Εθνική τράπεζα: Η αναιμική ζήτηση φρέναρε τις εξαγωγές

των Τάνιας Γεωργιοπούλου και Γιάννη Τσατσάκη

Με αρνητικό πρόσημο κλείνει, όπως όλα δείχνουν, το δεύτερο μισό του 2023 για τις ελληνικές εξαγωγές, οι οποίες υποκύπτουν στις πιέσεις της διεθνούς συγκυρίας και δη των συνθηκών μειωμένης ζήτησης που αυτή προκαλεί.

Η πτώση έχει ήδη αποτυπωθεί στις επιδόσεις του τρίτου τριμήνου, στη διάρκεια του οποίου, σύμφωνα με μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας που δημοσιεύθηκε στο τελευταίο τεύχος των «Τάσεων του επιχειρείν», οι εξαγωγές υποχώρησαν 7,2% σε ονομαστικούς και 6,1% σε αποπληθωρισμένους όρους σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2022, με το 80% των απωλειών αυτών να αποδίδεται στην ασθενική ζήτηση.

Οι καθοδικές πιέσεις φαίνεται ότι εντάθηκαν στο τελευταίο τρίμηνο του έτους λόγω της μειωμένης παραγωγής σε ελαιόλαδο και ελιές, αλλά και των καταστροφών που υπέστη η αγροτική παραγωγή της Θεσσαλίας –συνδυασμός που οδηγεί στην εκτίμηση για περαιτέρω πτώση της τάξης του 3% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2022. Ουσιαστικά, αν και η επίδοση του δεκαμήνου παρέμεινε θετική –έστω και με δυναμική χαμηλότερη του 1/2 της προηγούμενης δεκαετίας– οι ελληνικές εξαγωγές κατέβαζαν συνεχώς ταχύτητα κατά της διάρκεια του 2023, με αποτέλεσμα η εκτίμηση για το σύνολο του έτους να είναι ότι θα παραμείνουν ουσιαστικά στο επίπεδο του 2022 (+0,3%, σε αποπληθωρισμένους όρους).

«Φωτεινή εξαίρεση» η Ασία

Η κάμψη των εξαγωγών είναι εμφανής σε όλες τις επιμέρους αγορές των ελληνικών προϊόντων, με μόνη εξαίρεση την Ασία, που παραμένει σε θετικό έδαφος, αλλά επιβραδύνει έναντι του προηγούμενου εννεαμήνου. Ειδικότερα, η Δυτική Ευρώπη υποχωρεί 3% (σε αποπληθωρισμένους όρους) με την πλειοψηφία των επιμέρους κλάδων να είναι πτωτικοί (6 στους 11), ωστόσο ξεχωρίζουν οι κλάδοι ξύλου/χαρτιού και φαρμάκου, καταγράφοντας ισχυρές θετικές επιδόσεις (+24% και +14% αντίστοιχα, σε αποπληθωρισμένους όρους).

Την ίδια στιγμή, τα Βαλκάνια παρουσιάζουν πτώση 1% (σε αποπληθωρισμένους όρους) με μικρό εύρος στήριξης, καθώς μόλις τρεις κλάδοι κινούνται θετικά, ενώ οι δύο κύριες αγορές (Βουλγαρία και Τουρκία) παρουσιάζουν πτώση (2% και 5% αντίστοιχα). Η Μέση Ανατολή δέχεται ισχυρή πίεση (-32% σε αποπληθωρισμένους όρους), η οποία εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί λόγω της εντεινόμενης γεωπολιτικής αστάθειας στην περιοχή.

Δεκαπλάσιο βαμβάκι στην Αίγυπτο

Όπως σημειώνεται στη μελέτη, σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία χαμηλής ζήτησης, μπορεί κανείς να διακρίνει μια συμπεριφορά «δύο ταχυτήτων» σε ό,τι αφορά την εικόνα των επιμέρους εξαγωγικών κλάδων.

