου της στρατηγικής F2F για τη βιολογική παραγωγή σε ολόκληρη την ήπειρο.

Ευκολότερη πιστοποίηση για μικρές εκμεταλλεύσεις

Η Κομισιόν ελπίζει ότι οι νέοι κανόνες της ΕΕ για την παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων (2018/848) θα μπορέσουν να υποστηρίξουν τη συνεχιζόμενη πρόοδο της βιολογικής γεωργίας και της αγοράς βιολογικών τροφίμων.

Αυτοί οι νέοι κανόνες τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου του 2022 και αποσκοπούν κυρίως στην καταπολέμηση του αθέμιτου ανταγωνισμού για τους αγρότες, στην πρόληψη της απάτης και στην αύξηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών. Ωστόσο, η νομοθεσία θα μπορούσε να συμβάλει και στην αύξηση της βιολογικής παραγωγής.

Μια σημαντική αλλαγή που φέρνουν οι νέοι κανόνες είναι ότι οι μικροκαλλιεργητές μπορούν πλέον να επωφεληθούν από το νέο σύστημα ομαδικής πιστοποίησης, το οποίο καθιστά ευκολότερο και φθηνότερο για αυτούς να εισέλθουν στο βιολογικό καθεστώς και μειώνει το διοικητικό τους κόστος. «Οι κανόνες για την ομαδική πιστοποίηση θα πρέπει να επιτρέπουν την πρόσβαση σε μικρότερους παραγωγούς με ανεπαρκείς πόρους. Αυτό είναι απαραίτητο για να επιτευχθεί ο στόχος του 25% έως το 2030», δήλωσε ο Michel Reynaud, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κινήσεων για τη Βιολογική Γεωργία (IFOAM).

Τόνωση της ζήτησης για βιολογικά τρόφιμα

Το σχέδιο δράσης της ΕΕ για τα βιολογικά δίνει επίσης μεγάλη έμφαση στο γεγονός ότι η άνοδος της ζήτησης θα είναι ο κύριος μοχλός για την αύξηση της βιολογικής παραγωγής.
Ως εκ τούτου, ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη της ΕΕ να τονώσουν την εγχώρια κατανάλωση βιολογικών τροφίμων.

Τα τελευταία χρόνια έχει καταγραφεί μια πολλά υποσχόμενη αύξηση της ζήτησης για βιολογικά τρόφιμα. Σύμφωνα με το Ερευνητικό Ινστιτούτο Βιολογικής Γεωργίας (FiBL), η αγορά βιολογικών τροφίμων της ΕΕ κατέγραψε ισχυρή ανάπτυξη 15,1% μεταξύ 2019 και 2020, ως αποτέλεσμα της υψηλότερης ζήτησης, η οποία έκανε την κοινότητα τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά μετά τις ΗΠΑ.

Η FiBL εξηγεί ότι η πανδημία COVID-19 αύξησε σημαντικά τη ζήτηση για βιολογικά τρόφιμα, καθώς οι καταναλωτές άρχισαν να εστιάζουν περισσότερο σε υγιεινές εναλλακτικές που είναι πιο ωφέλιμες για το περιβάλλον. Αυτή η τάση έχει οδηγήσει τον κλάδο των βιολογικών τροφίμων να αναπτύσσεται με περίπου διπλάσιο ρυθμό σε σύγκριση με τη συνολική αγορά τροφίμων.

«Αν αυτή η τάση συνεχιστεί μετά την πανδημία, είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει την επέκταση της βιολογικής γεωργικής γης, καθιστώντας πιο πιθανό να επιτευχθεί ο στόχος του 25% της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έως το 2030», αναφέρει η FiBL.