Ερύμανθος: Αυτοφυή αρωματικά φυτά και ελαιόλαδο ενισχύουν την αγροτική οικονομία τη περιοχής

Sideritis clandestina
Ο ορεινός όγκος του Ερυμάνθου φιλοξενεί πάνω από 970 αυτοφυή φυτά, εκ των οποίων 13 απαντώνται μόνο στην Πελοπόννησο. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι το «τσάι του Ερυμάνθου» (sideritis clandestina).

Ό ι σημαντικές προοπτικές που υπάρχουν στην περιοχή του Ερυμάνθου Αχαΐας, τόσο για την αξιοποίηση των φαρμακευτικών φυτών –και ιδιαίτερα των αυτοφυών, όπως είναι το τσάι του βουνού–, όσο και στην παραγωγή ποιοτικού παρθένου ελαιόλαδου, αναπτύχθηκαν επιστημονικά κατά τη διάρκεια ημερίδας που διοργάνωσε ο Δήμος Ερυμάνθου και το Παράρτημα Πελοποννήσου και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου.

Οι παραγωγοί της περιοχής ενημερώθηκαν διεξοδικά για επίκαιρα θέματα που αφορούν την ελαιοκαλλιέργεια και τα αρωματικά φυτά, ενώ δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στους τρόπους ενδυνάμωσης των δύο κλάδων του πρωτογενούς τομέα, μέσω της γεωργίας ακριβείας και της άμεσης διασύνδεσης παραγωγής και μεταποιητικών μονάδων, με τον τουρισμό της Δυτικής Ελλάδας (ιαματικό και θεραπευτικό).

Πλεονεκτήματα

Όπως επισημάνθηκε, το έντονο γεωγραφικό ανάγλυφο, καθώς και οι εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής, είναι ιδανικά για την παραγωγή αρωματικών φυτών υψηλής ποιότητας και διατροφικής αξίας. Βασικοί πυλώνες για την ανάπτυξη του κλάδου αποτελούν η συνεχής αύξηση της ζήτησης αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών από τις βιομηχανίες καλλυντικών και «φυσικών» φαρμάκων, η εύκολη πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες, καθώς και το αυξημένο καταναλωτικό ενδιαφέρον για προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας.

mpouchelos-aromatika-fita-erimanthosΕπιπλέον, στα πλεονεκτήματα της καλλιέργειας συγκαταλέγεται η προσαρμοστικότητα των αρωματικών στην κλιματική αλλαγή και η σύμπραξη των Ερευνητικών Ιδρυμάτων της Δυτικής Ελλάδας με παραγωγούς και επιχειρήσεις αρωματικών φυτών.

Ο γεωπόνος MSc της εταιρείας AΔOLO, Χρήστος Θανόπουλος, υπογράμμισε ότι η Ελλάδα διαθέτει την πλουσιότερη χλωρίδα στην Ευρώπη σε σχέση με την επιφάνεια της χώρας, με περισσότερα από 6.500 είδη φυτών, εκ των οποίων 500-600 κατηγοριοποιούνται ως αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά, με σημαντικό ποσοστό (15%) από αυτά να χαρακτηρίζεται ως ενδημικά.

Ο ορεινός όγκος του Ερυμάνθου φιλοξενεί πάνω από 970 αυτοφυή φυτά, εκ των οποίων 13 συναντώνται μόνο στην Πελοπόννησο. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι το «τσάι του Ερυμάνθου» (sideritis clandestina). Ωστόσο, σημαντικό πρόβλημα αποτελεί η ανεξέλεγκτη συλλογή άγριων αρωματικών φυτών, με πιθανό κίνδυνο την εξαφάνιση απειλούμενων ειδών. Όπως τονίστηκε, παρά τα προβλήματα (μικρός κλήρος, υψηλό κόστος παραγωγής, έλλειψη χρηματοδοτήσεων, έλλειψη πιστοποιημένου πολλαπλασιαστικού υλικού κ.ά.), οι προοπτικές για την καλλιέργεια είναι σημαντικές.

lamari-erimanthos-aromatika-fita

Η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Πατρών, Φωτεινή Λάμαρη, ανέλυσε διεξοδικά τις ιδιότητες και τις δυνατότητες αξιοποίησης του ενδημικού τσαγιού του βουνού της ορεινής Αχαΐας. Παρουσιάστηκαν μελέτες με τα συστατικά π.χ. φλαβονοειδή, τερπένια, καθώς και με τις βιολογικές ιδιότητές του που, εκτός των άλλων, είναι αντιοξειδωτικές, αντιμικροβιακές, αντιφλεγμονώδεις και νευροπροστατευτικές. Όσον αφορά την αξιοποίηση του ελληνικού τσαγιού του βουνού, έγινε αναφορά σε φυτικά φαρμακευτικά προϊόντα παραδοσιακής χρήσης, συμπληρώματα διατροφής, ροφήματα και καλλυντικά.

Ξεπερνούν τα 30.000 στρέμματα οι ελιές

Εκτενής αναφορά έγινε και για το ελαιόλαδο, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου η ελιά καλύπτει πάνω από 32.000 στρέμματα στο Δήμο Ερυμάνθου, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στο αγροτικό εισόδημα των παραγωγών της περιοχής.

Ο γεωπόνος ΜΑ και πρόεδρος του ΓΕΩΤΕΕ Πελοποννήσου και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, Θανάσης Πετρόπουλος, αναφέρθηκε στα προβλήματα της ελαιοπαραγωγής και στις συγκεκριμένες προτάσεις του Επιμελητηρίου για την επίλυση τους.

Τα σημαντικά προβλήματα αφορούν την έλλειψη τυποποίησης του ελληνικού ελαιολάδου, το μικρό μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, καθώς και το υψηλό κόστος των εισροών (λιπάσματα, φυτοπροστατευτικά προϊόντα). Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στη φετινή ελαιοκομική περίοδο, όπου παρατηρήθηκε μείωση έως και 80% στην παραγωγή ελαιολάδου. Οι βασικές αιτίες ήταν η μεγάλη προσβολή των ελιών από δάκο και από γλοιοσπόριο.