Συγκεκριμένα:

✱ Υπάρχουν κλάδοι που χάνουν μερίδια, επιδεινώνοντας περαιτέρω την πτωτική πίεση ζήτησης, καταλήγοντας έτσι σε σημαντικά καθοδικές επιδόσεις. Σε αυτή την κατηγορία, ξεχωρίζουν οι μεγάλοι κλάδοι της ένδυσης και των μετάλλων, στους οποίους οφείλεται το μεγαλύτερο ποσοστό της πτώσης των συνολικών εξαγωγών. Ο κλάδος ένδυσης, ειδικότερα, δείχνει να μετράει τις υψηλότερες απώλειες , έχοντας χάσει το 1/3 του περσινού μεριδίου του και παράλληλα καταγράφοντας χαμηλό δεκαετίας σε όρους ανταγωνιστικότητας. Παράλληλα, ο κλάδος των υφασμάτων απώλεσε το 1/7 του περσινού μεριδίου του, παραμένοντας ωστόσο υψηλότερα από τον μέσο όρο της δεκαετίας. Ωστόσο, η μελέτη σημειώνει το ανοδικό μερίδιο του βαμβακιού, με άξονα τον δεκαπλασιασμό των εξαγωγών προς την Αίγυπτο, κάτι το οποίο μετρίασε την πτώση του κλάδου.

✱ Την ίδια στιγμή, όμως, υπάρχουν και κλάδοι που κατορθώνουν να κερδίσουν μερίδια, με εξέχουσα την επίδοση του φαρμάκου και του ξύλου/χαρτιού –κλάδοι που τελικά επιτυγχάνουν συνολικά θετική επίδοση. Αθροιστικά, τα κέρδη μεριδίων στις διεθνείς αγορές (από τους δύο παραπάνω κλάδους και τα τρόφιμα) προσφέρουν ένα πολύτιμο φρένο της τάξης των 0,3 δισ. ευρώ στην εξαγωγική πτώση.

Μείον 2% τα τρόφιμα στο τρίμηνο

Από την πτωτική πορεία του τρίτου τριμήνου δεν γλύτωσαν ούτε τα τρόφιμα, οι εξαγωγές των οποίων υποχώρησαν 2% σε αποπληθωρισμένους όρους. Η μεγαλύτερη ετήσια υποχώρηση, σε ποσοστό 14%, καταγράφηκε στο ελαιόλαδο και ακολούθησαν τα καπνά, με απώλειες 11%, τα πυρηνόκαρπα με -8%, τα φρέσκα ψάρια με -7% και η φέτα με -4%.

Σε ό,τι αφορά, πάντως, τις κύριες αγορές-προορισμούς των ελληνικών τροφίμων δεν είχαμε αξιοσημείωτες μεταβολές. Έτσι, το 66% των εξαγωγών του κλάδου, οι οποίες ανήλθαν στο διάστημα αυτό σε 2,1 δισ. ευρώ, κατευθύνθηκε στη Δυτική Ευρώπη, το 11% στην Αν. Ευρώπη, ενώ από 9% κατανεμήθηκε σε Βαλκάνια και Β. Αμερική.

«Κόβουν» 2% από την ανάκαμψη του 2024 ελαιόλαδο και ελιές

Κοιτάζοντας μπροστά, η εκτιμώμενη ανάκαμψη του διεθνούς εμπορίου το 2024 (+3,4% σε όγκους από +0,8% φέτος) αναμένεται να ενισχύσει σημαντικά τις ελληνικές εξαγωγές. Ωστόσο, τρεις παράγοντες αναμένεται να φρενάρουν μερικώς αυτή τη δυναμική:

✱ Οι πρώτοι μήνες του 2024 θα παραμείνουν υπό πίεση, τάση που επιβεβαιώνεται από τη χαμηλότερη (έναντι της μέσης ευρωπαϊκής) επίδοση των ελληνικών εξαγωγικών παραγγελιών. Σημαντικό ρόλο σε αυτό θα παίξει, σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα, η μειωμένη παραγωγή ελαιόλαδου και ελιών, που εκτιμάται ότι θα στοιχίσουν περίπου 2 ποσοστιαίες μονάδες ανάπτυξης στο έτος –σε αντίθεση με το 2023, που συνεισέφεραν θετικά σε ποσοστό 1,3% (-0,6% και +0,5% τα αντίστοιχα ποσοστά για το 2022 και το 2021).

✱ Η απώλεια μεριδίων στους μεγάλους κλάδους ένδυσης/υφασμάτων και μετάλλων θέτει υπό αμφισβήτηση τη δύναμη επανάκαμψής τους.

✱ Η αβεβαιότητα στο διεθνές περιβάλλον θα παραμείνει (γεωπολιτική αστάθεια, υψηλά επιτόκια και πληθωρισμός). Με αυτά κατά νου, οι αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας καταλήγουν στην πρόβλεψη ότι οι ελληνικές εξαγωγές, ανεβάζοντας συνεχώς ταχύτητα μέσα στη χρονιά, θα αυξηθούν κατά 2-3% το 2024 (σε αποπληθωρισμένους όρους), παραμένοντας ωστόσο χαμηλότερα της μεσοπρόθεσμης τάσης τους (5%).