Έργα Αχελώου: Κομβική για το υδάτινο ισοζύγιο της Θεσσαλίας η έκβαση της απόφασης του ΣτΕ

Να αρχίσει συντεταγμένα και χωρίς άλλη καθυστέρηση η σταδιακή εφαρμογή του Σχεδίου Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ) Θεσσαλίας, καθώς και του αντίστοιχου της Στερεάς Ελλάδας (ΛΑΠ Αχελώου), ειδικά για το ορεινό τμήμα των Αγράφων, το οποίο υπάγεται στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, εκεί όπου έχουν επί 15 χρόνια εγκαταλειφθεί τα ημιτελή έργα Αχελώου, ζήτησε, μεταξύ άλλων, ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας, Δημήτρης Κουρέτας, σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε τη Δευτέρα στην αίθουσα της ΕΝΠΕ στην Αθήνα.
Ο ίδιος αιτιολόγησε, λέγοντας ότι «χωρίς νερό δεν μπορεί να υπάρξει αγροτική παραγωγή και χωρίς αγροτική παραγωγή δεν μπορεί να υπάρξει μέλλον για τη Θεσσαλία, αλλά και για ολόκληρη τη χώρα. Για όλους αυτούς τους λόγους, καλούμε την κυβέρνηση να ενεργοποιηθεί άμεσα στην επανεκκίνηση των έργων Αχελώου».
Σκοπός της συνέντευξης Τύπου ήταν η παρουσίαση του σχεδίου για την αντιμετώπιση των υδατικών κινδύνων της Θεσσαλίας, με αφορμή την επικείμενη εκδίκαση της προσφυγής που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας (και θα συζητηθεί στις 3 Δεκεμβρίου) για την ακύρωση του Σχεδίου Διαχείρισης Υδάτων (ΣΔΛΑΠ) του Υδατικού Διαμερίσματος Θεσσαλίας.
Ο κ. Κουρέτας προειδοποίησε πως «σε περίπτωση αρνητικής εξέλιξης στο ΣτΕ και ακύρωσης της εφαρμογής του σχεδίου, που εκπόνησε το υπουργείο Περιβάλλοντος, θα επέλθει βίαιη αναδιάρθρωση καλλιεργειών και εγκατάλειψη των αρδευόμενων εκτάσεων, η οποία θα επιφέρει σημαντική μείωση του αγροτικού εισοδήματος, κατά 25%, κάτι που σήμερα, από κοινού με τους υδατικούς κινδύνους, αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την παραμονή αυτών των ανθρώπων στον τόπο τους και για τη συνέχιση του αγροτικού επαγγέλματος».
Ο ίδιος έφερε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τη βαμβακοκαλλιέργεια, η οποία λόγω της λειψυδρίας συνεχώς μειώνεται και από περίπου 1 εκατ. στρέμματα σήμερα έχει πέσει στα 600.000 στρέμματα, με την τάση να βαίνει συνεχώς μειούμενη. «Αν εξετάσει κανείς τι χρήματα αφήνει στην τοπική και εθνική οικονομία το βαμβάκι και τι το σιτάρι, θα καταλάβει γιατί υποστηρίζουμε ότι χωρίς νερό η Θεσσαλία δεν έχει μέλλον», δήλωσε.
Σύμφωνα με τον κ. Κουρέτα, «η εφαρμογή του Σχεδίου Διαχείρισης Υδάτων (ΣΔΛΑΠ) απαιτεί τη μεταφορά 250 εκατ. κ.μ. νερού από τον Αχελώο στη Θεσσαλία, ποσότητα μικρή σε σχέση με τα 4,5 δισ. κ.μ. νερού που έχει ο Αχελώος. Ο περιφερειάρχης ζήτησε παρόμοια αντιμετώπιση όπως αυτή που παρουσιάστηκε πριν από λίγες ημέρες για την ΕΥΔΑΠ και την Αττική και για τη Θεσσαλία, δηλαδή πλήρη σχεδιασμό, δέσμευση –εκ μέρους της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού– για το χρονοδιάγραμμα, τους οικονομικούς πόρους και τους φορείς που θα υλοποιήσουν τα έργα. «Πρέπει να γνωρίζουμε τα διαθέσιμα υδάτινα αποθέματα για να σχεδιάσουμε την πολιτική μας. Η απουσία πολιτικών αποφάσεων για την τύχη των έργων του Αχελώου αναστέλλει την πρόοδο και άλλων κρίσιμων έργων, όπως το φράγμα Μουζακίου, του οποίου η χωρητικότητα και το ύψος εξαρτώνται από το αν θα υλοποιηθεί τελικά η μεταφορά νερού», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Κουρέτας. Να σημειωθεί πως για το σύνολο των έργων του Αχελώου μέχρι σήμερα έχουν δαπανηθεί πάνω από 650 εκατ. ευρώ – τα οποία θα πάνε οριστικά χαμένα, αν εγκαταλειφθεί πλήρως το έργο.
Απαραίτητη η θωράκιση απέναντι σε έναν ενδεχόμενο νέο Daniel
Τέλος, ο περιφερειάρχης δήλωσε ανήσυχος για τα έργα που πρέπει να γίνουν από πλευράς κυβέρνησης σχετικά με την αντιπλημμυρική προστασία, υπογραμμίζοντας ότι, παρά τις παρεμβάσεις που έχουν γίνει –κυρίως από την περιφέρεια– με τους καθαρισμούς ρεμάτων και ποταμών, η Θεσσαλία εξακολουθεί να κινείται σε οριακές αντοχές.
Όπως εξήγησε ο ίδιος, τα έργα που υλοποιήθηκαν μετά τον Daniel χωρίζονται σε δύο στάδια: Τα άμεσα έργα αποκατάστασης, τα οποία έχουν σχεδόν ολοκληρωθεί, και τα έργα ενίσχυσης των αναχωμάτων, που προβλέπεται να ξεκινήσουν την άνοιξη του 2026. Μέχρι σήμερα, έχουν δαπανηθεί 150 εκατ. ευρώ, ενώ για τη δεύτερη φάση απαιτούνται ακόμη 100 εκατ. ευρώ. «Με τα υφιστάμενα έργα, η Περιφέρεια Θεσσαλίας μπορεί να αντέξει ένα φαινόμενο Daniel διάρκειας έως 12 ωρών. Όταν τελειώσουν τα έργα, δηλαδή στα μέσα του 2027, θα μπορούμε να αντέξουμε το 60%-70% ενός νέου Daniel» κατέληξε.










